Eχω κι άλλοτε σ’ αυτή τη θέση αναφερθεί στον λογοτεχνικό καταλύτη. Στη χημεία, καταλύτης είναι μια ουσία η οποία, όταν ενώνεται με μιαν άλλη, αλλάζει τη συμπεριφορά της, από το χρώμα ώς την ενέργειά της. Στη λογοτεχνία και στο θέατρο καταλύτης είναι κυρίως ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων, καμιά φορά μια αρρώστια ή μια πανδημία που αναστατώνουν την τάξη, αλλοιώνουν συμπεριφορές, αποκαλύπτουν πλαστές ισορροπίες, ξύνουν πληγές και συχνότατα τινάζουν στον αέρα επισφαλείς κανονικότητες.

Ο Θουκυδίδης γράφει πως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, ο λεγόμενος Πελοποννησιακός, άλλαξαν άρδην όλα τα ήθη, οικογενειακά, ατομικά και κοινωνικά.

Η είσοδος επί όνου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, το φιλί του Ιούδα στη Γεθσημανή, η Ανάσταση του Χριστού ανέτρεψαν ισορροπίες, καθωσπρεπισμούς, πάγιες συμπεριφορές αξιωματούχων και τάξεων κ.τ.λ.

Κατά τον Αισχύλο η είσοδος της Ελένης στην Τροία έμοιαζε με λιοντάρι που ορμάει ξαφνικά στο κοπάδι των προβάτων.

Ο Οιδίπους είναι ένας καλύτης, η Αντιγόνη, ο Πολυνείκης με τους Επτά στη Θήβα, αλλά και ο χιτώνας του Νέσσου στα χέρια της Δηιάνειρας, η τρέλα του Ηρακλή που σφάζει αντί για τα παιδιά του εχθρού του, τα δικά του παιδιά.

Καταλύτης ο μελαψός Οθέλλος, γιος μιας μάγισσας μάνας, στην ερωτικά και ηθικά ανοιχτή κοινωνία της Βενετίας.

Καταλύτης ο Λέβμποργκ στην «Εντα Γκάμπλερ». Καταλύτης βέβαια ο Μεφιστοφελής στον «Φάουστ» του Γκαίτε, καταλύτης ο Μισάνθρωπος στην υποκριτική κοινωνία της Λουδοβίκειας Γαλλίας.

Για να περιοριστώ στην ελληνική λογοτεχνία: καταλύτης ο «Φτωχούλης του Θεού» του Καζαντζάκη, ο Γιούγκερμαν και ο Λιάπκιν του Καραγάτση, η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, ο Μοσκώφ του Βιζυηνού, η Ραραού του Π. Μάτεσι.

Στη ρωσική λογοτεχνία ο καταλύτης είναι σχεδόν έμμονη ιδέα. Στον Λέρμοντοφ, στον Τολστόι, στον Ντοστογέφσκι έως τον Μπουλγκάκοφ, τον Γκόρκι και τον Παστερνάκ, ένας καταλύτης έρχεται να ταράξει τα νερά, να φέρει τα πάνω κάτω και να τραβήξει το πέπλο αποκαλύπτοντας την αλήθεια γυμνή.

Στο ρωσικό θέατρο ήδη από τις πρώτες του τόλμες (ο θρησκευτικός μυστικισμός είχε απαγορεύσει το θέατρο έως τα πρώτα σκιρτήματα στα μέσα του 19ου αιώνα!!) ο Σούχοβο – Κομπίλιν, ο Γριμπογέντοφ (με τον καταλύτη αντι-ήρωά του Τσάτσκι), ο Γκόγκολ (με τον καταλύτη – διαλυτή των πάντων «επιθεωρητή» απατεώνα Χλεστακόφ), ο Τουργκένιεφ («Ενας μήνας στην εξοχή», μ’ έναν οικοδιδάσκαλο που σαγηνεύει παντρεμένες και εφήβους!) και βέβαια ο Τσέχοφ (ένας γηραιός γόης συγγραφέας, ένας στρατιωτικός, ένας μοναχικός φυσιολάτρης, ένας αιώνιος φοιτητής λειτουργούν ως ανατροπείς μιας επαρχιακής ραστώνης).

Ο ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΙ. Θα μείνω σήμερα στον Ντοστογέφσκι, στον οποίο η ύπαρξη συνεχώς στα μυθιστορήματά του ενός καταλύτη παίρνει συχνά τον χαρακτήρα μιας μοίρας άλλοτε καταστροφικής, άλλοτε λυτρωτικής.

Εδώ θα σταθμεύσω για λίγο για να θυμίσω πως πολλά χρόνια πριν, μιλώντας πάντα για τον θεατρικά διασκευασμένο Ντοστογέφσκι (έχουν παιχτεί και «Οι Καραμαζώφ» και το «Εγκλημα και τιμωρία» και «Οι Δαιμονισμένοι» και «Οι φτωχοί» και παλαιότερα πάλι ο «Ηλίθιος»), είχα αναφερθεί στην πυρηνική θέση στη ρωσική λογοτεχνία του ιδιότυπου πλάνητα αγίου με το δισάκι και το πυρετικό βλέμμα, μια σλαβική παραλλαγή του ανατολίτη ιδιότυπου επίσης αγίου που χαρακτηρίζεται «διά Χριστόν σαλός». «Οι διά Χριστόν σαλοί» αρνιόντουσαν την εγκαταβίωση σε κελιά και μοναστήρια. Περιφέρονταν και συμφύρονταν μέσα στις μεγαλουπόλεις, έπιαναν δουλειά, σύχναζαν σε πορνεία, έκλεβαν στο ζύγι, διαπληκτίζονταν στα τρίστρατα, έδερναν και τους έδερναν, τους έκλειναν στη φυλακή. Εδειχναν την αμαρτία και δέχονταν δημόσια την τιμωρία για να γίνουν αρνητικό παράδειγμα.

Ο Μίσκιν του Ντοστογέφσκι είναι ένας τέτοιος «άρρωστος», αθώος, αφελής, ιδιώτης όχι πολίτης (σε μια πολιτεία γεμάτη πάθη, λάθη, εγκλήματα, ελαττώματα, ανηθικότητα, διαπλοκή, δίψα για εξουσία, χρήμα, ηγεμονία). Εξάλλου όπως έγραφα εδώ πρόσφατα ο ρωσικός πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος είναι «ιντιότ» και αγγλιστί «ίντιοτ». Σημειώνω απλώς πως η πέραν των ορίων αυτή ιδιοτυπία αποτελεί ψυχιατρική αρρώστια, «ιδιωτεία», ένα είδος αυτισμού.

Ιδού λοιπόν ο πυρήνας μιας διασκευής του πολυσέλιδου μυθιστορήματος σε θεατρικό έργο και επιμένω: ο πυρήνας. Κάθε προσπάθεια να μεταφερθεί μια εξαίσια ανατομία μιας αμαρτωλής κοινωνίας στη σκηνή είναι καταδικασμένη, εκτός αν κάνει κανείς ό,τι ο Πέτερ Στάιν που έκανε διασκευή Ντοστογέφσκι και την έπαιζε επί δώδεκα ώρες με διαλείμματα για γεύματα!!

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και ο διευθυντής του Νίκος Διαμαντής, που έχει έως τώρα επιδείξει μια σοβαρή, τίμια με ποικίλα θέματα προγραμματισμένη με ισορροπίες θητεία, ανέθεσαν τη διασκευή του «Ηλιθίου» στους αδελφούς Κούφαλη, δοκιμασμένους και πρωτότυπους και διασκευαστές συγγραφείς.

Εχω στα χέρια μου την τυπωμένη σε τόμο διασκευή, που αν παιζόταν ατόφια, θα διαρκούσε πέντε ώρες. Ο Διαμαντής περιόρισε τη διάρκεια σε τρεισήμισι. Αλλά η διασκευή είχε γίνει με κριτήριο την πέντε ωρών διάρκεια. Ο περιορισμός δημιούργησε δομικά προβλήματα, κενά και αφήγηση και ξεκρέμαστα πρόσωπα. Ενα πρόσωπο έχει παρελθόν και ηθικό βάρος, αμαρτήματα και αρετές. Οταν ξαφνικά μετέχει σε μια σκηνή χωρίς την «ιστορία» ακυρώνεται και ακυρώνει και τη δραματουργία εν γένει.

Απορώ αν το όντως πολυπληθές ακροατήριο των θεατών που γεμίζει το Δημοτικό Θέατρο φεύγει με γνώση των γεγονότων. Μόνο ένα θετικό μπορεί να προκύψει. Να πάνε να αγοράσουν και διαβάσουν το μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι. Είναι το μόνο λάθος του Διαμαντή που δεν περιόρισε τη διάρκεια ή δεν έκανε δύο ξεχωριστές παραστάσεις, σε δύο μέρη. Αλλιώς, είχε στη διάθεσή του έναν πολύ καλό θίασο, ο οποίος πειθάρχησε στις μεταξύ των προσώπων σχέσεις, παρ’ όλο που η διασκευή δημιουργούσε δυσχέρειες ως προς τις προθέσεις, τα συναισθήματα και τους κρύφιους σκοπούς του καθενός.

Προσωπικά διαφωνώ θεωρητικά με τις διασκευές μυθιστορημάτων, χωρίς να συμβαίνει συχνά να συμβιβάζομαι. Αλλά στο πεζό παντοδύναμος είναι ο συγγραφέας που μας λέει τι σκέφτεται, τι κρύβει, τι σχεδιάζει κρυφά ο ήρωας. Αλλα λέει, άλλα σκέφτεται κι άλλα κάνει! Αυτό το υπο-κείμενο πρέπει να το εφεύρει ο ηθοποιός και να το δείξει, πως π.χ. λέει «Καλημέρα μητέρα» και σκέφτεται: «Θα σε πνίξω»!! Αυτό πώς παίζεται;

Ναι, ο Ντοστογέφσκι έχει μια έξοχη δυνητικά θεατρικότητα, θα έλεγα δραματουργικούς πυρήνες αλλά χρειάζεται μια άρδην διασκευή. Μια τέτοια ήταν του Σκουλούδη που έπαιξαν Κωτσόπουλος και Κατσέλη και Κατράκης και Χατζηαργύρη με Ραγκόζιν και στις δύο παραστάσεις (σκηνοθέτες Κατσέλης, Μουζενίδης) τον Καρούσο.

Ομολογώ πως δεν κατάλαβα τις λύσες της Πεζανού: μικρές πλατφόρμες, σαν νησίδες που κάποτε γινόντουσαν και γιούκος!

Η μουσική του Μάτσα κινηματογραφική. Συνοδεία. Ο Πέτρος Φιλιππίδης (Μίσκιν) έξοχος. Νέτα σκέτα. Αθωότητα, στατικό βλέμμα στο κενό, απουσία και διαλυτική παρουσία. Στις σιωπές του συγκλονιστικός. Ο Γιάννης Στάνκογλου (Ραγκόζιν) συναρπαστικός, βίαιος, κτητικός αλλά γνήσιος συναισθηματικά. Η Μαρία Κίτσου (Ναστάσια) τόνισε υπέρμετρα την πορνική όρεξη, το εγώ και άφησε στο περιθώριο την κοινωνική παθογένεια που τη δημιούργησε. Της έλειψε η γενναιοδωρία. Νοστάλγησα τη Χατζηαργύρη.

Η Λένα Παπαληγούρα (Αγλαΐα) αδικήθηκε από τη διασκευή και τα άλματά της, δεν είχε συνοχή ο ρόλος. Η Γιώτα Φέστα (Λισαβέτα) σκηνικά φλύαρη. Ο Ματζώρος (Γαβρίλης) άνισος, ο Χιώτης (Κόλια) λίγος και ο Δεπάστας (Λέμπεντεφ) θαυμάσια ρωσική περσόνα τυφλού φανατικού υπηκόου. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου ουσιαστικός στον μικρό του ρόλο. Ο Ιππόλυτος (αναρχικός ακτιβιστής) του Παπαζήση στον μεγάλο του μονόλογο ακυρώθηκε από μια ακατανόητη μανία να στοιβάζει ηχηρά ξύλινα πρατικάμπιλε.

Μια ζωντανή σκηνοθεσία με άριστους τεχνίτες σε μια ασπόνδυλη διασκευή.

Κείμενο:Φιόντορ Ντοστογέφσκι

Μετάφραση – διασκευή:Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης

Σκηνοθεσία:Νίκος Διαμαντής

Σκηνικά – κοστούμια:Λίλη Πεζανού

Μουσική:Μίνως Μάτσας

Ερμηνείες:Πέτρος Φιλιππίδης, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Κίτσου, Λένα Παπαληγούρα, Γιώργος Κωνσταντίνου, Γιώτα Φέστα κ.ά.

Πού:Τελευταία παράσταση απόψε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Ηρώων Πολυτεχνείου 32, τηλ. 210-4143.310)