Διέταξαν ή όχι οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους να υποβληθούν όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια ηλικίας 11 έως 46 χρόνων της Μοσούλης σε ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων; Το ανακοίνωσε η Ζακλίν Μπάντκοκ, συντονίστρια ανθρωπιστικών υποθέσεων του ΟΗΕ στο Ιράκ, το διέψευσε το Isis, επιμένουν πως ισχύει κάτοικοι της Μοσούλης και κούρδοι αξιωματούχοι. Το μόνο βέβαιο είναι πως οι τζιχαντιστές του Isis είναι για τα ανθρώπινα δικαιώματα ό,τι ο θάνατος για τη ζωή. Το επιβεβαιώνει (και) το τελεσίγραφο που έδωσαν στις 1.500 οικογένειες χριστιανών που είχαν απομείνει στη Μοσούλη: προσηλυτισθείτε στο Ισλάμ, πληρώστε θρησκευτικό φόρο ή ετοιμασθείτε να πεθάνετε.

Η Μοσούλη, η μεγαλύτερη πόλη του Βόρειου Ιράκ, ήταν κάποτε από τις πιο πολυπολιτισμικές πόλεις της χώρας. Φιλοξενούσε σιίτες και Σαμπάκ, Τουρκμένους και Γεζίντι καθώς και ασσύριους και χαλδαίους χριστιανούς. Χριστιανοί ζούσαν εκεί εδώ και δύο χιλιετίες. Οχι πια. Τον διωγμό τους δεν τον ξεκίνησε βέβαια το Isis, προηγήθηκαν πολλές επιθέσεις από άλλες εξτρεμιστικές ομάδες. Πριν από την εισβολή του 2003 ζούσαν στο Ιράκ περίπου 1,2 εκατομμύρια χριστιανοί, σήμερα εκτιμώνται στους 500.000. Προτού πέσει στα χέρια των τζιχαντιστών τον Ιούνιο, στη Μοσούλη ζούσαν 5.000-25.000 χριστιανοί. Σήμερα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες εκατοντάδων ανθρώπων που έχουν βρει πια καταφύγιο σε περιοχές ανάμεσα στη Μοσούλη και την Αρμπίλ –την πρωτεύουσα του ιρακινού Κουρδιστάν –που ελέγχονται από κούρδους πεσμεργκά δεν ζει ούτε ένας.

Πολλοί χριστιανοί τράπηκαν σε φυγή με την άφιξη των τζιχαντιστών. Οι υπόλοιποι διηγούνται την ίδια ιστορία. Δεν μιλούν για χάος. Αλλά για μια ψυχρή, αδίστακτη οργάνωση –που έχει ήδη διακηρύξει την εγκαθίδρυση ενός «χαλιφάτου» στα εδάφη που ελέγχει στο Ιράκ και στη Συρία. «Τις πρώτες τρεις εβδομάδες, οι άνδρες του Ισλαμικού Κράτους δεν ασχολήθηκαν με εμάς.

Επιτίθεντο μόνο στους σιίτες στρατιώτες και τους αστυνομικούς». «Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι». «Δεν είχαμε ελευθερία, αλλά εντάξει. Εμείς, οι γυναίκες, φορούσαμε μακριά φορέματα και χιτζάμπ για να περνάμε απαρατήρητες».

Η κατάσταση άλλαξε στις 16 Ιουλίου. Εκείνο το βράδυ, οι τζιχαντιστές επισκέφθηκαν κάθε χριστιανική οικογένεια. «Ζωγράφισαν με κόκκινη μπογιά σε όλα τα σπίτια ένα Ν μέσα σε έναν κύκλο». «Ν», όπως «νασαράχ», η λέξη που χρησιμοποιείται για τους χριστιανούς στο Κοράνι. «Ζήτησαν τα τηλέφωνά μας, μας είπαν να μη διστάσουμε να τους καλέσουμε αν είχαμε κάποιο πρόβλημα. Νόμιζα ότι θα μας προστάτευαν». Το επόμενο βράδυ, οι τζιχαντιστές ξαναπέρασαν. Ξυπνώντας, οι χριστιανοί ανακάλυψαν, δίπλα στο κόκκινο «Ν», με μαύρη μπογιά, την επισήμανση «Ιδιοκτησία του Ισλαμικού Κράτους».

Το τελεσίγραφο δόθηκε αμέσως μετά την πρωινή προσευχή της Παρασκευής, μέσα από φυλλάδια και τα μεγάφωνα των τζαμιών. Οι χριστιανοί είχαν ώς το μεσημέρι του Σαββάτου να αποφασίσουν.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που κατέγραψαν η «Μοντ» και η «Γκάρντιαν», οι τζιχαντιστές τούς άφησαν μεν να φύγουν, μόνο όμως με τα ρούχα που φορούσαν. Τους σταματούσαν σε οδοφράγματα και τους αφαιρούσαν χρήματα, κινητά τηλέφωνα, αποσκευές, «ακόμη και τα σκουλαρίκια από τα αφτιά των γυναικών», κάποιες φορές ακόμη και το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν, υποχρεώνοντάς τους να συνεχίσουν πεζή.

Οι ίδιες μαρτυρίες μιλούν για εκκλησίες που έγιναν τζαμιά, εικόνες και βιβλία που πετάχτηκαν στην πυρά, αγάλματα που καταστράφηκαν. «Είναι άγριοι», συνόψισε ο Σαράμπ Χαζέμ. «Δεν απέμεινε κανείς», δήλωσε ο Μπασέμ Φαντέλ Ζαργκίτ. «Δεν είναι μόνο οι χριστιανοί. Στο στόχαστρο βρίσκονται και οι σιίτες».