Σε μια συνέντευξη, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το περιοδικό «Δίφωνο» αποδίδει στην ανερχόμενη τότε Μελίνα Κανά την «εσωτερική θεατρικότητα» της Χαρούλας Αλεξίου, ως ένα από τα στοιχεία του ερμηνευτικού της προφίλ. Ηταν η σκηνική περσόνα που είχε κατοχυρώσει η κορυφαία ερμηνεύτρια στο δεύτερο μισό της καριέρας της και ειδικά μετά τη συνεργασία με το Νίκο Αντύπα και τη Λίνα Νικολακοπούλου («Δι’ ευχών»). Ρίχνοντας τα γράδα ως προς τη λαϊκότροπη εξωστρέφεια των δεκαετιών 1970 και 1980, η Χαρούλα έδινε πλέον περισσότερα credits στη Χάρι της συναυλιακής σκηνής.

Η Αλεξίου κουβαλούσε διαχρονικά όλα τα «θεατρικά» στοιχεία φτιαγμένα από τη στόφα των μεγάλων ερμηνευτριών. Κατά κάποιο τρόπο, «δανείστηκε» τη μποέμικη λαϊκότητα της Ρόζας Εσκενάζυ, αλλά και τη δωρικότητα της Βίκυς Μοσχολιού («την άκουγα κι έτρεχαν τα μάτια μου, μου σπάραζε τα σωθικά» θα πει για την δεύτερη). Αυτοί ήταν οι πόλοι στους οποίους στρεφόταν η εσωτερική της πυξίδα, για να διαμορφώσει τελικά το δικό της ύφος, την «υπόγεια» θερμοκρασία με το κοινό. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι στη δική της περίπτωση δένει καλύτερα η λέξη «σκηνή» και όχι το πάλκο ή η πίστα.

Σαββόπουλος και Κακογιάννης

Δεν σταμάτησε, όμως, ποτέ να είναι και μια περσόνα της μεταπολιτευτικής περιόδου, ταυτισμένη με το συλλογικό ασυνείδητο («από τις φωνές που δένονται επάνω τους εκατομμύρια συνειδήσεις» θα πει ο Σταμάτης Κραουνάκης γι’ αυτήν, τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση). Γι’ αυτό και δεν είναι λίγες οι φορές που οι «εξωσυναυλιακές» της εμφανίσεις δημιουργούν γεγονός. «Χαρούλα, πόσα χρόνια σε κυνηγάω κι εσύ κωφεύεις» ακούγεται να της λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο τηλεοπτικό πρόγραμμα που έχει στήσει για την κρατική τηλεόραση, την Πρωτοχρονιά του 1988. «Διονύση, εγώ λέγειν μπορεί να μην έχω, την αλήθεια όμως τη λέω. Εσύ κρύβεσαι…» του απαντάει η Αλεξίου, που μπαίνει στο πλατό με μαύρο φόρεμα και τον αέρα της λαϊκής ντίβας (στα πρόθυρα πάντως μιας μεταμόρφωσης, καθώς δύο χρόνια αργότερα αλλάζει λουκ για τις ανάγκες του «Δι’ ευχών»). Στο κομμάτι που της αναλογεί η Χαρούλα τραγουδάει παλιά λαϊκά και χορεύει ένα «θεατρικοποιημένο» τσιφτετέλι – ντουέτο με τον Νιόνιο στο «Μας βαρούνε ντέφια».

Με την ίδια διάθεση και χορεύοντας επίσης τσιφτετέλι προβάλλεται το 1990 ένα βιντεοκλίπ με μια σπάνια εκτέλεση του «Δημητρούλα μου» (διαθέσιμο πλέον στο YouTube). Το τραγούδι, που συνέβαλε όσο λίγα στην εκτίναξή της, συμπεριλαμβανόταν στον πρώτο προσωπικό της δίσκο που κυκλοφόρησε το 1975, μαζί με κομμάτια των Γιώργου Ζαμπέτα, Απόστολου Καλδάρα, Χρήστου Νικολόπουλου κ.ά. Εδώ ο σόλο χορός της –φοράει κόκκινο παντελόνι και κόκκινο τοπ κρατώντας κόκκινη εσάρπα –εναλλάσσεται με εικόνες από την προηγούμενη διαδρομή της: συναυλίες σε γήπεδα, εμφανίσεις στην τηλεόραση, πρόβες στο στούντιο. Λίγους μήνες μετά έρχεται η στιγμή της «Μάγισσας». Στο βιντεοκλίπ που σκηνοθετεί ο σπουδαίος Μιχάλης Κακογιάννης οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. Ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τη θεατρικότητά της και τον «μύθο» της στο ελληνικό τραγούδι φωτίζοντάς την σαν βαμπ του Μεσοπολέμου, αλλά και ως σύγχρονη ηρωίδα με καμπαρντίνα εποχής. Μια βεντάλια, καθρέφτες, η κουπ της Λουίζ Μπρουκς, τραπουλόχαρτα, φακός και το μαύρο φόρεμα που ταιριάζει σε ιέρειες αρχαίων τραγωδιών.

Στον επόμενο μεγάλο σταθμό, τον δίσκο «Οδός Νεφέλης ’88», συστήνεται ως δημιουργός με δική της μουσική και στίχους σε δέκα από τα δώδεκα κομμάτια του άλμπουμ. Το «Μινοράκι», «Οι φίλοι», οι «Δεκατρείς φωτιές», το «Ψυχές και σώματα», η «Πανσέληνος», το «Στις δώδεκα» (δισκογραφημένο ήδη από την Αλκηστη Πρωτοψάλτη στο δίσκο «Δικαίωμα»), ο «Ανθρωπος του κάβου» ξεχωρίζουν και στη μεγάλη περιοδεία της τα επόμενα χρόνια, κατά την οποία πολλά κομμάτια κάνουν δεύτερη καριέρα (όπως το «Ζήλεια μου» των Ρασούλη – Νικολόπουλου). Στις live εμφανίσεις επιβάλλει ερμηνευτικό ύφος σε παλιότερα τραγούδια που ταιριάζουν με την περίφημη «εσωτερικότητα». Κορυφαία παραδείγματα, το «Θεός αν είναι» του Μπρέγκοβιτς (σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου) και το «Ανθρωποι μονάχοι» των Γιάννη Σπανού – Γιάννη Καλαμίτση.

«Χειρόγραφο» και «Οπερέτα»

Ολα αυτά είναι ίσως η αθέατη εισαγωγή πριν φτάσει κανείς στο «Χειρόγραφο», την παράσταση που στήνουν μαζί με τον Γιώργο Νανούρη τον Φεβρουάριο του 2016 στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου. Η ερμηνεύτρια παρουσιάζει σε δικό της κείμενο μια αναδρομή στην ερμηνευτική και όχι μόνο πορεία της ανεβάζοντας πάνω στο θεατρικό σανίδι τραύματα, ενοχές, ελλείμματα, αυτοσαρκασμό, αναμνήσεις κατάθλιψης. Στην πρώτη της θεατρική εμφάνιση η Χάρις Αλεξίου είναι πιο «αληθινή» όσο ποτέ –ακόμη και με τον περιορισμό που έχει το προφανές editing στα στιγμιότυπα της ζωής της.

Επόμενος σταθμός: η «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου, παράσταση που επαναλαμβάνεται από τις 22 Νοεμβρίου, με ανανεωμένο θίασο. Δίπλα στον «καινούργιο» Αρη Σερβετάλη, λοιπόν, η Αλεξίου υποδύεται την Πριγκίπισσα παίρνοντας τη θέση της Λυδίας Φωτοπούλου, η οποία πρωταγωνιστεί φέτος στο «Με δύναμη από την Κηφισιά» μαζί με τις Εμιλυ Κολιανδρή και Γαλήνη Χατζηπασχάλη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Είναι ένας ρόλος που απαιτεί περίσσευμα για να αποδοθεί το γελοίο μιας καρικατούρας. Αλλά, όπως έχει δηλώσει η ερμηνεύτρια στο «ΒHMAgazino» το 2013, «δεν είμαι καθόλου σοβαρή πια».