Η πρόσφατη άνθηση του ελληνικού διηγήματος είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει ερμηνευθεί πλήρως. Από είδος όχι ιδιαίτερα δημοφιλές και με περιθωριακό ενδιαφέρον για τους περισσότερους εκδότες, αίφνης το διήγημα κατέλαβε το κέντρο της όποιας λογοτεχνικής συζήτησης, με πολλούς εγκαθιδρυμένους συγγραφείς να πρωτοδοκιμάζουν τη γραφίδα τους σε αυτό και ορισμένους εκ των νεοτέρων να προσφέρουν υψηλής ποιότητας συλλογές. Ισως ένας λόγος να είναι η κοινωνικοοικονομική κρίση που δεν ευνοεί όσο παλιότερα τους μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς, τον κοπιώδη προγραμματισμό και τη σχετική ασφάλεια που προϋποθέτουν τα μυθιστορήματα που σέβονται τον εαυτό τους. Ισως η μικρή φόρμα να ευνοείται από την αδυναμία πρόβλεψης του μέλλοντος που ενέχουν οι καιροί αλλά και από την επιθυμία σύντομης αυτοέκφρασης. Ισως, πάλι, το διήγημα να αντλεί με ευχέρεια από τον δοκιμιακό λόγο που ανθεί στις μέρες μας σε μια προσπάθεια απεικόνισης και ερμηνείας όσων κοσμογονικών συμβαίνουν γύρω μας. Μπορεί σε έναν βαθμό να παίζουν τον ρόλο τους και η σχολιογραφία ιντερνετικού Τύπου, το twitter και τα μπλογκ, που έχουν ασκήσει τουλάχιστον τη νεότερη γενιά στον συνθηματικό και συμπερασματικό λόγο. Σε κάθε περίπτωση, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια θεαματική πύκνωση στις ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων.

Ποιήτρια και ζωγράφος

Στην τάση αυτή εύκολα συγκαταλέγει κανείς την ποιήτρια και ζωγράφο, μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων Ηρώ Νικοπούλου, το έργο της οποίας δεν έχει διόλου διαφύγει την κριτική. Το βιβλίο της με τον ειρωνικό τίτλο Ασφαλής πόλη περιέχει 23 σύντομα διηγήματα που καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις συνθήκες παραγωγής σύντομων ιστοριών: συγκοπές, γρήγορη εισαγωγή στο θέμα, αιφνιδιασμός του αναγνώστη, σασπένς, ευφυείς ανατροπές στο τέλος. Η θεματική τους είναι ευρύτατη σε ό,τι αφορά το κοινωνικό υλικό που χρησιμοποιεί και από το οποίο αντλεί η συγγραφέας. Η γλώσσα είναι η σύγχρονη αστική χωρίς παραχωρήσεις σε ντοπιολαλιές και «τάχα μου ιδιωματισμούς» που έχουν καταταλαιπωρήσει την ελληνική λογοτεχνία και για τα οποία τρελαίνεται συνήθως η κριτική ως απόδειξη ελληνικότητας ή απόκλισης από αυτήν, κατά περίπτωση. Και ας πω ότι επιμένοντας στον όρο «αστικό» δεν εννοώ ότι η συγγραφέας δίνει εξαντλητικές περιγραφές της πόλης αλλά ότι ο περίγυρος της δράσης είναι αυτός που ζούμε καθημερινά, ότι η πόλη είναι διαρκώς παρούσα ως πλαίσιο αναφοράς, ότι οι συνήθειες, οι δουλειές, τα προβλήματα, οι διάλογοι, τα επεισόδια που αναπτύσσονται εδώ δεν μπορούν να παραχθούν παρά εντός της μεγαλούπολης.

Τα διηγήματα του βιβλίου είναι ιστορίες που διαδραματίζονται στη σύγχρονη πόλη. Ο αστικός ιστός είναι παρών με δραστικό τρόπο, όχι απλώς ως φόντο, και η θεματογραφία είναι σύγχρονη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζει η προβληματική της σύγκρουσης με την παράδοση. Ηδη από το πρώτο, ομότιτλο της συλλογής διήγημα μπαίνουμε στην ατμόσφαιρα της αντίθεσης του σύγχρονου με το παλιό μέσω της επιβίωσης ενός ανατριχιαστικού σαρακατσαναίικου εθίμου απαγόρευσης της ταφής ενός νεκρού μωρού για σαράντα μέρες, αλλά και της προτεραιότητας της ηρωίδας να μη χάσει τον σύζυγο παρά τις φρικιαστικές για τον 21ο αιώνα αντιλήψεις του. Στα δύο καλύτερα ίσως διηγήματα της συλλογής («Τράφικ Νο 1» και «Τράφικ Νο 2») έχουμε την ειρωνικώ τω τρόπω αναζήτηση της νιρβάνας από τα καταταλαιπωρημένα σώματα μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς όπου επιτυγχάνονται κυριολεκτικά η ανθρώπινη επαφή και η αποξένωση από τον έξω εχθρικό περίγυρο. Στα διηγήματα μάλιστα αυτά αντανακλάται ένας έντονος αισθησιασμός όπου η Νικοπούλου δείχνει να κατέχει καλά τα παραδοσιακά αντρικά βίτσια και τις συνήθειες που παράγονται μέσω της εγγύτητας και της «απτότητας». Οι συγκοινωνίες γίνονται ένας ταυτόχρονα άσχημος και όμορφος μη τόπος καθώς «εκείνες τις ώρες γίνονται λίκνα, πλέουν στους δρόμους της Αθήνας κουβαλώντας το τρυφερό φορτίο τους. Κι αν πέφτει και βροχή, το προαιώνιο αίσθημα συνενοχής δυναμώνει».

Ισόποσες αναλογίες

Αλλά η συλλογή έχει κι άλλα πολλά άξια σχολιασμού στοιχεία. Φέρ’ ειπείν, μας δίνονται «φέτες ζωής» αρκούντως αντιπροσωπευτικές ώστε να παραχθεί ένα στατιστικά αξιόπιστο κοινωνικό δείγμα. Το αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο βρίσκονται σε ισόποσες αναλογίες με ικανότητα μετατόπισης του αφηγηματικού φακού ώστε να αντικατοπτρισθεί «το εαυτόν και το έτερον». Η ηρωίδα στο ευστοχότατο «Μόνιμο μακιγιάζ» είναι η μέση σύγχρονη μοναχική γυναίκα που ζει τραυματικά το πέρασμα του χρόνου και την πιθανότητα να μην είναι στο τέλος της βραδιάς (όταν το μακιγιάζ αρχίζει να λιώνει) το ίδιο ελκυστική με την αρχή της, για να καταφύγει σε υπηρεσίες αναστήλωσης μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ύστερα από ένα γουικέντ ερωτικής ευωχίας ότι όλοι την αναζητούν για να πάει σε κηδεία προσφιλούς προσώπου. Τι να κάνει τώρα με τη νεοαποκτηθείσα νεανική και χαμογελαστή μάσκα της;

Το ίδιο αντιπροσωπευτικά αναπαράγεται το δίπολο νιότη – γηρατειά. Από το εξαιρετικά επίκαιρο «Ραντεβού» όπου ο νεαρός τρομοκράτης θα επιλέξει να πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο τη φίλη του προκειμένου να μην ακυρώσει την αποστολή αυτοκτονίας του, μέχρι το «Οφειλή» όπου μια παρελθούσα ερωτική προδοσία θα οδηγήσει στο επιθανάτιο κρεβάτι την εξόφληση της οφειλής διά της ευθανασίας (θέμα επίκαιρο, που ελάχιστα έχει ακουμπήσει η λογοτεχνία, π.χ. διά του Ιαν ΜακΓιούαν και του Μισέλ Ουελμπέκ), η Νικοπούλου αποδεικνύεται δημιουργικά ευφάνταστη, καλή χειρίστρια της θεματικής της, εντέλει γνώστρια αυτού που παίζεται «εκεί έξω» μέσα στο δράμα της καθημερινότητας.

Ηρώ Νικοπούλου

Ασφαλής πόλη

Εκδ. Γαβριηλίδης 2015, σελ. 176

Τιμή: 10,60 ευρώ