Τι ψάχνει ο Γιώργος Κακουλίδης στο τελευταίο του πεζό με τον παράδοξο τίτλο «Η Λέσχη της στιγμής»; (Εκδ. Λιβάνη). Και γιατί συλλέγει και το παραμικρότερο κουρελάκι της ζωής του και του δίνει σχήμα, διαστάσεις και χρώμα;

Και πώς τοποθετεί όλα αυτά τα, κατ΄ ουσίαν, ασύνδετα μεταξύ τους ξέφτια του καθημερινού βίου το ένα δίπλα στο άλλο και επιχειρεί τη μείζονα σύνθεση; Θα το πω από την αρχή μια και καλή: Η Λέσχη της στιγμής, την οποία επικαλείται ο Κακουλίδης, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Λέω πως δεν υπάρχει διότι η αμέσως επόμενη στιγμή, που έρχεται κολλητά στην πρώτη, ακυρώνει τη συγκεκριμένη Λέσχη, η οποία και καταντάει μια ουτοπία. Ο συγγραφέας μπλοφάρει. Σας μπέρδεψα; Ελπίζω πως όχι. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στο βιβλίο του Κακουλίδη, ο ήρωας βγαίνει από τη φυλακή για να συναντήσει τα φαντάσματα του παρελθόντος του που ζουν και βασιλεύουν μέσα στην πόλη μας, πλάσματα με τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες ορέξεις όπως κι εμείς. Θα περάσει καλά ο αφηγητής; Θα διασκεδάσει; Ή μήπως θα βασανιστεί και θα υποφέρει;

Το βιβλίο, που είναι γραμμένο με απίστευτο κέφι και δεν σε αφήνει ούτε μία στιγμή να πλήξεις, εξελίσσεται άλλοτε σαν σχολική εκδρομή εφήβων τρελαμένων με τον εαυτό τους, άλλοτε σαν το πιο ανισόρροπο καρναβάλι και άλλοτε σαν σκοτεινός εφιάλτης. Όποιος ακολουθήσει τη Λέσχη της στιγμής, σε όποιον δηλαδή αποκαλυφθεί ο τρόπος να μετρήσει τον χρόνο, αυτός και θα παρατήσει οικογένεια, δουλειά, σπίτι, παιδιά και ό,τι άλλο τον κρατάει δεμένο σε αυτή την ψεύτικη ζωή, θα υψώσει τη στιγμή του σε μέγα πάθος και αυτό του το πάθος θα το πληρώσει στο τέλος με το όνομά του και με την ίδια του την υπόσταση.

Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος είναι σκηνοθέτης και ποιητής