Ο κόσμος καίγεται, αλλά κάτω από τις εντάσεις και τις υφέσεις ενός έντονα πολωμένου προσκηνίου η πολιτική και κοινωνική οπισθοδρόμηση της χώρας ολοκληρώνει το έργο της –την απομόνωση μιας επαρχιώτικης Ελλάδας στα όρια ενός βαλκανικού εξαιρετισμού, που οσονούπω θα διαχειρίζεται τις πληγές της, τις ιδεοληψίες της, το αρχαίο μεγαλείο της, την υποτιθέμενη ελληνορθόδοξη ιδιοπροσωπία της (τον εξαιρετισμό της, δηλαδή) και τη φτώχεια της.

Υποτίθεται ότι οι εκλογές θα κρίνουν τη θέση της χώρας στην Ευρώπη. Υποτίθεται ότι το γνωρίζουν τα κόμματα. Και τι κάνουν; Σκιαμαχούν ωσάν ο κόσμος όλος να είναι αυτή η βαλκανική μας άκρη. Κατά τα άλλα, ψαρεύουν ψήφους στα συνήθη ακροατήρια: στα οργανωμένα συμφέροντα και στην αθάνατη ελληνική κοινοτοπία. Τμήμα της οποίας είναι η ορθοδοξία, οι σταυροί, οι εικόνες, η πρόσδεση της Εκκλησίας στο κράτος (που μια παλαιά Αριστερά του Διαφωτισμού θα τα ξεχώριζε).

Σε αυτό το πλαίσιο ανακοινώθηκε χθες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η αγιοποίηση του αγιορείτη μοναχού Παΐσιου. Πολιτικά μπορεί να είναι ενέργεια εναρμονισμένη με τη γενική τάση στην ορθόδοξη Ελλάδα: διδαχές, θρύλοι, «θαύματα», βιβλία για τον Παΐσιο είναι από τα πιο προσοδοφόρα εμπορεύματα σε ιδεολογικές περιοχές όπου δοξάζεται η ένδοξη αφέλεια. Αλλά το Πατριαρχείο έχει κανέναν λόγο να εναρμονίζεται με την καθυστερημένη Ελλάδα;

Γιατί καθυστερημένη; Επειδή ο Παΐσιος κατά βάσιν ισχυριζόταν ότι «στην εποχή μας, που έχουν αυξηθεί οι γνώσεις, δυστυχώς η λογική κλόνισε την πίστη των ανθρώπων από τα θεμέλια και γέμισε τις ψυχές από ερωτηματικά και αμφιβολίες». Είναι δυνατόν τέτοιοι λήροι, που οδηγούν στη συνωμοσιολογία και στον σκοταδισμό, να επιβραβεύονται από οποιονδήποτε πνευματικό θεσμό διεκδικεί στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα;

Αλλά, πάλι, είναι όντως σίγουρο ότι στην επικράτεια (και τις σφαίρες επιρροής της) διατηρείται, όντως, στοιχειώδης επαφή με την πραγματικότητα;