Στο καταπληκτικό Remember του Ατόμ Εγκογιάν, ταινία που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο Γράμμα από το παρελθόν, ο υπέργηρος πρωταγωνιστής αποφασίζει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς (του) με το παρελθόν επειδή είναι ο μόνος επιζών από το Αουσβιτς που μπορεί να θυμηθεί το πρόσωπο του γερμανού (επίσης υπέργηρου) δολοφόνου της οικογένειάς του όπως και εκείνης του καλύτερου φίλου του. Ο πρωταγωνιστής επομένως δρα επειδή θυμάται. Ή μήπως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο; Μήπως δρα ακριβώς επειδή δεν θυμάται, θύμα κι αυτός της άνοιας που ταλαιπωρεί τα γηρατειά του; Ας μη χαλάσουμε όμως την απόλαυση του αναγνώστη που δεν έχει δει ακόμη την ταινία, αποκαλύπτοντας το χιτσκοκικό φινάλε της. Ας σταθούμε στη φιλοσοφική διάσταση που τη διαπερνά. Τι είναι τελικά η μνήμη; Ατομική αλλά και συλλογική. Κίνητρο για δράση, εφαλτήριο και σημείο εκκίνησης ή «σιδερένιο κλουβί» που κρατάει δεμένους σε ένα εξωραϊσμένο και ηρωικό παρελθόν τα άτομα και τις κοινωνίες;

Εκπεσών άγγελος

Τα ίδια ερωτήματα από άλλη σκοπιά θίγει ο Τριστάν Γκαρσιά στο έξοχο βιβλίο του Φαμπέρ, ο καταστροφέας. Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών, ο περίπου τριάντα πέντε ετών συγγραφέας και «τρομερό παιδί» των γαλλικών γραμμάτων ξεκινά την αφήγησή του (συμπτωματικά, και αυτός) από ένα γράμμα. Μια επιστολή που λαμβάνουν ο Μπαζίλ και η Μαντλέν από τον παιδικό τους φίλο Φαμπέρ, σημάδι ότι ο τελευταίος βρίσκεται σε κίνδυνο και έχει την ανάγκη τους. Πάνω σε αυτό το γεγονός ο Γκαρσιά ξεδιπλώνει μια πλοκή που δεν προδίδει ποτέ το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ηρωες του βιβλίου είναι οι παραπάνω τρεις παιδικοί φίλοι, τους οποίους ο συγγραφέας εικονογραφεί με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Φαμπέρ, αναμφίβολος πρωταγωνιστής της ιστορίας, είναι ένα παιδί μεταναστών, εγκαταλελειμμένο από τη βιολογική του μητέρα, μεγαλωμένο σε ιδρύματα ή υιοθετημένο από γαλλικές οικογένειες. Ενα χαρισματικό παιδί και «ο καλύτερος έφηβος που είδε το φως στην πόλη», όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Ο συγγραφέας είναι πολύ γενναιόδωρος στο «χτίσιμο» της προσωπικότητάς του, αποδίδοντάς του χαρίσματα που φαντάζουν ενίοτε εξωπραγματικά, πιθανόν και ενοχλητικά εκτός πραγματικότητας. Εκπεσών άγγελος στη νιότη του, ο Φαμπέρ έχει μεταβληθεί σε ένα είδος «διαβόλου» και το όνομά του που κάποτε ήταν υπόσχεση για κάτι μεγάλο, εξελίχθηκε σε κατάρα για όσους τον αγάπησαν. Δίπλα του ο Μπαζίλ και η Μαντλέν, παιδικοί του φίλοι από τα χρόνια του σχολείου, προσωπικότητες αδιάφορες, επιτομή του μέσου όρου, άτομα παντελώς ανίκανα να αφήσουν το στίγμα τους στον χρόνο. Ωστόσο, ακριβώς για τον λόγο αυτόν ο Μπαζίλ και η Μαντλέν επιβιώνουν. Ενσωματώνονται στο σύστημα, αδυνατούν να αρθρώσουν κριτική, βυθίζονται στην αδράνεια της επαρχιακής πόλης τους, υποκρίνονται τους ευτυχισμένους νέους οικογενειάρχες με την τακτοποιημένη επαγγελματική και οικογενειακή ζωή. Ο Φαμπέρ, αντιθέτως, πληρώνει το τίμημα της διαφορετικότητάς του. Γίνεται αποσυνάγωγος, ξένο σώμα σε μια κοινωνία που ξέρει να τιμωρεί απομακρύνοντας και περιθωριοποιώντας τα καλύτερα παιδιά της. Δίπλα στους τρεις παιδικούς φίλους, ένας «αόρατος» πρωταγωνιστής που κάνει εμφανή την παρουσία του στο τέλος του βιβλίου «ξεκλειδώνοντας» τις ασάφειες που έχουν εν τω μεταξύ γεννηθεί στον αναγνώστη: ο Τριστάν.

Ο αναγκαίος καταλύτης

Alter ego, από ό,τι φαίνεται, του συγγραφέα (ο συγγραφέας τού δανείζει το όνομά του), ο Τριστάν αποτελεί τον αναγκαίο καταλύτη για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να φτάσει η ιστορία στη δραματική κορύφωσή της. Ο Μπαζίλ και η Μαντλέν για να επιβιώσουν θα πρέπει να κλείσουν και αυτοί τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, «σκοτώνοντας» τον άνθρωπο που αποτέλεσε ζωντανή απόδειξη για τη θλιβερή μετριότητά τους. Στο πλαίσιο αυτό ο Φαμπέρ θα μπορούσε να είναι (και μάλλον είναι) μια αλληγορία. Ο συγγραφέας το λέει ξεκάθαρα εξάλλου, βάζοντας στο στόμα του συνονόματού του Τριστάν τα παρακάτω λόγια: «Ημαστε παιδιά της μεσαίας τάξης μιας μεσαίας χώρας της Δύσης, δυο γενιές μετά από έναν πόλεμο κερδισμένο, μια γενιά μετά από μια επανάσταση χαμένη. Δεν ήμαστε ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, δεν νοσταλγούσαμε την αριστοκρατία, δεν ονειρευόμαστε καμιά ουτοπία και η δημοκρατία μάς ήταν αδιάφορη. […] Είχαμε σπουδάσει, είχαμε μάθει να σεβόμαστε την τέχνη και τους καλλιτέχνες, μας άρεσε να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, αλλά και να ονειρευόμαστε […] περιφρονώντας τη βλακεία, μισώντας, όπως τους αξίζει, την αυταρχική εξουσία και την καθεστηκυία τάξη» (σελ. 471). Κοντολογίς, όπως έχει ήδη επισημανθεί, το βιβλίο αποτελεί μια έξοχη αποτύπωση εκείνης της γενιάς η οποία μεγάλωσε με ασφάλεια σε ένα περιβάλλον αριστερής ηγεμονίας και ελπίδων που στήθηκε την επαύριον του Μάη του ’68, είδε ωστόσο τα όνειρά της να συντρίβονται στα βράχια του νεοφιλελευθερισμού, της οικονομικής κρίσης και της γείωσης που έφερε η συνειδητοποίηση της πολυπλοκότητας των πραγμάτων. Θυμίζουν κάτι όλα αυτά;
Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η λήθη ως κάθαρση

Το τσεκούρι του πολέμου πρέπει να θαφτεί

Το βιβλίοΦαμπέρ, ο καταστροφέαςέχει σαφώς τη λογοτεχνική του αξία, ακόμη μεγαλύτερη σημασία όμως έχει η φιλοσοφική ψηλάφηση των αδιεξόδων μιας γενιάς αντιηρωικής, για την οποία η ανάμνηση των ιστορικών στιγμών που έζησαν οι γεννήτορές της είναι οδυνηρή, βασανιστική, τραυματική. Η αλληγορική διάσταση του Φαμπέρ εξηγεί επομένως και την εξωπραγματική του εικονογράφηση, αφού για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα «[ο Φαμπέρ ίσως] ήταν ένα πρόσωπο της μυθοπλασίας που παρεμβλήθηκε στην πραγματικότητα. Με τον ίδιο τρόπο που οι λέξεις, τα σύμβολα, οι ιδέες συνυπάρχουν με τα υλικά αντικείμενα, ο Φαμπέρ συνυπήρχε με εμάς και με τον εαυτό του. Δεν αναφέρομαι στο πρόσωπο με σάρκα και οστά που ήταν ο Φαμπέρ, αλλά σ’ αυτό που θέλαμε όλοι, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου, να είναι» (σελ. 475-6). Αν στην εκπληκτική ταινία του Εγκογιάν ο πρωταγωνιστής δρα επειδή θυμάται ή για την ακρίβεια επειδήνομίζει ότι θυμάται, στο βιβλίο του Τριστάν Γκαρσιά οι ήρωές τουπρέπει να ξεχάσουνπροκειμένου να βρουν την κάθαρση. Το τσεκούρι του πολέμου πρέπει να θαφτεί βαθιά στις ερήμους της μνήμης, ώστε οι ηρωικές στιγμές να πάψουν να βασανίζουν τις μετριότητες υπενθυμίζοντας συνεχώς την ασημαντότητα της ύπαρξής τους. Απογοητευτικό, θα έλεγα.

Tristan Garcia

Φαμπέρ, ο καταστροφέας

Μτφ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου

Εκδ. Πόλις, 2016, Σελ. 492

Τιμή 20 ευρώ