Το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας έχει ιστορία σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών. Τα θεμέλια μπήκαν με ένα ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκίνησε με τη βοήθεια της Αιγύπτου και της Σοβιετικής Ενωσης. Στη συνέχεια, η Δαμασκός διεύρυνε το δίκτυο της συνεργασίας πληρώνοντας αδρά για τεχνογνωσία και υλικά. Οι πωλητές χάρη στους οποίους η Συρία τελειοποίησε το οπλοστάσιό της ήταν η Βόρεια Κορέα, η Γερμανία, η Γαλλία και το Ιράν. Η παραλαβή του υλικού γινόταν από μια υπηρεσία που εμφανιζόταν ως επιστημονικό κέντρο και είχε συνδέσμους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με αμερικανική έκθεση, ο βασικότερος χορηγός βοήθειας ήταν το Ιράν.

Οι Ιρανοί είχαν δοκιμάσει στο πετσί τους τις μη συμβατικές επιθέσεις των Ιρακινών κατά τη διάρκεια του πολέμου που διήρκεσε από το 1980 έως το 1988. Οι βαριές απώλειες τους ώθησαν να εμπλουτίσουν με χημικά το δικό τους οπλοστάσιο για να πληρώσουν τον εχθρό με το ίδιο νόμισμα. Στη συνέχεια, βοήθησαν τον σύρο σύμμαχο να κάνει το ίδιο.

Οι Ασαντ, πρώτα ο πατέρας Χαφέζ και στη συνέχεια ο γιος Μπασάρ, έχτισαν το χημικό τους οπλοστάσιο έχοντας στο μυαλό τους δύο ανάγκες. Η πρώτη ήταν στρατηγικής φύσης. Δεδομένου ότι δεν είχαν τύχη απέναντι στο Ισραήλ σε μια ενδεχόμενη συμβατική σύγκρουση, αποφάσισαν να προμηθευτούν θανατηφόρα αέρια, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Η δεύτερη ανάγκη συνδέεται με την ίδια την επιβίωση του καθεστώτος. Αν το καθεστώς αισθανόταν ότι απειλείται πραγματικά από τους αντάρτες, θα κατέφευγε στη χρήση των χημικών. Οπως επισημαίνει η «Κοριέρε ντέλα Σέρα», οι αναλύσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών λένε ότι η Συρία διαθέτει τέσσερις-πέντε εγκαταστάσεις όπου φυλάσσονται τα χημικά. Η αμερικανική αντικατασκοπία τις έχει εντοπίσει στη Χομς, στη Δαμασκό, στην Αλ Σαφίρα, στη Λατάκια και στην Παλμύρα. Τη φύλαξή τους έχουν αναλάβει ειδικές μονάδες της Δημοκρατικής Φρουράς.