Εγχειρίδιο βλακείας ή εγχειρίδιο ευφυΐας; Κλείνοντας το καινούργιο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου είχα την εντύπωση πως διάβασα μάλλον το εγκώμιο του έξυπνου παρά την ανατομία του βλάκα. Ο έξυπνος άνθρωπος φαίνεται να είναι για τον συγγραφέα η επιτομή όλων των αρετών, που αναδεικνύονται εμφατικά μέσα από τα αντίστοιχα αρνητικά χαρακτηριστικά του ηλίθιου. Ο έξυπνος είναι και ευαίσθητος, ευθύς, ανεξίκακος, ανυστερόβουλος, μεγάθυμος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, δυνατός κ.λπ.

Δεν ξέρω, μπορεί να είναι κι έτσι. Μακάρι να είναι έτσι.

Για να πω την αλήθεια, γνωρίζω έξυπνους ανθρώπους που διέπραξαν τεράστιες βλακείες, και όχι μόνον άπαξ. Γνωρίζω και βλάκες που έκαναν ή είπαν έξυπνα πράγματα (ίσως λόγω βλακείας!). Οπότε, δεν είμαι σε θέση να χαράξω τα όρια ανάμεσα στην ευφυΐα και τη βλακεία με τόσο σίγουρο χέρι όσο ο Χαριτόπουλος, αν και αυτό μπορεί να δείχνει από μόνο του ότι δεν είμαι αρκετά έξυπνος.

Όχι πως διαφωνώ με τις βασικές διαπιστώσεις του. Πιστεύω κι εγώ πως υπάρχουν πολλά ριζώματα ηλιθιότητας στην ανθρώπινη κακία. Μόνο που και η εξυπνάδα δεν είναι, φευ, απαραίτητα η τροφός της καλοσύνης. Οι ψυχοπαθείς εγκληματίες, για να το τραβήξω λιγάκι στα άκρα, έχουν συχνά υψηλότατο ΙQ.

Εκείνο που μου έλειψε στο εγχειρίδιο του Χαριτόπουλου είναι, πώς να το πω, μια τραγική αίσθηση της μοίρας των έξυπνων, όπως τους ορίζει ο ίδιος, καθώς και το παραπλήρωμά της, μια πικρά ειρωνική, αλλά όχι γι΄ αυτό λιγότερο ρεαλιστική, εκτίμηση των ακαταμάχητων πλεονεκτημάτων που προσφέρει στους βλάκες η βλακεία τους. Ο Ολλανδός Ματάις φαν Μπόξελ, στην πρόσφατή του Εγκυκλοπαίδεια της βλακείας, έδειξε περισσότερη ευαισθησία σ΄ αυτό το ζήτημα. Στην αναμέτρηση με τον βλάκα ο έξυπνος βγαίνει κατά κανόνα νικημένος. Η βλακεία κάνει τον βλάκα πιο απρόβλεπτο απ΄ ό, τι η εξυπνάδα τον έξυπνο. Εκτός από αυτό, ο βλάκας απολαμβάνει τη μακαριότητα της άγνοιας και του υποτυπώδους ψυχισμού του, ενώ ο έξυπνος υπόκειται στους κινδύνους και τις φθορές της ανησυχίας του.

Για τον Χαριτόπουλο, όμως, ο έξυπνος είναι στεγανοποιημένος απέναντι στις επιδράσεις του βλακώδους περιβάλλοντός του. Δεν ανακατεύεται με το πλήθος, δεν μετέχει σε συλλογικά όργανα του ενός ή του άλλου είδους, δεν αναλώνεται συναισθηματικά στις πολύ προσωπικές σχέσεις του (αν έχει τέτοιες). Είναι μονήρης και αυτάρκης, τα βγάζει πέρα πάντα μόνος του. Πορεύεται τον μοναχικό δρόμο του με αριστοκρατική αταραξία και αυτοπειθαρχία, μολονότι δικαιούμαστε να ρωτήσουμε αν ο δρόμος αυτός τον οδηγεί σε κάποιο τέρμα διαφορετικό από την κοινή μοίρα όλων μας.

Ό λα αυτά δεν περιγράφουν τόσο μια πραγματικότητα όσο ένα ιδεώδες, εφικτό το πολύ πολύ για τους έξυπνους εκείνους που βρίσκονται στη ζηλευτή θέση να είναι απαλλαγμένοι από οικονομικές σκοτούρες και συναισθηματικά αδιάβροχοι. Το δεύτερο, βέβαια, δεν ξέρω αν είναι όντως ζηλευτό, ο Χαριτόπουλος πάντως έτσι φαίνεται να το βλέπει. Οι ηθικές αρετές που αποδίδει στον έξυπνο έχουν, δεν μπορώ να αποφύγω αυτή την εντύπωση, κάτι το ψυχρό. Εν πάση περιπτώσει, επειδή ο Χαριτόπουλος δεν μεγάλωσε σε σαλόνια και έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, θα συμφωνήσει, υποθέτω, ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι έξυπνοι άνθρωποι που ούτε οικονομικά αυτοδύναμοι είναι ούτε υπεράνω κοινωνικών υποχρεώσεων ή κοινωνικών αναγκών. Τι γίνεται με αυτούς; Πώς αξιοποιούν την ευφυΐα τους στις σχέσεις τους με τον περίγυρό τους, στη δουλειά τους, στην πάλη με τις αντιφάσεις της ζωής;

Από τη στιγμή που ο έξυπνος βγαίνει στο κουρμπέτι, δεν έχει απέναντί του

Διονύσης Χαριτόπουλος

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΒΛΑΚΕΙΑΣ

ΕΚΔ. ΤΟΠΟΣ, 2008 ΣΕΛ. 116, ΤΙΜΗ: 14 ΕΥΡΩ

τόσο τον βλάκα, που, στατιστικά, απαντά όχι συχνότερα από όσο ο ίδιος, μα κάτι πολύ χειρότερο, γιατί η παρουσία του είναι πληθυντική και η πολλαπλασιασμένη επίδρασή του είναι ένα αρνητικό γινόμενο με θεσμοποιημένη και φοβερή ισχύ: τον μέτριο. Στις σημερινές μετριοκρατούμενες κοινωνίες μας, με κραυγαλέο παράδειγμα φυσικά την ελληνική, ο έξυπνος είναι χαμένος σχεδόν από χέρι. Η δημιουργικότητά του (νά ένα πραγματικά θεμελιώδες γνώρισμα του έξυπνου!) ενοχλεί, ταράζει, εμποδίζεται, αγνοείται και τελικά μαραίνεται. Ο μέγας Λαβουαζιέ, όταν ζήτησε από το επαναστατικό δικαστήριο αναβολή της εκτέλεσής του ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει μια σειρά σημαντικά πειράματά του, εισέπραξε την εξής απάντηση: «Η δημοκρατία δεν χρειάζεται μεγαλοφυΐες». ΄Ηταν μια από τις πιο αληθινές φράσεις που έχουν ειπωθεί ποτέ. Μιλάμε, βέβαια, για τη μαζική δημοκρατία, που προαναγγέλθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση και έγινε πλήρως πραγματικότητα, με όλες τις απρόβλεπτες από τους θεωρητικούς της συνέπειες, στη δική μας εποχή.

Νομίζω πως το αριστοκρατικό ιδεώδες του κατά Χαριτόπουλο έξυπνου σηματοδοτεί στην πραγματικότητα μια αμυντική στάση απέναντι στην πλημμυρίδα των μέτριων μάλλον παρά των ηλιθίων. Συνειδητοποιώντας ότι το να προσπαθεί να εμπνεύσει τους συνασπισμένους μέτριους είναι σαν να θέλει να μάθει σε ιπποπόταμους να χορεύουν μπαλέτο (κάτι τέτοια γίνονται μόνο στη φαντασία ενός Ντίσνεϋ), ο έξυπνος αναζητεί την ελευθερία και την εσωτερική αρμονία στην απομόνωση ενός στεγανού ιδιωτικού κόσμου, συγκροτημένου από τον ίδιο με αυστηρές επιλογές.

Όταν ο Χαριτόπουλος λέει ότι οι πρώτοι που τρέχουν να ενταχτούν σε σωματεία, συλλόγους, οργανώσεις, επιτροπές, κυκλώματα είναι οι βλάκες, στην πραγματικότητα εννοεί τους μέτριους (οι βλάκες δεν φτάνουν για να γεμίσουν τόσους καταλόγους μελών). Και, με αυτή την έννοια, έχει απόλυτο δίκιο. Ο βλάκας έχει μια, θα έλεγα, αρνητική δημιουργικότητα. Μπορεί να κάνει ζημιά, αλλά συχνά διαταράσσει την ακινησία, ανοίγοντας συχνά καινούργιες προοπτικές. Αντίθετα, οι συσπειρωμένοι μέτριοι είναι η κατ΄ εξοχήν δύναμη της αδράνειας μιας κοινωνίας. Πράγματι, όπως σημειώνει ο Χαριτόπουλος, καμιά νέα ιδέα δεν γεννήθηκε σε επιτροπή, ενώ πολλές θάφτηκαν εκεί. Και, όπως ξέρουμε, ζούμε στην εποχή των επιτροπών.

Οι βλάκες σε βγάζουν έξω από τα ρούχα σου. Μπορούν και να σε βλάψουν άσχημα. Αλλά στιγμιαία. Οι μέτριοι, απεναντίας, θα σε τραβάνε μια ζωή από το πόδι μέσα στο τέλμα τους. Ο Χαριτόπουλος, μια χαρισματική προσωπικότητα με όλες τις αντιφάσεις της, κάτι πρέπει να έχει διδαχτεί από τη συγγραφική πορεία του και τη σχέση του με το αναγνωστικό κοινό του.