Λοιπόν, εδώ έχουμε να κάνουμε μ΄ ένα πολύ ξεχωριστό μυθιστόρημα, ίσως το πιο ξεχωριστό που έχει δώσει ώς τώρα η φουρνιά των σαραντάρηδων συγγραφέων μας. Γιατί είναι η πρώτη φορά που ένας εκπρόσωπος αυτής της γενιάς ή ηλικιακής ομάδας μάς λέει- με εντυπωσιακή και ώρες ώρες συνταρακτική ειλικρίνεια- πώς βλέπει τη θέση του, ως συγγραφέα κι επαγγελματία αναγνώστη, σε σχέση όχι μόνο με το λογοτεχνικό σινάφι αλλά με ολόκληρη τη νεοελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον με το μέρος της με το οποίο έρχεται σ΄ επαφή. Θα έλεγα μάλιστα ότι το πραγματικό θέμα αυτού του βιβλίου δεν είναι ο συγγραφέας, ως κοινωνικό υποκείμενο, αλλά η πολιτισμική καχεξία και η ηθική παράλυση μιας χώρας που φαντάζει σαν εξαμβλωματικό υβρίδιο επαρχιωτισμού και μεταμοντέρνου λιγαπολισμού.

Το Πινακοθήκη τεράτων είναι η δίκην μυθιστορήματος «πνευματική αυτοβιογραφία» του Μιχάλη Μιχαηλίδη, σαρανταενός ετών σήμερα, συγγραφέα πέντε μυθιστορημάτων (μαζί με το παρόν), ένα από τα οποία, το Η σκύλα και το κουτάβι, τιμήθηκε το 2003 με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω, σκανδαλίζοντας εκ των υστέρων μερίδα της κριτικής για την «αισχρολογία» του. Η Πινακοθήκη, αν και γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο- προσφυής επιλογή, γιατί το θέμα απαιτεί μια ορισμένη απόσταση του συγγραφέα από κάτι στο οποίο εμπλέκεται ο ίδιος-, δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία ότι ο Πέτρος Πετρίδης, ο πρωταγωνιστής της, είναι ο Μιχάλης Μιχαηλίδης. Τα αναρίθμητα πρόσωπα-τέρατα που παρελαύνουν στις σελίδες της είναι όλα υπαρκτά και, τουλάχιστον για όσους κινούνται στον χώρο των εκδόσεων, τα περισσότερα αναγνωρίζονται εύκολα πίσω από τα αλλοιωμένα ονόματά τους ή τα παρατσούκλια τους.

Ο χειρότερος τρόπος όμως να προσεγγίσει κανείς αυτό το βιβλίο θα ήταν να το διαβάσει ως ένα roman clefs, ένα από εκείνα τα, συνήθως λιβελογραφικού χαρακτήρα, μυθιστορήματα που περιέχουν ευθείες αναφορές σε γνωστά πρόσωπα με παραποιημένα τα ονόματά τους. Αν ο αναγνώστης περιορίσει εξαρχής το ενδιαφέρον του στο ποιος είναι ποιος, δεν θα πάρει χαμπάρι τι λέει πραγματικά ο Μιχαηλίδης. Εξάλλου, ένας τέτοιος αναγνώστης θ΄ ανήκει εξ ορισμού σ΄ έναν σχετικά μικρό κύκλο, πολύ μικρότερο από την εμβέλεια αυτού του κειμένου. Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν τα πορτρέτα της Πινακοθήκης αναπαριστάνουν πιστά τα συγκεκριμένα πρότυπά τους αλλά αν αποτυπώνουν με ακρίβεια τα ήθη του κόσμου στον οποίο αναφέρονται. Το ζήτημα δεν είναι αν ο υπερφίαλος και φωνακλάς Μάντζαρεκ του μυθιστορήματος αποδίδει σωστά τον Κούρτοβικ αλλά αν υπάρχουν σ΄ αυτό τον χώρο συμπεριφορές τύπου Μάντζαρεκ και τι σηματοδοτούν.

Το μυθιστόρημα αρχίζει κάπως παράξενα: ο Πέτρος σκαλίζει τη βιβλιοθήκη του και ξαναδιαβάζει αποσπάσματα από έργα των αγαπημένων του συγγραφέωνόλοι τους μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παρά τις οξυδερκείς δοκιμιακές παρατηρήσεις που κάνει εδώ ο Μιχαηλίδης alias Πετρίδης, η αρχή αυτή μπορεί να φανεί πολύ φιλολογική και ίσως κάπως αφελής. Ο σκοπός της είναι όμως να δώσει ένα ιδανικό μέτρο σύγκρισης για τα όσα ακολουθούν- και τέτοια ιδανικά μέτρα θέτουν, απόλυτα δικαιολογημένα και υγιώς, οι νέοι που προσέρχονται στον λογοτεχνικό στίβο με ευγενείς φιλοδοξίες. Με εντελώς ανάλογο τρόπο λειτουργεί η τελική απόφαση του Πέτρου να μεταναστεύσει στη Σουηδία, μια χώρα που τη φαντάζεται πιο ειδυλλιακή απ΄ ό, τι είναι, αλλά δεν μπορούμε να τον μεμφθούμε γι΄ αυτό, όταν έχουμε (ξανα)ζήσει μέσα από τις περιγραφές του τη νεοελληνική βαρβαρότητα.

Η καθημερινή ζωή του Πέτρου, η οποία καλύπτει σχεδόν το σύνολο των επόμενων σελίδων, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις αξίες μιας πνευματικής κοινότητας, στην οποία υποτίθεται ότι είναι ενταγμένη. Μολονότι ανερχόμενος συγγραφέας με αρκετή αναγνώριση από την κριτική, ο Πέτρος δεν μπορεί να ζήσει από τις πωλήσεις των βιβλίων του. Εργάζεται, λοιπόν, ως προαναγνώστης (λέκτορας) για λογαριασμό ενός μεγάλου εκδοτικού οίκου: διαβάζει βιβλία, κυρίως ξένα μυθιστορήματα, και γράφει γι΄ αυτά αναφορές, όπου καταθέτει την προσωπική γνώμη του, αλλά κρίνει τη σκοπιμότητα της έκδοσης ή της μη έκδοσής τους σύμφωνα με τα εμπορικά κριτήρια του εκδοτικού οίκου. ΄Εχει πάρε-δώσε με βλαχογιάπηδες εκδότες, ρουτινιασμένους επιμελητές, αδαείς υπαλλήλους, κυνικές και αριβίστριες δημοσιογράφους, αχαλίνωτες ατζέντισσες, επηρμένους και μωροφιλόδοξους συγγραφείς, μετέχει σε ανούσιες κοσμικές συγκεντρώσεις και λογοτεχνικές εκδηλώσεις, απαντάει σε ανόητα ερωτηματολόγια, μπλέκει με αλλοπρόσαλλες γυναίκες, έτοιμες για όλα (συνήθως για τα χειρότερα), και όταν κάποια στιγμή θ΄ αποφασίσει να «νοικοκυρευτεί» θα γνωρίσει τη μιζέρια της ελληνικής μικροαστικής οικογένειας. Πηγαινοέρχεται αδιάκοπα σ΄ έναν κόσμο όπου ο αμοραλισμός είναι trendy, η επαρχιώτικη μικρόνοια και ασχετοσύνη πηγές αυτοπεποίθησης και ασφάλειας, η μετριότητα είναι το πλαφόν των απαιτήσεων που έχει κανείς από τον εαυτό του και τους άλλους, το lifestyle θεωρείται ψαγμένη στάση ζωής, η φιλοδο ξία είναι συνώνυμο του καριερισμού και το πάθος συνώνυμο του kinky σεξ.

Σ΄ αυτό τον κυκεώνα ο Πέτρος μοιάζει να βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης αφασίας. Συμμετέχει σαν μαριονέτα. Σπάνια μαθαίνουμε κάτι για τα συναισθήματά του, ακόμα σπανιότερα εμφανίζει κάποιες αυθόρμητες αντιδράσεις, ενώ και σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι περιγραφές της διάθεσής του είναι λακωνικές και υποτονισμένες. Η αληθινή στάση του ορίζεται εύστοχα στο τέλος του βιβλίου από τον αδελφό του, που συγκεντρώνει τα ανέκδοτα κείμενα του αδόκητα εκλιπόντος Πέτρου: «Γινόταν πειραματόζωο ώστε να δοκιμάζει στον εαυτό του παραλλαγές πόνου». Εξαιρετική κι εδώ η επιλογή του Μιχαηλίδη: για ν΄ αναδειχτούν καλύτερα τα μελανά χρώματα και οι τερατώδεις (αλλά, φευ, τόσο γνώριμες) φιγούρες του πίνακα που συνθέτει, το φόντο έπρεπε να είναι άσπρο, ουδέτερο. Για τον ίδιο λόγο θα ήταν εκτός θέματος το ερώτημα αν ο αληθινός Πέτρος Πετρίδης είναι όντως τόσο αθώος, παθητικός και ανυπεράσπιστος όσο εμφανίζεται στις σελίδες του βιβλίου: ο ρόλος του πειραματόζωου περιγράφει μια μυθιστορηματική συνθήκη, όχι μια απόφαση στην πραγματική ζωή.

Η δομή του μυθιστορήματος είναι πολυμερής, αλλά ευδιάκριτη. Η αρχιτεκτονική μονάδα της αποτελείται από ένα αφηγηματικό κεφάλαιο συνοδευόμενο από ένα είδος παραρτήματος, που είναι, σε σταθερή διαδοχή από κεφάλαιο σε κεφάλαιο: μια αναφορά του Πέτρου (για βιβλίο που διάβασε ως προαναγνώστης), ένα διήγημά του, σκόρπιες σημειώσεις του, ηλεκτρονικές επιστολές που έλαβε ή έστειλε. Τα «παραρτήματα» αυτά λειτουργούν τόσο συμπληρωματικά όσο και αντιστικτικά προς την αφήγηση: από τη μια εξειδικεύουν τις δραστηριότητες του Πέτρου στον λογοτεχνικό χώρο, από την άλλη φωτίζουν αποσπασματικά τις ευαισθησίες του, που ακυρώνονται ολοένα από την πραγματικότητα αυτού του χώρου. Σχεδόν όλα τα αφηγηματικά κεφάλαια αρχίζουν με τη φράση «Εκείνη τη χρονιά», που θυμίζει το βιβλικό «Τω καιρώ εκείνω». Με το τέχνασμα αυτό ο Μιχαηλίδης εκθέτει τη ζωή του ήρωά του/εαυτού του ως σειρά επεισοδίων μάλλον παρά ως ιστορία (αφού εδώ δεν υπάρχει στ΄ αλήθεια παρακάτω, εξέλιξη), κυρίως όμως υποδηλώνει κάτι συντελεσμένο, από το οποίο ο ίδιος έχει ήδη απομακρυνθεί πολύ.

Με το Πινακοθήκη τεράτων ο Μιχάλης Μιχαηλίδης κατόρθωσε ν΄ αποφύγει τις παγίδες του συντεχνιακού κουτσομπολιού και να παρουσιάσει, έστω με μια δόση υπερβολής ή μονομέρειας, τον κόσμο του ελληνικού βιβλίου sub specie aeternitatis, ως αναπόσπαστο κομμάτι και μάλιστα αντιπροσωπευτικό δείγμα της σύγχρονης, lifestyle κακομοιριάς της κοινωνίας μας, που πλατσουρίζει με πολύ θόρυβο και αυτοϊκανοποίηση μέσα στο τέλμα της, πνίγοντας όσους προσπαθούν να βγουν και να τη βγάλουν από αυτό.