Προεδρικές επιτυχίες

Κουίζ που δεν θα αρέσει σε όσους έσπευσαν, ελαφρά τη καρδία, να χτυπήσουν τονΓιώργο Κιμούλη: θα αναλάβει, τελικά, τη θέση του προέδρου στο Πολιτιστικό Κέντρο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος; Πάντως σκίζει (και είναι απολαυστικός στα κωμικά του) στις «Επικίνδυνες σχέσεις» τουΝτε Λακλό, στο Αλμα. Με μια θεατρική πρόταση πολύ διαφορετική και αιχμηρή.

Ποιος είναι, τελικά, ο Γκοντό; Και γιατί τον περιμένουν σε ένα τοπίο ερημωμένο; Ο Γιάννης Βούρος έχει την απάντηση. Εκείνος, που ο συγγραφέας του «Περιμένοντας τον Γκοντό» Σάμιουελ Μπέκετ «δεν του έδωσε ούτε μία ατάκα», όχι μόνο ζει μέσα από το σώμα του ηθοποιού, αλλά τα λέει –επιτέλους –και χύμα. Χάρη στο έργο «Ο συγγραφέας σου πέθανε. Μια αλήθεια που δεν πρέπει να ξέρεις» της δραστήριας Ασπας Καλλιάνη, που το σκηνοθετεί στο Αλκμήνη. Οπως εκείνο το ερημωμένο τοπίο στο οποίο ο Εστραγκόν και ο Βλαδίμηρος –λένε ότι –περιμένουν τον Γκοντό, έτσι και το σήμερα, κατά τον Γιάννη Βούρο: «Η χώρα έχει καταρρεύσει και δεν απομένει παρά μόνο λίγο οξυγόνο σε κάποιο σωληνάκι –ούτε καν σε μπουκάλα. Ολο το σύστημα έχει καταρρεύσει». Ιδανική σκηνή («όλος ο κόσμος μια σκηνή», που έγραφε και ο Σαίξπηρ) για τον Γκοντό του. Οπως και την Μπλανς Ντιμπουά («Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς) της Ζέτας Δούκα και ο 87χρονος Φιρστ («Βυσσινόκηπος» του Αντον Τσέχοφ) του Σταύρου Ζαλμά. Ενάμιση χρόνο γράφει και ετοιμάζει η Ασπα Καλλιάνη το θεατρικό πόνημά της πάνω στη σχέση που δημιουργούν οι τρεις εμβληματικοί χαρακτήρες, μετέωροι, μακριά από τον συγγραφέα τους. Και προσδοκούν. Και ελπίζουν. Και «ζουν» επί σκηνής σχέσεις «που ξεφεύγουν από τα στενά όρια των 80 σελίδων στις οποίες τους αποτύπωσαν οι συγγραφείς τους», σε ένα έργο που κατά τον Γιάννη Βούρο – Γκοντό (φωτογραφία) μπορεί κάλλιστα να μεταφραστεί και να κάνει διεθνή καριέρα.

«Τι συμβαίνει μεταξύ δύο ανθρώπων μάς ενδιαφέρει», που έλεγε και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν. «Πόσω μάλλον μεταξύ τριών» προσθέτει ο Γιάννης Βούρος για το Αλκμήνη, όπου παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη το «Ο συγγραφέας σου πέθανε» (ο Μπέκετ, ο Ουίλιαμς, ο Τσέχοφ). Οπου η ομάδα ΑντιΣτροφή ανεβάζει τα διηγήματα του Αντον Τσέχοφ «Το αλογίσιο επώνυμο», «Η δειλή», «Γραφειοκρατεία», «Επισκέπτης», «Ταραχή», «Η χορωδός» και «Γέγκερ», σε σκηνοθεσία Ειρήνης Μπαριτάκη, υπό τον γενικό τίτλο «Αγαπητέ Τσέχοφ», με άξονα τον «αγώνα για τη διατήρηση των ανθρώπινων αξιών» και μότο «Πρέπει να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους, αλλιώς η ζωή δεν έχει νόημα» (προς γνώσιν και συμμόρφωσιν). Οσο για τον ρόλο του Γκοντό, ο Γιάννης Βούρος θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά προκλητικός «και τελείως έξω από μένα», αλλά λατρεύει να κάνει «πράγματα που άπτονται του ρίσκου. Σχοινοβατώ δίχως δίχτυ ασφαλείας στον ρόλο ενός ερμαφρόδιτου, έκφυλου, εκδικητικού ήρωα –μια μεγάλη πρόκληση. Και καθώς δεν υπάρχουν σημειώσεις από τον συγγραφέα για τον Γκοντό, δημιουργώ ένα αρχέτυπο». Σαν το αρχέτυπο μεταμεσονύκτιο θρίλερ που ανεβάζουν –στο Αλκμήνη επίσης –οι μανταΜίτσες: «Το σπίτι των Σταρκ» του Λ. Ντον Σβορτς, σε μετάφραση, σκηνοθεσία, σκηνικά Κωνσταντίνου Μουταφτσή, με έξι γυναίκες να συναντιούνται σε ένα αιματοβαμμένο σπίτι σε ένα αμερικανικό χωριό το 1978.

«Ντύθηκα μύθους, ραψωδίες και έπη… Και σάτιρες αριστοφανικές. Χτενίστηκα με ύμνους χριστιανικούς και αμανέδες, κρέμασα σκουλαρίκια δημοτικά τραγούδια, στολίστηκα με ποιήματα και λόγο πεζό, έγειρα στην κουπαστή του ταξιδιού μου με μαξιλάρι κεντημένο από Ελύτη και Σεφέρη… Κι εκεί στο γύρισμα του καιρού, σ’ έναν ύπνο γλυκό σκεπασμένο με νεράιδες χρωματιστές και ξωτικά πετούμενα, αλήτες μ’ έκλεψαν. Ανοιξαντο στέρνο μου οι αλήτες την ώρα της χαύνωσης, την ώρα του ανυπεράσπιστου κι άρπαξαν παρελθόν και μέλλον. Ιστορία και προορισμό. Μου έκλεψαν το όνειρο…

Και ψάχνω τώρα να βρω το μέλλον. Ή τον προορισμό.Τουλάχιστον το όνειρο. Το όνειρο μου φτάνει. Το όνειρο είναι αρκετό. Είναι ώρα να πάω το όνειρο απέναντι. Τι ώρα περνάει το καράβι;». Ιδού ένα γενναίο απόσπασμα από το… θεατρικό μέλλον του Γιάννη Βούρου. Και μάλιστα στην Αυστραλία, σε πέντε πόλεις με ελληνισμό, το Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη, την Καμπέρα, την Αδελαΐδα και το Περθ, για τις οποίες με πρόσκληση της ελληνικής Ομογένειας γράφει ήδη και θα παρουσιάσει έναν «χειμαρρώδη μονόλογο για την πορεία του Ελληνισμού», κάτι σαν ανάλυση (και προέκταση) των στίχων του «Υμνου εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού. Η υλοποίηση του σχεδίου τοποθετείται στον Ιούνιο. Και για το φινάλε ένα ακόμη απόσπασμα, σε πρώτη γραφή από τον Γιάννη Βούρο: «Δεν είμαι άχρηστος. Εργάζομαι. Ψάχνω. Αφελής και αμελής, ναι… Αχρηστος όχι. Δεν είμαι. Ομορφος τσιγγάνος είμαι με πατρίδες τα σύννεφα, εξερευνητήςερασιτέχνης τής μετά θάνατον ζωής, μηχανοδηγός του Σοφοκλή και του Πλάτωνα, τραγουδιστής του Ακάθιστου Υμνου και του Αξιον Εστί, λεμβούχος του Αχέροντα, χορευτής του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου, χαϊδευτής της κεφαλής του Μεγαλέξαντρου…».

Βγαίνοντας από τη «Γυάλα»

Μέσα από αυτό που συμβαίνει γύρω, μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες και τα δύσκολα που χτυπούν την πόρτα (ή τη διπλανή πόρτα)… ΗΤζένη Δάγκλαμε τη λοξή ματιά της πάνω στην ηρωίδα της (ΜάνιαΠαπαδημητρίου–φωτογραφία), στον χωρισμό της και τα απόνερά του, στον ξαφνικό χαμό του γείτονα και παλιού συμμαθητή της στήνει τη «Γυάλα», ένα θεατρικό έργο διαφορετικό, με άξονα το σήμερα και πώς αυτό διαστρέφεται ή ευθυγραμμίζεται πάνω στις μύχιες σκέψεις μας. Θαύμα! Οπως μου αποκαλύπτει και η σκηνοθέτις της «Γυάλας» (στον Φούρνο από την 1η Απριλίου)Ασπα Τομπούλη,η κατάληξη είναι «η ηρωίδα να βγει από το καβούκι της». Από τη γυάλα –είναι ενδεικτικός και ο τίτλος. Και όλα αυτά, όπως σημειώνει, «με πολύ χιούμορ και κάτι που (εκ)λείπει: αυτοειρωνεία. «Με τρόπο ποιητικό και ρεαλιστικό συνάμα». Προσφέροντας στο κοινό μια εικόνα, απτή, του «σημερινού ανθρώπου και μιας κοινωνίας στην οποία όλα διαλύονται ή καταρρέουν, με στοχασμό και δράση». Η ΚερκυραίαΤζένη Δάγκλα, σπουδαγμένη νομικός προτού την κερδίσει το θέατρο και ανεβάσει το 2012 στο Αργώ την «Αγνωστη χώρα» της, βάζει και μια παράλληλη ιστορία, ενός –αθέατου από την ηρωίδα –πρόσφυγα (Ευθύμης Χρήστου), «ενός άλλου κόσμου, παράλληλου», κατά τηνΑσπα Τομπούλη. «Ανοιξα το παράθυρο όταν άκουσα το μπαμ…».