Στο νομικό μας σύστημα οι αποφάσεις ενός δικαστηρίου δεν δεσμεύουν άλλα δικαστήρια. Αν όμως η αρχή του δεδικασμένου έχει έστω την παραμικρή ισχύ, δικαιούται να υποθέσει κανείς ότι μπορεί να πεταχτεί να πάει στη λαϊκή παρέα με μερικούς φουσκωτούς και μια κάμερα, να κλωτσάει κούτες με εμπορεύματα φωνάζοντας «παράνομος είναι αυτός;», «κι αυτός παράνομος;» κι έπειτα να στηθεί μπροστά στην κάμερα και να δηλώσει υπερήφανα ότι κάνει ελέγχους για παρεμπόριο. Δικαιούται να το πιστέψει όχι επειδή οι πράξεις αυτές κρίθηκαν νόμιμες, αλλά επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο να στοιχειοθετηθούν.

Είναι κάτι που αποδείχθηκε στο δικαστήριο του Μεσολογγίου. Εκεί δικάστηκαν ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Κώστας Μπαρμπαρούσης και η παρέα του επειδή τον Σεπτέμβριο του 2012 έκαναν ντου στη λαϊκή για να διαλύσουν πάγκους αλλοδαπών μικροπωλητών. Σύμφωνα με το δικαστικό ρεπορτάζ, το ντου κρίθηκε εθιμοτυπική επίσκεψη. Γιατί; Επειδή, για ευνόητους λόγους, οι αλλοδαποί μικροπωλητές δεν τόλμησαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας, επειδή οι αστυνομικοί, όσο και να προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τον δράστη στο πρόσωπο του μοναδικού Ελληνα που κυκλοφορεί σαν καρικατούρα του Καραϊσκάκη, αλλά και επειδή το δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε το βίντεο της επίθεσης ως αποδεικτικό υλικό παρά το γεγονός ότι είχε παίξει σε όλα τα κανάλια.

Πιθανότατα η Θέμιδα είναι τόσο τυφλή ώστε δεν παρακολουθεί τηλεόραση. Εκτός εάν το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε κάποιο φυσικό ελάττωμα, όπως είναι η τυφλότητα, αλλά σε μια άλλου τύπου παθογένεια που κάνει τη Δικαιοσύνη να κρύβεται πίσω από το γράμμα της δικονομίας για να κλείσει μάτια, αφτιά και στόμα απέναντι σε φαινόμενα που βλέπει, ακούει και συζητάει η κοινωνία. Η δουλειά τής Δικαιοσύνης δεν είναι ασφαλώς να ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Είναι η δουλειά της, όμως, να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και είναι χρέος της να μη γίνονται οι αθωωτικές αποφάσεις για τον νεοναζιστικό τσαμπουκά ένα άλλοθι για να προβληθεί το έργο της ξενοφοβίας σε επανάληψη.