Έμενε σε μια άθλια σοφίτα που του είχε νοικιάσει η περίφημη Μαργκερίτ Ντυράς. Δεν είχε μπάνιο κι ο νιπτήρας ήταν κοινόχρηστος. Όμως βρισκόταν στο κέντρο του μποέμικου Παρισιού, στο Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε, κι ο νεαρός τότε Ισπανός Ενρίκε Βίλα-Μάτας ήθελε να ζήσει μια ζωή συγγραφέα όπως αυτή που διηγείται ο Χέμινγουεϊ στην Κινητή Γιορτή (Καστανιώτης)- το κατεξοχήν βιβλίο «για μελλοντικούς συγγραφείς», το οποίο μας θυμίζει ότι για να δεσμευτεί κανείς στη λογοτεχνία πρέπει πρώτα να δεσμευτεί στη ζωή. Ο Χέμινγουεϊ το έγραψε λίγο πριν από την αυτοκτονία του (1962), όμως μιλά για την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του, τα παρισινά του χρόνια στη δεκαετία του ΄20. Από την ίδια αφετηρία, τα παρισινά του χρόνια στη δεκαετία του ΄70- που ήταν όμως δυστυχισμένα- ο 60άρης σήμερα και καταξιωμένος πλέον Βίλα-Μάτας κτίζει ένα μυθιστόρημα λογοτεχνικής μαθητείας με πρωταγωνιστή τον εαυτό του. Είναι το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ «… όταν ταυτίζεται με τη νιότη μας» (εκδ. Καστανιώτης, μτφ. Ναννά Παπανικολάου), που αρθρώνεται σε σύντομα επεισόδια, και καλύπτει με συνεχή άλματα στον χρόνο μια περίοδο από το 1920 ώς το 1990. Συγγραφέας ο οποίος εμπνέεται συστηματικά από τις λογοτεχνικές «ασθένειες» (βλ. Μπάρτλεμπυ και Σία – για εκείνους που αποφάσισαν να σταματήσουν να γράφουν, ή Η νόσος του Μοντάνο, εκδ. Καστανιώτης), ο Βίλα-Μάτας παρακολουθεί εδώ τη μεταμόρφωση ενός «νεαρού χωρίς κέφι, που ζει όπως- όπως», σε συγγραφέα που καλλιεργεί μια δική του πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όμως το βιβλίο του είναι η ιστορία της συνάντησης ενός επίδοξου συγγραφέα με τους μύθους του (Χέμινγουεϊ) και με τα ιερά τέρατα του καιρού του (Ντυράς, Ρομπ-Γκριγιέ, Ρολάν Μπαρτ, Ισπανοί πολιτικοί πρόσφυγες «… με τη βαρετή ακαμψία των πολιτικών τους απόψεων», κ.ά.). Είναι παράλληλα η (περιπετειώδης) ιστορία κατασκευής ενός πρώτου μυθιστορήματος ( Η πολυμαθής δολοφόνος, 1977) και κατάκτησης ενός συγγραφικού ύφους, αλλά και μια (τραγική) ιστορία δημιουργικών κρίσεων. Είναι επιπλέον μια ιστορία ωρίμασης ιδεολογικής και κοινωνικής αφού ο νεαρός μας, αυτοεξόριστος από την Ισπανία του Φράνκο, θα ακονίσει τη δημοκρατική του συνείδηση και θα απαλλαγεί τόσο από τις φοβίες του για τις γυναίκες όσο και από τα συμπλέγματά του. Είναι ακόμα μια ιστορία συγγραφικών συμπεριφορών (π.χ. υπό την επήρεια του LSD), συμπαθειών ή συγκρούσεων (π.χ. Χέμινγουεϊ- Σκοτ Φιτζέραλντ). Είναι τέλος και η ιστορία της εποχής που διαδέχθηκε την έκρηξη του 1968: μιας εποχής προσγείωσης των οραμάτων.

«Ούτε μου είχε περάσει από το μυαλό ότι βρισκόμουν (σ.σ.: το 1974)

στην πόλη στην οποία μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν συμβεί εκείνα τα γεγονότα που, όπως είχα διαβάσει, είχαν προκαλέσει σύγχυση στον δυτικό κόσμο. Αν το καλοσκεφτόσουν, κανείς απ΄ αυτούς που συναναστρεφόμουν εγώ δεν μιλούσε για τον Μάη του ΄68. Κι εμένα, απ΄ την άλλη πλευρά, ελάχιστα μ΄ ενδιέφερε εκείνη η φοιτητική επανάσταση, είχα απλώς κάποια περιέργεια να μάθω», ρισκάρει να ομολογήσει ο Βίλα-Μάτας. Την ίδια ώρα όμως- και γι΄ αυτό το βιβλίο του σε κατακτά- αναστοχάζεται τη στάση του αλλά και την «επανάσταση», μέσα από μια συζήτηση με κάποιον αυτόπτη μάρτυρα που του λέει: «Απ΄ όλα αυτά, μου έχει μείνει μόνο η ανάμνηση μιας τεράστιας συγκίνησης που ένιωσα ένα ξημέρωμα που πιστεύαμε ότι θ΄ άλλαζε ο κόσμος. Ήταν λες και το Παρίσι ξυπνούσε μετά από χρόνια επίπεδης και ηλίθιας ζωής…».

Ο ίδιος ο Βίλα-Μάτας θα ξυπνήσει χάρη στην Μαργκερίτ Ντυράς, που τον καθοδηγεί όπως η Γερτρούδη Στάιν καθοδηγούσε τον Χέμινγουεϊ. Είναι μάλιστα πιο ταλαντούχα, αλλά και πιο ιδιόρρυθμη από εκείνην. «Εγώ θα την θυμάμαι πάντα ως μια γυναίκα βιαίως ελεύθερη και θαρραλέα, (…) που ενσάρκωνε όλες τις τερατώδεις αντιθέσεις που συγκεντρώνει ο άνθρωπος», γράφει ο Βίλα-Μάτας, κάνοντας σε τούτο το βιβλίο και το ανεπίσημο, σπαρακτικό κάποτε, πορτρέτο της. Χάρη σ΄ αυτήν τη Γαλλίδα, ο Ισπανός θα συνειδητοποιήσει τις ιδιαίτερες συγγραφικές προτιμήσεις του: ότι αγαπά «την ερημιά από την οποία είναι φτιαγμένοι οι λιγότερο υποδειγματικοί συγγραφείς, οι λιγότερο ακαδημαϊκοί, οι λιγότερο ηθοπλαστικοί, οι μόνοι από τους οποίους δεν μαθαίνουμε τίποτε αλλά επίσης οι μόνοι που έχουν το σπάνιο θάρρος να εκτίθενται λεκτικά στα γραπτά τους».

Βιβλία συγγραφικής μαθητείας έχουν γραφεί πολλά· από τα πιο δραστικά, ο Μάλτε-Λάουριτς Μπρίγκε του Ρίλκε (Το Ροδακιό). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ ξεχωρίζει για την ειρωνική του ματιά. Ο Βίλα-Μάτας «σκανάρει» τα πάντα με μια ήπια ειρωνεία μεταξύ απογοήτευσης κι ελπίδας. Για εκείνον αυτή είναι «η ανώτατη μορφή ειλικρίνειας». Γι΄ αυτό και το συμπέρασμά του έχει ενδιαφέρον: «Δεν νοσταλγώ την εποχή της μαθητείας μου ως συγγραφέα. Δεν υπάρχει πολύ μεγαλείο, ομορφιά ή ένταση στις στιγμές της νιότης μου που αφιέρωσα στο γράψιμο. Το ξέρω, είναι αξιοθρήνητο. Αλλά αυτή είναι η μοίρα μου. Δεν νοσταλγώ ούτε την αγνότητα, ούτε τον διεγερτικό ενθουσιασμό, ούτε την ένταση. Είναι λες και στο Παρίσι ανέβαλα επιδέξια τα πάντα, για να νιώσω πραγματικά την αποπλάνηση της γραφής ετούτα εδώ τα χρόνια: τα χρόνια της ωριμότητας».