Ακούσατε, ακούσατε. Εστω κι αν η είδηση δεν διεκδίκησε ευρεία δημοσιότητα, τα μέλη ΔΕΠ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι επιλέγοντας να ψηφίσουν νέο πρύτανη τον καθηγητή Περικλή Μήτκα, επέλεξαν να βάλουν οριστικά τέλος στα χαρακτηριστικά που ανέδειξε η πρυτανεία Μυλόπουλου. «Η θέση που το ΑΠΘ πρέπει να έχει για να βοηθήσει την Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη είναι μία και είναι θέση ηγετική. Πρέπει να είναι πρώτο στην παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης, συνδιαμορφωτής των διεθνών επιστημονικών εξελίξεων, συμπαραστάτης της κοινωνίας στην προσπάθεια για πρόοδο και ανάπτυξη» ανέφερε στο διακηρυκτικό κείμενό του με το οποίο διεκδίκησε την εκλογή του ο νέος πρύτανης, συμπαρατασσόμενος με τις δυνάμεις που επιδιώκουν ένα άλλο Πανεπιστήμιο, το οποίο θα επενδύει στη γνώση, στην αριστεία, στη σύνδεση με την παραγωγή.

Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι ο πρύτανης που διοίκησε συνειδητά ένα πανεπιστήμιο επαρχίας. Επένδυσε στην ανυπακοή, συντάχθηκε με όσους επιχείρησαν να «ψαλιδίσουν» τον «νόμο Διαμαντοπούλου», έκανε τα πάντα για την υποβάθμιση του Συμβουλίου Διοίκησης και, σε κάθε περίπτωση, χρησιμοποίησε την πρυτανεία ως βήμα για να εξασφαλίσει υποψηφιότητα ευρωβουλευτή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι νοοτροπίες και οι πρακτικές του είναι πλέον, με δημοκρατικό τρόπο, παρελθόν. Η λογική Μυλόπουλου ηττήθηκε στο ΑΠΘ –και όπως φαίνεται, η τάση δείχνει να ηττάται και σε άλλα πανεπιστήμια της χώρας. Οσοι επένδυσαν στη στασιμότητα δεν υπολόγισαν τη θέληση των ανθρώπων που πρωτίστως έχουν λόγο για τα πανεπιστήμια: των καθηγητών.

Η Μεταπολίτευση φέρθηκε πολύ άσχημα στο Πανεπιστήμιο. Η αμφισβήτηση των αυθαιρεσιών της έδρας οδήγησε στην επιβράβευση του κομματισμού και της ήσσονος προσπαθείας. Το τέλος της δεκαετίας του 1970, θεωρήθηκε προοδευτικό το αριστερής προέλευσης σύνθημα «Οχι στην εντατικοποίηση», τόσο προοδευτικό ώστε να αντικαταστήσει το δασκαλίστικο «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα», με το οποίο πορεύονταν τα μέλη της ΚΝΕ. Διεκδικήθηκε λοιπόν το «δημοκρατικό» πανεπιστήμιο που, στην πραγματικότητα, ήταν βιομηχανία παραγωγής πτυχίων, τα οποία οδηγούσαν στον συνεχώς διευρυνόμενο δημόσιο τομέα. Κανείς δεν υπολόγιζε τα λεφτά κι η ανταγωνιστικότητα δεν ενδιέφερε κανέναν, αντίθετα φαινόταν φυσιολογικό να φεύγουν οι έλληνες φοιτητές έξω για σπουδές. Υπέρτατη αξία ήταν ο συνδικαλισμός –ο φοιτητικός οδηγούσε στα κόμματα, ο καθηγητικός στις πρυτανείες.

Αυτό το μοντέλο, ευτυχώς, χρεοκόπησε. Ακόμα κι αν δεν το κατάλαβαν όσοι το τροφοδότησαν, όσοι το υπέθαλψαν (ανάμεσά τους και ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, Θεοδόσης Πελεγρίνης), όσοι το συντήρησαν (του τέως υπουργού Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου συμπεριλαμβανομένου) κι όσοι, πιθανόν, ακόμα το ανέχονται, το ελληνικό Πανεπιστήμιο μπαίνει στην εποχή της διεκδίκησης αριστείας και ανταγωνιστικότητας. Ξανά στην πρωτοπορία, δηλαδή, μιας κοινωνίας που δεν επιβιώνει αν δεν αλλάξει.