Εάν «τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί» (κατά Μένανδρον), το θέμα δεν είναι απλώς να φύγει το Μνημόνιο. Που δεν είναι βεβαίως αφηρημένο ιδεολόγημα. Και ούτε απλό σημείο πολιτικής αναφοράς και διχαστικού λόγου. Το θέμα είναι να φύγουν τα δάνεια ως το ουσιώδες αίτιο οιωνδήποτε Μνημονίων. Οπως και αν αυτά ψευδωνύμως μπορεί να μεταβαπτίζονται. Γιατί αυτά δεν είναι τελικά παρά μόνον: αφενός τα συμβόλαια με τους αδυσώπητους όρους. Και αφετέρου ο βάναυσος δείκτης για τα επίχειρα. Που συνιστούν δυνάμει τις υποθηκευτικές αλύσους! Τα δεσμά.

Αυτή ακριβώς είναι η επώδυνη αλήθεια. Και αυτή –μαζί με άλλες –πρέπει επιτέλους και ν’ αντιμετωπισθούν κατά πρόσωπο. Και να λεχθούν ως έχουν. Προπαντός να συνειδητοποιηθούν. Και ως μεγέθη. Και ως πραγματικότητες. Ωστε: οι μεν πολίτες, γνωρίζοντας τι να περιμένουν (ή τι τους περιμένει) να τις αντιμετωπίσουν με ρεαλισμό. Οι δε διαχειριστές (οποιοιδήποτε από το πολιτικό σύστημα) να μην περιχαρακώνονται πίσω από παρηγορητικούς αναμηρυκασμούς, ρητορικές υπεκφυγές, αδασμολόγητες υποσχετικές και ατελέσφορες αντιστάσεις.

Αλήθεια πρώτη: Το Μνημόνιο τώρα (ή λίγο αργότερα) οπωσδήποτε τελειώνει. Τουλάχιστον ως γνώριμη προσδιοριστική αναφορά. Κι επομένως η αυτοδήλως επιθυμητή (κι εν πολλοίς ονομαστική) έξοδος από αυτό επέρχεται οσονούπω. Αφού εξαρχής άλλωστε είχε ημερομηνία λήξεως. Ως πλαίσιο δηλαδή οδυνηρών δεσμευτικών υποχρεώσεων. Οι οποίες και μετεφράσθησαν σε θεσμοθετημένους κανόνες και νομικά πλαίσια. Που διέπουν εφεξής κυβερνητικές πολιτικές και οριοθετούν ανάλογες αποφάσεις σ’ ευρύτατο τόξο ζητημάτων του εθνικού γίγνεσθαι.

Αλήθεια δεύτερη: Ο,τι και να συμβεί, προαποκλείεται παλινδρόμηση προς έωλες επιλογές, εθισμούς και πρακτικές. Οχι μόνο γιατί δεν θα υπάρχουν (μεσοπροθέσμως τουλάχιστον) οι εξ αντικειμένου δυνατότητες, αλλά και γιατί βασικοί πυλώνες του οικονομικού (άρα κι εμμέσως του πολιτικοκοινωνικού) γίγνεσθαι θα διέπονται από αυστηρότατη έξωθεν επιτήρηση. Με όρους ευθείας παρεμβολής. Και με διορθωτικές προθέσεις που «θ’ ανακαλούν σε τάξη τους ατακτούντες». Οχι με θεωρητικές συστάσεις, αλλά με μέτρα υποχρεωτικής συμμορφώσεως. Καθόλου μεν ανεκτές. Πλην a priori επιβλητέες. Και με άτεγκτο εργαλείο το χρηματοδοτικό μαστίγιο. Στα χέρια εκείνων που ελέγχουν τον μηχανισμό διασωληνώσεως στον οποίο «εν καταστολή» βρίσκεται η χώρα.

Αλήθεια τρίτη: Τα έως και αδυσώπητα παράγωγα της τελευταίας αυτής κι επώδυνης πενταετίας που οι Ελληνες εβίωσαν στο πετσί τους θ’ αποβούν κυριολεκτικώς βάναυσα για τον μέσο πολίτη. Και τώρα είναι που θα γίνουν πράγματι πιο αισθητά. Σε μεσοπρόθεσμη (το λιγότερο) βάση. Και σε κρισιμότερες εκδοχές του εθνικού βίου. Οπως είναι η απελπιστικώς διαβρούμενη δημογραφία με τη φθίνουσα προοπτική της. Και όπως είναι η κάθετη ποιοτική διολίσθηση σε ζωτικούς τομείς. Οπως της παιδείας, της υγείας και της άμυνας. Με αυτόδηλα τα επέκεινα που προβλεπτώς θ’ ανακύψουν.

Εν ολίγοις δηλαδή: Πέραν της αυτονόητης ανάγκης για επιτέλους απαλλαγή από τα Μνημόνια και πέραν μιας γενικολόγου αποτιμήσεως των συνεπειών τους, αναδύεται η αναγκαιότητα των παλινορθώσεων. Η οποία όμως δεν περνά μέσα από ευχερή συνταγολόγια. Ούτε και μπορεί να συντελεσθεί με ιδεολογικούς αφορισμούς και κομματικές ιδεοληψίες. Αντίθετα: Προαπαιτεί ακριβή διάγνωση των παθογενειών. Και σοφότερη (και απαραιτήτως συλλογικότερη) διαχείριση δεδομένων. Που σημαίνει και σωστές αποφάσεις. Και αποφασιστικότερες δράσεις. Με ανάλογες πολιτικές. Των οποίων όμως θεμελιώδη προϋπόθεση –αν πρόκειται να τελεσφορήσουν –αποτελεί: α) Η άμεση ανάταξη του πολιτικού συστήματος. Οχι με όρους αναπαλαιώσεως. Αλλά με αποκατάσταση του αποδομούμενου κύρους του. β) Η αποποίηση των έως και αποσυνθετικών συμπεριφορών που ενοχοποιούνται κατά μέγα μέρος για την κακοήθη χρεοκοπική κατολίσθηση. Και γ) η προαγωγή περιεκτικής εθνικής συναντιλήψεως στη βάση, ελάσσονος έστω, ενδοελληνικής συνδιαλλαγής. Μ’ επίκεντρο την ταχύτερη παλινόρθωση. Που δεν θα είναι μόνο οικονομική. Καθώς ούτε και η χρεοκοπία υπήρξε απλώς τέτοια. Βασικά μεν απέρρευσε από αποσαθρωτικές οικονομικές παθογένειες. Τα αίτια όμως (και τελικά τα παράγωγα) την ξεπερνούν.

Εάν σ’ αυτά δεν υπάρξει επαρκής απάντηση, τότε οι προοπτικές προμηδενίζονται.

Ο Ανθος Λυκαύγης είναι δημοσιογράφος – πολιτικός αναλυτής