Δεν είναι εύκολο πράγμα να δημιουργήσεις ένα ίδρυμα, ακόμη και φανταστικό, που κλείνει μέσα του μια ολόκληρη περίοδο. Ο σχεδιασμός σύγχρονων θεματικών μουσείων αποτελεί εξάλλου πλέον αντικείμενο σπουδών. Στο μουσείο συμβόλων που επιχειρήσαμε να «στήσουμε», μοναδικό κριτήριο ήταν ότι τα εκθέματα πρέπει να αφορούν την Ελλάδα των τελευταίων τριάντα (και κάτι) χρόνων, είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο. Οι άνθρωποι που κλήθηκαν να καταθέσουν μερικές ενδεικτικές μόνο προτάσεις –συγγραφείς, επιστήμονες, μουσικοί, σκηνοθέτες και επαγγελματίες του χώρου –δέχτηκαν την πρόσκληση, χωρίς να αυτοπεριοριστούν. Κάποιοι επέλεξαν κάτι απτό και συγκεκριμένο, άλλοι προτίμησαν να διαλογιστούν παράλληλα πάνω στην ίδια τη νοοτροπία που θα έπρεπε να διατρέχει ένα τέτοιο εγχείρημα.

Λουκάς Τσούκαλης

πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

«Από το Euro 2004 στο καμένο Αττικόν»

Από την εποχή των μεγάλων αντιφάσεων, όταν η Ελλάδα έδειξε ότι είναι ικανή για τα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα, την εποχή που η χώρα ανέβηκε ψηλά στη σκάλα της αυτοπεποίθησης και στη συνέχεια κατρακύλησε απότομα κινδυνεύοντας να γκρεμιστεί, θα διάλεγα αντικείμενα που συμβολίζουν τα δύο άκρα. Το 2004, η χώρα ήταν στα πάνω της. Θα διάλεγα λοιπόν το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Ποδοσφαίρου που κερδίσαμε ανεβάζοντας τους Ελληνες στον έβδομο ουρανό. Εναλλακτικά, θα έβαζα το βίντεο της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ως υψηλό δείγμα ωριμότητας και ευαισθησίας. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι τα μουσεία του μέλλοντος θα διαθέτουν πολύ οπτικοακουστικό υλικό. Ως σύμβολο της παρακμής και του σκοταδισμού που τώρα πια ζούμε όλο και πιο έντονα, θα διάλεγα ένα αντικείμενο από τον κινηματογράφο Αττικόν που έκαψαν οι βάνδαλοι τον Φεβρουάριο του 2012. Μια μισοκατεστραμμένη προθήκη στην οποία έμπαιναν οι αφίσες παλιών έργων, για παράδειγμα. Ετσι, για να μάθουν οι επόμενες γενιές πόσο χαμηλά πέσαμε, δημιουργώντας συνθήκες που επιτρέπουν ή και ενθαρρύνουν μικρές μειοψηφίες να επιτίθενται με περισσό μίσος σε χώρους της τέχνης και του πολιτισμού.

Ειρήνη Γερουλάνου

αναπληρώτρια διευθύντρια του Μουσείου Μπενάκη

«Εργα που μας έκαναν περήφανους»

Ξεκινώντας να γράψω το κείμενο αυτό, πέρασαν από το μυαλό μου πολλά που θα ήθελα πολύ να υπάρχουν (και να προστατεύονται) σε ένα μουσείο της εποχής μας. Σκέφτηκα τη «Νέκυια» του Μπότσογλου, τα «Μαθήματα Ιστορίας» του Ψυχοπαίδη, τη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου, σκηνικά του Φωτόπουλου, ταινίες, τραγούδια και άλλα πάρα πολλά… Υστερα, προσπαθώντας να ξεφύγω από «αυθαίρετες» επιλογές, σκέφτηκα ότι μια καλή μαγιά θα μπορούσε να αποτελέσουν τα έργα που συμμετείχαν ή και που εκπροσώπησαν την Ελλάδα σε διεθνείς οργανώσεις. Ετσι θα εξασφαλίζαμε πολλά και σημαντικά: το «Νοσοκομείο» του Γιώργου Χατζημιχάλη, έργα του Νίκου Αλεξίου, τους «Κολυμβητές» της Λίζης Καλλιγά, τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, τα «Σινιάλα» του Τάκη, έργα του Ζογγολόπουλου, του Κουλεντιανού και τόσα άλλα. Καλώς ή κακώς όμως, αμέσως μετά μου δημιουργήθηκε η απορία –λόγω επαγγελματικής διαστροφής προφανώς –για το ποιος θα ήταν ο χώρος που θα μπορούσε να φιλοξενήσει ένα τέτοιο μουσείο. Κι έτσι κατέληξα ότι πρέπει να μιλήσω για κάτι που γνωρίζω πολύ καλύτερα: να προτείνω το κτίριο που θα μπορούσε να το στεγάσει. Επέλεξα το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς όχι τόσο γιατί μου είναι οικείο αλλά περισσότερο γιατί συγκεντρώνει στοιχεία που θα ήθελα να παραμείνουν σαν μουσειακά -εκπαιδευτικά –παραδείγματα πρακτικής. Ενα κτίριο ευέλικτο, που «χωνεύει» με έναν τρόπο θαυμαστό αλλά και με σεβασμό ό,τι γεννάει η καλλιτεχνική ανησυχία, ό,τι αξίζει να ενταχθεί σε ένα μουσείο μιας εποχής.

Γιώργος Τζιρτζιλάκης

επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

«Το γιαπί και ο γερανός»

Ξεχωριστή θέση στο μουσείο της τελευταίας τριακονταετίας διεκδικούν το γιαπί και ο γερανός που θα μπορούσε να συμπυκνωθούν στο εγκαταλελειμμένο αυθαίρετο και στον παραπλήσιο γερανό του Μπάμπη Βωβού που περιστρέφεται ακυβέρνητος στη Λεωφόρο Κηφισίας. Η συμβολογία του γιαπιού είναι προφανής: Εμβλημα της άμορφης μεταπολεμικής κατοίκησης, προσθέτει στη μεταβλητότητα και στη δυνατότητα μαζικής παραγωγής –που εγκωμίασε ο LeCorbusier –απροσδόκητες εγχώριες δυνατότητες παραλλαγής και αυτοκατασκευής. Ο εγκαταλελειμμένος γερανός, από την άλλη, συνοψίζει την εκσυγχρονιστική εκκρεμότητα και την ψευδαίσθηση της ισχυρής Ελλάδας των γραφείων, των media, των διαφημιστικών και των χρηματοπιστωτικών κολοσσών. Ο γερανός, που λάτρεψαν οι ρώσοι κονστρουκτιβιστές, έγινε το ιλαροτραγικό σύμβολο ματαίωσης μιας ολόκληρης εποχής που χαρακτηρίστηκε από τη σύντηξη των ιδιωτικών συμφερόντων με το Δημόσιο. Ο παραιτημένος γερανός σηματοδοτεί τη μετάβαση από την οπισθοδρομική εικονογραφία του γιαπιού μιας χώρας με μοριακή μικροοικονομική δομή στην ψευδή μακροοικονομία των Ολυμπιακών Αγώνων και των corporate offices. Το παράξενο είναι ότι τα κτίρια αυτά ήταν ήδη ξεπερασμένα από την εποχή της κατασκευής και του δέους που εξέπεμπαν στο φαντασιακό της λεωφόρου. Ανάμεσα στο ατομοκεντρικό όραμα (γιαπί) και το δυναμοκεντρικό φαντασιακό της ισχύος (γερανός) υπάρχουν κοινά στοιχεία, όπως η εικόνα της χώρας-εργοτάξιο, δηλαδή η αλληγορία μιας κοινωνίας που βρίσκεται διαρκώς «υπό κατασκευή», κατά συνέπεια σε συνεχή αστάθεια.

Κατερίνα Ευαγγελάκου

σκηνοθέτης

«Επτά ανδρικοί χαρακτήρες»

Ερως ανίκατε μάχαν. Βασικός υπεύθυνος πλάνων οδύνης, σπαρακτικών βλεμμάτων, επιβλητικών σιωπών. Διαλέγω για το μουσείο σας επτά περσόνες του ελληνικού κινηματογράφου που αγαπώ ιδιαίτερα και ζητώ συγγνώμη γιατί θα παραβιάσω τον περιορισμό της τριακονταετίας. Επτά αρσενικά απίθανης ευαισθησίας και εσωτερικότητας, αντίδοτο διαρκείας στη βαρβαρότητα άλλων αρσενικών που μας έχουν φρικάρει τα τελευταία χρόνια. Μπορείτε να φιλοξενήσετε την παρακάτω συλλογή στην αίθουσα δακρύων που είμαι σίγουρη ότι διαθέτει το μουσείο σας.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος στον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου (1956), για το μοναδικό σουλούπι, για τις σκηνές που βγάζει τα γυαλιά του, γιατί πάντα ερωτευόταν και έχανε. Ο Χρήστος Ζορμπάς στην «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού (1971), για το ψηλοκρεμαστό ζεϊμπέκικο. Ο Αρης Ρέτσος στο «Οι απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου (1981), για τη νουρέγεφ κίνηση, για το θανατηφόρο βλέμμα, για τη φωνή που έρχεται από πολύ βαθιά. Ο Γιάννης Αβδελιώδης από «Το δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη (1986). Αισθηματίας ετών δέκα.

Ο Λάζαρος Ανδρέου και ο Αργύρης Μπακιρτζής, στο «Ο έρωτας στη χουρμαδιά» του Σταύρου Τσιώλη (1990) –πάντα κύριοι ακόμη και κερατωμένοι. Ο Γιάννης Στάνκογλου στο «Κι αν φύγω θα ξανάρθω» της Δώρας Μασκλαβάνου (2005), για τη νυχτερινή οδήγηση. Τέλος, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη (2010), για την απορία χωρίς απόρριψη απέναντι στην τρέλα.

Ερση Σωτηροπούλου

συγγραφέας

«Ο χορός των ωρών»

«Ο χορός των ωρών» της Καίης Τσιτσέλη. Ενα βιβλίο για τον χρόνο και την απόσταση των λέξεων από τα πράγματα. Σε μια εποχή στην οποία ο λόγος –πολιτικός, ιδιωτικός –μάς προδίδει ασύστολα και συχνά νιώθουμε ότι περπατάμε πάνω σε κινούμενη άμμο, η συλλογή των ολιγοσέλιδων διηγημάτων της με την έξοχη διεισδυτικότητα αποκτά μια αναπάντεχη φρεσκάδα. Μην έχετε αυταπάτες, μοιάζει να μας λέει η Καίη Τσιτσέλη, αυτή η κινούμενη άμμος δεν είναι παρά ένα ατέλειωτο παρόν, χωρίς ιστορική προοπτική, χωρίς μπρος και πίσω. Ζούμε μέσα στο άγονο παρόν. Αυτή η στιγμή, τώρα είναι η αιωνιότητα. Και ο ρόλος του συγγραφέα μέσα σε όλα αυτά; Είναι κι αυτός παγιδευμένος στη δίνη του ακίνητου χρόνου και την ίδια στιγμή συνένοχος στην προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει το ψέμα, τη μεταμφίεση των λέξεων στους δαιδάλους της αφήγησης. Ο συγγραφέας είναι ένας παραχαράκτης. Τελικά το μόνο που μένει είναι η επιθυμία. Ατρωτη, βασανιστική. Οπως στο διήγημα Καφές-φάντασμα: «Σήμερα πια πίνω καφέ με τη φαντασία μου, στηριγμένη στην ελλιπή εμπειρία που μου παραχωρούν οι τρεις από τις πέντε αισθήσεις μου –αρκούμενη σ’ έναν πρόλογο που δεν οδηγεί ποτέ στο κυρίως κείμενο. Κι από πίσω από το φάντασμα τρέχει λαχανιασμένη η επιθυμία, ανεξάντλητη, εσαεί ανανεωμένη».

Δεκαπέντε διηγήματα που αξίζει να διαβαστούν και να ξαναδιαβαστούν. Κάθε διήγημα ένα διαμάντι.

Αργύρης Μπακιρτζής

μουσικός, αρχιτέκτονας

«Αρχαίος ναός – εκκλησία – τζαμί»

Από πολλά χρόνια υπάρχει η επιταχυνόμενη τάση να γίνονται μουσειακά πολλά αντικείμενα αμέσως μετά ή ακόμη και πριν κατασκευαστούν. Ετσι αποχτούν υπεραξία και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία, γίνονται ένα εμπορικό προϊόν. Κάτι αντίστοιχο παρατηρούμε στην εκτίμηση και αντιμετώπιση των μνημείων του παρελθόντος. Για παράδειγμα, παλιά, όταν ανασκάπταμε και συντηρούσαμε ένα αρχιτεκτονικό μνημείο με πολλές φάσεις κατασκευής σε διάφορες εποχές, διατηρούσαμε την αρχική ή έστω την πιο σημαντική, προσπαθώντας όμως να αναδείξουμε τις παλιότερες φάσεις. Από μια βυζαντινή εκκλησία που στα θεμέλιά της ανακαλύφθηκαν τα υπολείμματα ενός αρχαίου ναού και η οποία μετατράπηκε αργότερα σε τζαμί και μετά πάλι σε εκκλησία θα κρατούσαμε τη βυζαντινή φάση του ναού, διατηρώντας σε υπόγειο το αρχαίο κτίσμα, προσπαθώντας να το αναδείξουμε. Σήμερα θα προσπαθήσουμε να μην καταστρέψουμε τίποτα –«Μην πειράξεις τίποτα» όπως λέει ο Δ. Σαββόπουλος –διατηρώντας πιθανόν μια νεότερη φάση εις βάρος μιας παλιότερης, μη αποκαλύπτοντας την ίδια ή στοιχεία της. Κάνοντας ένα ταξίδι στον χρόνο, ως λάτρης του Φίλιπ Ντικ και άλλων συγγραφέων που έχουν γράψει ιστορίες με ταξίδια στον χωροχρόνο, επιλέγω να αφιχθώ σε μια εποχή όπου όλα τα αντικείμενα είναι μουσειακά, οπότε αυτόματα μάλλον έχουν χάσει την υπεραξία τους. Οπότε καταλήγω με το ποίημα του Νικόλαου Κάλα «Προς την αγάπη»: «Mόνον μετά,/ αφού κατενοήθη η ματαιότητα κάθε καινούργιας προσπάθειας/ ο βίος έχει πιθανότητες να γίνει έξοχος/ τα πράγματα, τα όντα αρχίζουνε και ζουν/ μπορούν να καταλάβουν τη θέση που άλλοτε/ η ελπίδα είχε κατακτήσει».