Υπάρχουν μυθιστορήματα που χαρακτηρίζονται ως τα magnum opi της εποχής τους. Δηλαδή κορυφαία έργα, που τυγχάνουν μέγιστης αναγνωρισιμότητας. Είναι το «Confiteor» (μετάφραση: ομολογώ, εξομολογούμαι σοι, Κύριε) του καταλανού λόγιου Ζάουμε Καμπρέ ένα ανάλογου μεγέθους επίτευγμα; Είναι νωρίς ακόμη να το πει κανείς, έστω και αν έχει κάνει εντύπωση διεθνώς. Στην Ελλάδα, επίσης, υπήρξε το φετινό καλοκαίρι εκδοτικό γεγονός. Εγινε θέμα συζήτησης και πήγε και εμπορικά καλά, με έξι ανατυπώσεις (κοντά στα 12.000 αντίτυπα), παρά το μέγεθός του. Το σίγουρο είναι πως εδώ παρακολουθούμε έναν αμφίρροπο αγώνα διαρκείας, μια διελκυστίνδα μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας, της γλώσσας και της Ιστορίας. Τα ζεύγη εναλλάσσονται μέσα στους αιώνες. Από τον 14ο αιώνα σχεδόν έως τις μέρες μας. Ενα άχρονο πλαίσιο με έντονα σημεία στίξης, όπου γύρω τους ξεδιπλώνεται το πλήθος των δραματουργικών επεισοδίων του βιβλίου. Μια επίπονη εξερεύνηση τού κατά πόσο η δύναμη, η μνήμη, ο έρωτας, η θυσία, η γλώσσα και άρα η συνείδηση στροβιλίζονται γύρω από το Κακό ως θεμελιώδες στοιχείο της Ιστορίας.

Ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο, που αρκετές φορές μεταβάλλεται σε τρίτο όταν χρειάζεται να επέμβει ο συγγραφέας, είναι ο 65χρονος Αντριά Αρντέβολ. Μέσα σε άπειρες σημειώσεις, τεμαχισμένες μνήμες, κυνηγημένος από την Αλτσχάιμερ, κοιτά πίσω τα σπαράγματα της ζωής του και θα προσπαθήσει να τα αφηγηθεί πριν αυτά εξαϋλωθούν. Ο Αντριά Αρντέβολ είναι το παιδί-θαύμα της γλωσσολογίας. Γνωρίζει σχεδόν όλο το φάσμα των γλωσσών που συναποτελούν σήμερα το ευρωπαϊκό μωσαϊκό. Προέρχεται από ένα μεγαλοαστικό σπίτι, όπου δεν γνώρισε ποτέ την αγάπη. Ο πατέρας Φέλιξ Αρντέβολ, ένας διάσημος συλλέκτης, επιβάλλει τη θέλησή του με οποιοδήποτε μέσο. Βρίσκει ανατριχιαστικό θάνατο. Ενα σπάνιο βιολί Στοριόνι, το περίφημο Βιάλ, θα αποτελέσει το αγώγιμο υλικό απ’ όπου θα περάσουν οι εφιάλτες και οι επιδιώξεις που σμιλεύουν την ανθρώπινη απληστία. Ο Αντριά ανδρώνεται με υπεκφυγές και αυταπάτες. Φοβάται πως δεν δίνεται ολοκληρωτικά στην τέχνη και στον έρωτα. Συνεχώς κάποιος κρίκος λείπει. Η ευτυχία εξαφανίζεται μόλις τον συναντήσει. Ανακαλύπτει και πλάθει μέσα από τη βιτγκενσταϊνική σκέψη του τη σκοτεινή σύνδεση της Ιεράς Εξέτασης με τη ναζιστική ελίτ, την ενοχή της επιβίωσης μετά τα στρατόπεδα, την απώλεια της πίστης, τα εγκλήματα των ιδεολογημάτων. Η υπόστασή του μεταβάλλεται στον χρόνο. Μετατρέπεται σε εξόριστο μοναχό, εξολοθρευτή Ναζί γιατρών, μύστη κατασκευαστή μονάκριβων βιολιών, κυνηγημένο κληρονόμο των θανάσιμων αλισβερισιών του πατέρα, μελοδραματικό εραστή, θεματοφύλακα της τέχνης που θα σκοτώσει ενδεχομένως ό,τι αγαπά για να απελευθερωθεί. Ενας πληθυντικός ήρωας, που ζει στις σκιές του Πρίμο Λέβι.

Επικοινωνήσαμε με τον Ζάουμε Καμπρέ στη Βαρκελώνη για να μοιραστεί μαζί μας μερικές από τις σκέψεις του. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον μεταφραστή του «Confiteor» Ευρυβιάδη Σοφό για τη μεταφορά των απαντήσεων του συγγραφέα από τα ισπανικά.

Ποια ήταν η κύρια ιδέα πίσω από το «Confiteor»;

Δεν έχω αφετηρία μία ιδέα, συνήθως, όταν ξεκινάω ένα μυθιστόρημα. Συμβιώνω με τα πρόσωπα, τα κάνω να μιλούν και να κινούνται πριν να υποψιαστώ ή διαισθανθώ τι είδους ιστορίες μπορούν να μου δώσουν.

Η «ιδέα» μου προκύπτει κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να απαντήσω κάθετα για το ποια είναι η κεντρική ιδέα του «Confiteor». Μάλλον το αφήνω στα χέρια των αναγνωστών, οι οποίοι σίγουρα μπορεί να έχουν διαφορετικές γνώμες. Χάρη στις εμμονές του Αντριά έφτασα στο προσωρινό συμπέρασμα ότι ο πυρήνας που κρατάει δεμένο το σύνολο του μυθιστορήματος είναι το ενδιαφέρον του να καταλάβει το Κακό. Ο Αντριά (και παραδέχομαι ότι κι εγώ μαζί του) προς το τέλος του μυθιστορήματος φτάνει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την αιτία του Κακού. Φτάνει σ’ αυτό το συμπέρασμα όταν νιώθει ανίκανος να συνεχίσει το δοκίμιο για το Κακό που γράφει εκείνες τις μέρες. Εγκαταλείπει τα χαρτιά του δοκιμίου και μας εξηγεί όλα όσα υπάρχουν στο «Confiteor»! Εγκαταλείπει την περισυλλογή και βυθίζεται στην αφήγηση ως μοναδικό εργαλείο ικανό να μας κάνει να καταλάβουμε το Κακό.

Γράφετε κάπου: «Από τα αθώα πράγματα μπορούν να ξεπηδήσουν οι πιο αδιανόητες τραγωδίες» (σελ. 89). Μια υπαρξιακή ειρωνεία για τους απανταχού σωτήρες;

Θα έλεγα ότι αυτή η φράση περιγράφει την αφηγηματική δημιουργία. Εγώ ο ίδιος, όταν αρχίζω να γνωρίζω τα πρόσωπά μου, κάνω αυτήν τη σκέψη: αυτό το παιδί, ο Αντριά, μέχρι πού μπορεί να με πάει; Μέχρι πού; Σαφώς, αν το δει κάποιος από άλλη οπτική γωνία, ο Αντριά υποβαθμίζει τις πράξεις των «σωτήρων» της ανθρωπότητας, που είναι τυφλωμένοι από την ιδεολογία και την επιθυμία τους για εξουσία.

Η εξερεύνηση της γλώσσας αποτελεί βασικό παράγοντα της αφήγησης. Τελικά, κατοικούμε μια γλώσσα και πόσο σημαντικό είναι αυτό για έναν καταλανό συγγραφέα;

Είμαι πεπεισμένος ότι κατοικούμε μια γλώσσα. Δεν ξέρω αν μ’ αυτούς τους όρους, αλλά αυτό υποστηρίζει ο Βίτγκενσταϊν. Ζούμε «σε» και «με» μια γλώσσα και σκεφτόμαστε συγκεκριμένα με λέξεις και έννοιες αυτής της γλώσσας. Κατοικούμε μια γλώσσα είτε μιλιέται από εκατομμύρια ανθρώπους είτε είναι μειονοτική είτε είναι επίσημη γλώσσα στη χώρα της είτε καταδιώκεται είτε όχι. Ακόμα κι αν βρίσκεται σε διαδικασία εκμηδένισης κι εξαφάνισης, ζούμε και κατοικούμε μια γλώσσα. Η γλώσσα είναι αυτό που μας ενώνει ως κοινότητα. Γι’ αυτό, όταν κάποιος με ρωτάει γιατί γράφω στα καταλανικά και όχι στα γαλλικά ή στα ισπανικά που είναι πιο δυνατές γλώσσες, δεν μπορώ να μην ξαφνιαστώ. Για ποιο λόγο να αλλάξω γλώσσα όταν γράφω λογοτεχνία; Ολα όσα λέω στα καταλανικά θα έχαναν δύναμη (αν την έχουν τελικά) γραμμένα από μένα σε άλλη γλώσσα. Εγώ δεν θα μπορούσα να εκφραστώ λογοτεχνικά σε καμία άλλη γλώσσα εκτός από τη δική μου. Και η γλώσσα μου έχει προβλήματα, αυτό είναι αλήθεια. Οταν η Καταλωνία γίνει ανεξάρτητη, θα έχει επαρκή δύναμη για να επιδιώξει με αξιοπρέπεια την επιβίωση της καταλανικής γλώσσας. Καθημερινά πεθαίνει μια γλώσσα σε κάποιο μέρος και μαζί της μια διαφορετική οπτική του κόσμου. Επιστροφή στον Βίτγκενσταϊν: βλέπουμε, σκεφτόμαστε και καταλαβαίνουμε μέσα από τη γλώσσα. Ο θάνατος μιας γλώσσας είναι μια τραγωδία. Η απαγόρευση της χρήσης μιας γλώσσας (όπως συνέβη με μας τους Καταλανούς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο και που εγώ έζησα ως παιδί) είναι μία από τις πιο σκληρές αποφάσεις που μπορούν να εφεύρουν οι δικτάτορες. Οποιος δεν έχει αισθανθεί τη γλώσσα του να απειλείται, ίσως να ξαφνιαστεί από τις κουβέντες μου. Επίσης θα υπάρξουν κάποιοι που ίσως να υποβαθμίσουν το ζήτημα ή ίσως να το αρνηθούν λέγοντας «δεν έχει σημασία τι γλώσσα μιλάς: το ζήτημα είναι να συνεννοείσαι». Το θέμα είναι να εκφράζεσαι, να συνεννοείσαι και όλοι να νιώθουμε ελεύθεροι με την ίδια μας τη γλώσσα.

Στο βιβλίο βάζετε το ζήτημα, πώς η μνήμη και η δύναμη έρχονται κοντά με το Κακό. Πείτε μας περισσότερα για τη σύνδεση αυτή.
Μνήμη κι εξουσία. Με άλλα λόγια: την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Οι νικητές μπορούν ακόμα και να κατασκευάσουν μια πλασματική μνήμη. Αφού σου απαγορεύσουν τη γλώσσα σου ή αφού σου πουν τι συνέβη (σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή), είναι αδύνατο να μην τους ενδιαφέρει να σου πουν και τι πρέπει να σκέφτεσαι. Αυτή ήταν μια βασική ιδέα του προηγούμενου μυθιστορήματός μου «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο», που εκδόθηκε στην Ελλάδα το 2009, μεταφρασμένο επίσης από τον Ευρυβιάδη Σοφό.

«Θα μπορούσα να κάνω ένα μυθιστόρημα που να μην τελειώνει ποτέ…»

Ποιος είναι πραγματικά ο Αντριά Αρντέβολ;

Ο πραγματικός Αντριά Αρντέβολ δεν υπάρχει. Αυτό το πρόσωπο είχε τη μοίρα που εγώ αποφάσισα για εκείνο, δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος για να μη χαλάσω στοιχεία της πλοκής στους αναγνώστες που δεν έχουν ολοκληρώσει το βιβλίο. Είναι πάντως σαφές ότι η φαντασία και η ευαισθησία τον κάνουν να καταλαβαίνει και να φιλοξενείται σε ρόλους πολύ διαφορετικούς, όπως κάνουμε οι συγγραφείς με τα πρόσωπά μας: τα αγαπάμε όλα (αν είναι καλοφτιαγμένα) ακόμα κι αν είναι πραγματικά ανόητα ή αιμοδιψή. Ο Αντριά προσεγγίζει πρόσωπα αρκετά διαφορετικά από εκείνον, που όμως τον βοηθούν να εξηγήσει τις πτυχές πολλών ιστοριών αφού η πρόθεσή του είναι να καταλάβει την Ιστορία.

O αναγνώστης έχει την αίσθηση πως οι ιστορίες είναι επινοημένες από τον ήρωα και ταυτόχρονα μεταφέρουν την ιστορική αλήθεια της εποχής τους. Πώς το πετυχαίνετε αυτό;

Καθώς γνωρίζω τα πρόσωπα που μου προκύπτουν αυθαίρετα, καθώς τα εμπιστεύομαι, αυτά τα ίδια μου δίνουν ιστορίες ή καινούργια πρόσωπα κι η δουλειά μου είναι να δώσω νόημα σε όλες τις ιστορίες και να βρω τρόπο να τις συσχετίσω. Είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις έτσι γιατί μπορεί να κάνεις λάθος, μπορεί να περάσεις χρόνια μπροστά σ’ έναν αφηγηματικό κόσμο που, στο τέλος, ανακαλύπτεις ότι δεν έχει νόημα. Και πάντα, όταν παραδίδεις το μυθιστόρημα στον εκδότη, το κάνεις με την αίσθηση ότι θα μπορούσες να γράψεις κάτι άλλο ή ότι ίσως όλα όσα έγραψες να μην έχουν νόημα. Μου πήρε οκτώ χρόνια για να γράψω το «Confiteor» και στο τέλος του βιβλίου προειδοποιώ: «Θεωρώ αυτό το μυθιστόρημα οριστικά ημιτελές στις 27 Ιανουαρίου 2011…» γιατί έτσι αισθάνομαι όταν το μυθιστόρημα απομακρύνεται από μένα: θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω, να ψάχνω στα πρόσωπα ή σε άλλες ιστορίες, θα μπορούσα να κάνω ένα μυθιστόρημα που να μην τελειώνει ποτέ… Τι να πω; Είναι τρελό.

Ποιος είναι

Η διάδοση της καταλανικής κουλτούρας

Ο Ζάουμε Καμπρέ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1947. Σπούδασε καταλανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και έχει συμβάλει τα μέγιστα στη διάδοση της καταλανικής κουλτούρας. Η εφημερίδα «El Mundo» χαρακτήρισε το τελευταίο του μυθιστόρημα «Confiteor» ως «κείμενο που μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που βλέπουμε τον σύγχρονο κόσμο». Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έχει πουλήσει πάνω από ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα, κερδίζοντας αρκετά βραβεία. Ανάμεσά τους τα: Premi de la Critica Catalana (2012), Premi de la Critica Serra d’Or (2012) και Prix Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα (2013). Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί άλλος ένας τίτλος του: «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» (μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Πάπυρος, 2008). Ο Ζάουμε Καμπρέ γράφει επίσης θεατρικά έργα και σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.

Jaume Cabre

Confiteor

Μτφ. Ευρυβιάδης Σοφός

Εκδ. Πόλις, 2016, σελ. 736

Τιμή 22 ευρώ