Μία σημαντική απλοποίηση του φορολογικού πλαισίου αποκαλύπτουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ»: η απαλλαγή από το καθεστώς ΦΠΑ των επιχειρήσεων με τζίρο κάτω των 10.000 ευρώ συρρικνώνει το χαρτοβασίλειο των λογιστηρίων και μειώνει το διοικητικό κόστος για το Δημόσιο – φυσικά, σημαίνει και ταμειακό όφελος για τον κρατικό κορβανά, αφού θα λιγοστέψουν οι επιστροφές ΦΠΑ!

Επομένως, η αλλαγή είναι καλοδεχούμενη από όλους, αλλά βεβαίως δεν αποτελεί λύση για το μείζον πρόβλημα της έμμεσης φορολογίας στη χώρα μας, που είναι η απόκρυψη του ΦΠΑ: οι ειδικοί την εκτιμούν στα 10 δισ. ευρώ ετησίως – ένα ποσό που θα μπορούσε να καλύψει ανέτως όλες τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η πολυαναμενόμενη – αλλά ακόμα στα σκαριά – πρόβλεψη για απόδοση του ΦΠΑ μόνον μετά την πληρωμή τού σχετικού τιμολογίου θα μπορούσε να συμβάλει τόσο στη μείωση της φοροδιαφυγής όσο και στην ανακούφιση των επιχειρήσεων, οι οποίες τώρα αναγκάζονται να πληρώνουν φόρο για εισπράξεις που δεν έχουν ακόμα γίνει!

Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται εξορθολογισμός και απλοποίηση σε ολόκληρο το φορολογικό πεδίο: τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση – αλλά είναι προφανές ότι το πρόβλημα της φοροδιαφυγής δεν έχει επιλυθεί.

Για παράδειγμα, ακόμα αναμένονται τα κίνητρα για την πραγματοποίηση των συναλλαγών μέσω πιστωτικών καρτών: κάτι τέτοιο θα μετέφερε αυτομάτως μεγάλο μέρος της παραοικονομίας στη νόμιμη οικονομία – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δημόσια έσοδα.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι όσο δεν λαμβάνονται τέτοια μέτρα, μοιραία θα οδηγούμαστε στην υπερφορολόγηση των μισθών και των συντάξεων, όπως και των ακινήτων. Κάτι που έγινε σαφές με το «περίσσευμα» – δηλαδή, την παραπάνω επιβάρυνση για τους φορολογουμένους – που προκύπτει στην εκκαθάριση του ΕΝΦΙΑ, όπως αποκάλυψαν «ΤΑ ΝΕΑ».

Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να δεχθεί τη διαιώνιση της φορολογικής αδικίας. Απαιτείται επομένως άμεση δράση για τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής νομοθεσίας – για να πληρώνουν όλοι ανάλογα με τις δυνατότητές τους.