Ο θρίαμβος του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές του περασμένου μήνα σημαίνει ότι η παλιά συζήτηση για το εάν η Γερμανία χρωστά ακόμα στην Ελλάδα πολεμικές αποζημιώσεις τίθεται και πάλι με έμφαση στο τραπέζι. «Δεν μπορώ να παραβλέψω αυτό το ηθικό καθήκον, ένα καθήκον στην Ιστορία… να διεκδικήσουμε τα πολεμικά χρέη» είπε ο Τσίπρας μιλώντας την Κυριακή στη Βουλή.

Ο αντιπρόεδρος της γερμανικής κυβέρνησης Ζίγκμαρ Γκάμπριελ έχει απορρίψει το αίτημα του Τσίπρα κατηγορηματικά: «Η πιθανότητα είναι μηδενική». Εκκλήσεις για πολεμικές αποζημιώσεις συχνά θεωρούνται ως τέχνασμα εκ μέρους των «πτωχευμένων» Ελλήνων, που προσπαθούν να καλύψουν τα δικά τους χρέη κοροϊδεύοντας τους φουκαράδες γερμανούς φορολογουμένους για να τους πάρουν τα ευρώ για τα οποία δουλεύουν σκληρά. Αξίζει όμως να κοιτάξουμε καλύτερα για τι είδους χρέος μιλάμε.

Τα τριάμισι χρόνια γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα ήταν αιματηρά και καταστροφικά. Η διάσκεψη για τις αποζημιώσεις του Παρισιού το 1945 αποδέχθηκε υπολογισμούς οφειλής προς την Ελλάδα ύψους 7 δισ. προπολεμικών αμερικανικών δολαρίων. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι αυτό δεν αποτελούσε αυτόματα το προτεινόμενο ποσό αποζημίωσης, όπως συχνά διατείνονται έλληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι: στόχος της διάσκεψης δεν ήταν να καταλήξει σε απόλυτα ποσά αλλά σε ποσοστά μοιρασιάς μιας «πίτας» αποζημιώσεων, που το μέγεθός της ήταν ακόμα αδιευκρίνιστο.

Ομως τα κριτήρια για το πώς έπρεπε να γίνει αυτή η μοιρασιά, που διαμορφώθηκαν από τις ΗΠΑ, λειτούργησαν κυρίως εις όφελος των μεγάλων δυνάμεων και όχι των «μικρότερων συμμάχων». Η συμβολή στη συνολική «πολεμική συμμαχική προσπάθεια» (πολεμικές δαπάνες, ένοπλες δυνάμεις και πολεμική παραγωγή) αποζημιώθηκε πιο γενναιόδωρα από ό,τι τα ποικίλα δεινά, ανθρώπινες απώλειες, υλικές καταστροφές και αντιστασιακή δράση. Τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έλαβε από τη Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων αγαθά αξίας – σύμφωνα με διάφορους ισχυρισμούς – μεταξύ 25 και 80 εκατομμυρίων δολαρίων.

Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε συμφωνία μεταξύ των δυτικών κρατών ότι η Δυτική Γερμανία χρειαζόταν ανοικοδόμηση και ενίσχυση για να χρησιμοποιηθεί ως προπύργιο έναντι της σοβιετικής απειλής. Γι’ αυτόν τον λόγο οι αποζημιώσεις σε είδος με τη διάλυση [ντεμοντάζ] βιομηχανικών εγκαταστάσεων σταδιακά σταμάτησε και αντ’ αυτού αποφασίστηκε το σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων δυτικοευρωπαϊκών υποδομών. Το 1953, με αμερικανική προτροπή συμφωνήθηκε στο Λονδίνο το κούρεμα του γερμανικού εξωτερικού χρέους από την προπολεμική και τη μεταπολεμική εποχή, ενώ «η εξέταση όλων των απαιτήσεων» που πηγάζουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναβλήθηκαν «έως τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος», ο οποίος δεν ανεμένετο προτού πραγματοποιηθεί η γερμανική ενοποίηση (η οποία με τη σειρά της δεν ανεμένετο σύντομα).

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η γερμανική κυβέρνηση σταδιακά υπέκυψε στις πιέσεις και συμφώνησε να πληρώσει ένα κατ’ αποκοπήν ποσό – ως «εθελοντική αποζημίωση» – σε όσους «υπέστησαν εθνικοσοσιαλιστικές διώξεις για λόγους φυλής… ή κοσμοθεωρίας». Η Ελλάδα έλαβε 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα – ένα ποσό που έκτοτε έχει γίνει αντικείμενο μύθων και ερμηνευτικών διαστρεβλώσεων και από τις δυο πλευρές της γερμανοελληνικής διαπάλης.

Η Γερμανία αρνιόταν κάθε περαιτέρω καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων, με το επιχείρημα ότι μόνο μια ενιαία Γερμανία θα μπορούσε να συμφωνήσει σε τέτοιες πληρωμές. Ηταν όμως κοινό μυστικό ότι η γερμανική κυβέρνηση προσπαθούσε με κάθε μέσο να αναστείλει επ’ άπειρον την πληρωμή («στις [ελληνικές] καλένδες») -ακόμη και μετά την ενοποίηση. Τον Μάιο του 1990 ο τότε υπουργός Εξωτερικών Χανς Ντίντριχ Γκένσερ κινήθηκε γρήγορα για να εφοδιάσει διάφορες γερμανικές πρεσβείες (μεταξύ των οποίων και εκείνη στην Αθήνα) με απόρρητα υπομνήματα που περιέγραφαν τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να απωθούν αιτήματα για αποζημιώσεις.

Τα επόμενα χρόνια, το πιο σύνηθες επιχείρημα των γερμανών πολιτικών εναντίον των αποζημιώσεων ήταν η ντε φάκτο παραγραφή εξαιτίας «παρέλευσης χρόνου», μιας και είχε περάσει τόσος καιρός – αν και η Γερμανία είχε αναγκαστεί από το γερμανο-συμμαχικό διαιτητικό δικαστήριο να πληρώσει 47 εκατομμύρια μάρκα για αποζημιώσεις σχετιζόμενες με (τη φάση ουδετερότητας) του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1974, δηλαδή ακριβώς 60 χρόνια μετά την έναρξη εκείνου του πολέμου. Ενα άλλο επιχείρημα της γερμανικής πλευράς ήταν ότι η Ελλάδα είχε λάβει μεταπολεμικά γενναιόδωρη διμερή υποστήριξη μέσω του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, οργανισμούς στους οποίους η Γερμανία συνεισέφερε τα περισσότερα. Ολα αυτά δημιουργούσαν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, ανακατεύοντας θέματα επένδυσης σε μελλοντική συνεργασία με το ζήτημα της ενοχής για τον πόλεμο και εξιλέωσης.

Οσο λανθασμένα κι αν ήταν τα επιχειρήματα της γερμανικής κυβέρνησης, ήταν ίσως (υποκειμενικά) κατανοητά. Από τη στιγμή που θα δίνονταν αποζημιώσεις σε μια χώρα, δημιουργώντας νομικό προηγούμενο, οι αξιωματούχοι της μόλις ενοποιημένης Γερμανίας – με επείγουσες ανάγκες επενδύσεων στις ανατολικές επαρχίες – αναρωτιόντουσαν πού θα κατέληγε όλο αυτό.

Ομως είναι σημαντικό εδώ να γίνει διάκριση μεταξύ των αποζημιώσεων για πολεμικά εγκλήματα και την εξόφληση της λεγόμενης Besatzungsanleihe: μηνιαία δάνεια που απαιτήθηκαν να πληρώσει η ελληνική κατοχική κυβέρνηση την περίοδο 1942-44 για να καλυφθεί το κόστος συντήρησης του γερμανικού στρατού στην Ελλάδα και της περαιτέρω στρατιωτικής δραστηριότητας στη Μεσόγειο, ακόμη και η μεταφορά τροφίμων από τη λιμοκτονούσα Ελλάδα στα στρατεύματα του Afrika-Korps του Ρόμελ. Στις αρχές του 1945, στις τελευταίες ημέρες του Τρίτου Ράιχ, μια ομάδα υψηλόβαθμων γερμανών οικονομολόγων υπολόγισαν αυτό το «γερμανικό χρέος (Reichsschuld) προς την Ελλάδα» σε 476 εκατομμύρια Reichsmarks (σημ.: το νόμισμα της Γερμανίας από το 1924 έως το 1948), που ισοδυναμεί σε αγοραστική αξία περίπου με 10 δισεκατομμύρια ευρώ σήμερα.

Σε σύγκριση με το ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, αυτό το χρέος δεν επιβαρύνεται τόσο από ηθικολογικές παραμέτρους. Ετσι, το Κατοχικό Δάνειο θα μπορούσε – και θα έπρεπε – να αποτελέσει τη βάση για συνομιλίες με στόχο τη δημιουργία ενός (πραγματικού) «ταμείου μέλλοντος», ενός ιδρύματος εκατέρωθεν αφιερωμένου στην αποκατάσταση μιας «μοιραζόμενης» ιστορίας και τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος υποδομών με συμβολική σημασία.

Αυτό, βέβαια, θα απαιτούσε μια μείζονα μεταστροφή στη νοοτροπία της γερμανικής πλευράς. Από το Βερολίνο εξαρτάται να ξεκινήσουν συνομιλίες για μια ιστορική αποκατάσταση των σχέσεων με την Ελλάδα. Εως τότε, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε μια παράλογη κατάσταση όπου οι δημοκρατικά εκλεγμένες μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις, όλων των αποχρώσεων, εξακολουθούν να αρνούνται την ύπαρξη του συγκεκριμένου χρέους, το οποίο είχε αναγνωριστεί επίσημα ακόμη και από το ναζιστικό καθεστώς.

* Ο Χάγκεν Φλάισερ είναι έλληνας ιστορικός γερμανικής καταγωγής, ομότιμος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το κείμενο αναδημοσιεύεται στα «ΝΕΑ» κατόπιν εγγράφου αδείας του συγγραφέα