Είχαν πιάσει τους εξώστες από νωρίς. Είχαν απλώσει τα πανό τους και φώναζαν συνθήματα. «Τσακίστε τους Ναζί» και «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τούς κρεμά». Οταν εμφανίστηκε ο χρυσαυγίτης τον έκραξαν άγρια. Κι ύστερα έκραξαν –«Ντροπή σου», «Αίσχος» –τον Γιάννη Μπουτάρη, όταν τους ζήτησε να πάψουν και να αποχωρήσουν ησύχως, γιατί ο χώρος του δημοτικού συμβουλίου είναι ιερός, ανήκει σε όλους και δεν προσφέρεται για συνθήματα. Κι ύστερα, όταν ήρθε η ώρα της ορκωμοσίας, ο Μπουτάρης κρέμασε στο στήθος του το κίτρινο άστρο του Δαβίδ, με την ένδειξη «Jude» –ίδιο ακριβώς με το στίγμα που έβαζαν οι Ναζί στους Εβραίους.

Οσα έγιναν χθες στο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης δεν ήταν συμπτωματικά. Συνοψίζουν τις δύο σχολές αντίδρασης στην απειλή του νεοναζισμού. Υπάρχει ο τρόπος εκείνων που θεωρούν ότι διαθέτουν το μονοπώλιο του αντιφασισμού και το ασκούν βρίζοντας και απειλώντας. Είναι οι ίδιοι που διατείνονται ότι οι Ναζί ηττώνται «στο πεζοδρόμιο» και πιστεύουν ότι το ρατσιστικό μίσος είναι περίπου απότοκο του νεοφιλελευθερισμού –αν δεν υπήρχε φτώχεια, λένε, δεν θα υπήρχαν νεοναζί.

Στον αντίποδα, υπάρχει ο αθόρυβος αντιφασισμός του Γιάννη Μπουτάρη. Η χειρονομία που ανατρέχει στον πυρήνα της απάνθρωπης τύφλωσης που συνιστά ο ναζισμός και υπογραμμίζει τις βαθιές του ρίζες. Ρίζες που διαπερνούν τον φλοιό της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας και φθάνουν ώς το υπέδαφος της εθνικής ιδεολογίας, της φυλετικής ανωτερότητας, του διάχυτου –σε όλα τα ελληνικά καφενεία, σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες –αντισημιτισμού. Του αντισημιτισμού που δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τη μιλιταριστική κυβέρνηση του Ισραήλ από τους Εβραίους, και τρέφεται από τα εύκολα σχήματα της συνωμοσιολογίας.

Στη σκηνή του δημαρχείου Θεσσαλονίκης φάνηκαν χθες οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει μια δημοκρατική κοινωνία απέναντι στο δηλητήριο που απειλεί να την καταλύσει. Τους φασίστες δεν τους νικάς υιοθετώντας τους τρόπους τους –διαπομπεύοντάς τους και απειλώντας τους με εκτελέσεις. Και αντιστρόφως: οι εχθροί της δημοκρατίας κερδίζουν όταν οι υπερασπιστές της ανταγωνίζονται για το ποιος είναι περισσότερο δημοκράτης.

Θα πει κανείς, και τι έγινε; Τι άλλαξε που ο δήμαρχος κρέμασε στο πέτο του ένα αστέρι; Αλλάζει ο κόσμος με τέτοιες θεατρικότητες; Πτοούνται με κάτι τέτοια οι νεοναζί; Θα πάψουν μήπως να καίνε τα μυαλά μιας ολόκληρης γενιάς με τα αναβολικά της εθνικής τεστοστερόνης και της ξενοφοβικής μανίας;

Οντως. Τίποτε δεν άλλαξε. Το μόνο που μένει είναι η εικόνα. Η στάση του πρώτου πολίτη μιας πόλης ακόμη ασυμφιλίωτης με το εβραϊκό παρελθόν της. Το ισχνό αποτύπωμα μιας μετρημένης δημοκρατικής άμυνας, γειωμένης στην Ιστορία. Το μόνο που μένει είναι ο απόηχος μιας σιωπηρής κραυγής.