Ο Σαρλ Εντουάρ Ζανερέ ή Λε Κορμπιζιέ, όπως προτιμούσε να λέγεται ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας του 20ού αιώνα, πέθανε από καρδιακή προσβολή ενώ κολυμπούσε. Αρκεί όμως να παρακολουθήσει κάποιος τη λειτουργία στο Ρονσάν, 25 χλμ. από το Μπελφόρ της Γαλλίας, για να διαπιστώσει ότι ο Κορμπί εξακολουθεί να είναι ολοζώντανος. Στο παρεκκλήσι της Νοτρ Νταμ ντι Ο λοιπόν, το οποίο θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα, καταφθάνουν πιστοί και επισκέπτες από όλον τον κόσμο, ακόμη και από τη μακρινή Ιαπωνία, για να προσκυνήσουν άλλοι την Παναγία και άλλοι τον Λε Κορμπιζιέ.

Σύμφωνα με τον Ρέντζο Πιάνο το παρεκκλήσι της Ρονσάν είναι «ένα από τα πιο όμορφα μέρη διαλογισμού στον κόσμο». Ακόμη και οι επικριτές τού Λε Κορμπιζιέ καταθέτουν τα όπλα μπροστά στο κορυφαίο έργο του. Ενα καθολικό εκκλησάκι εμπνευσμένο από έναν αγνωστικιστή αρχιτέκτονα προτεσταντικής εκπαίδευσης, ο οποίος έβαλε στην άκρη κάθε δογματισμό και αφέθηκε να το σχεδιάσει με απόλυτη ελευθερία και πλοηγό την εσωτερικότητά του. Μοναδικός περιορισμός του ήταν ο αριθμός των διακοσίων πιστών που παρακολουθούν τη λειτουργία της Κυριακής στο εσωτερικό του ναού και οι δύο χιλιάδες στον περίβολο κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος.

Παραδίδοντάς το στον Αρχιεπίσκοπο της Μπεζανσόν στις αρχές του καλοκαιριού του 1955, ο Λε Κορμπιζιέ το χαρακτήρισε έργο «δύσκολο, σχολαστικό, σκληρό, τραχύ, δυνατό ως προς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά ευαίσθητο και ζωντανό χάρη στις απόλυτες αναλογίες τού ανείπωτου χώρου». Πράγματι ο Λε Κορμπιζιέ έπλασε ένα κτίριο – γλυπτό από εμφανές μπετόν, όπου το παιχνίδι μεταξύ φωτός και σκιάς παίζει σημαντικό ρόλο στην υποβλητική ατμόσφαιρα του χώρου ενώ εξίσου σημαντική θεωρείται η αξιοποίηση της ακουστικής του τόπου.

Πρόσφατα ένα νέο κτίριο διά χειρός Ρέντσο Πιάνο ήλθε να προστεθεί στον περίβολο της Νοτρ Νταμ ντι Ο. Είναι ένα μικρό μοναστήρι με καταλύματα για τις καλόγριες της Μονής Κλαρ. Ανακατασκευάστηκε επίσης ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών. Η παρέμβαση όμως προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Το Ιδρυμα Λε Κορμπιζιέ αντέδρασε έντονα θεωρώντας ότι το νέο κτίριο βρίσκεται πολύ κοντά στην εκκλησία και ζήτησε από το υπουργείο Πολιτισμού την παύση του έργου. Ομως, η διοίκηση της εκκλησίας και διάσημοι αρχιτέκτονες από όλον τον κόσμο τάχθηκαν υπέρ της αρχιτεκτονικής λύσης του Ρέντσο Πιάνο. Το έργο που κόστισε 12 εκατ. ευρώ ολοκληρώθηκε πέρσι και μετά τα εγκαίνιά του τα πράγματα ησύχασαν.

Υπάρχουν όμως και άλλα θέματα «κακοποίησης» του έργου του Λε Κορμπιζιέ για τα οποία πρέπει να μεριμνά το Ιδρυμα, το οποίο είναι ο μοναδικός κληρονόμος του και στεγάζεται σε δύο ενοποιημένες κατοικίες που είχαν κατασκευαστεί από τον μετρ στην καρδιά του 16ου διαμερίσματος του Παρισιού.

Σύμφωνα με τη διαθήκη που συντάχθηκε το 1960, το Ιδρυμα ορίζεται ως οντότητα διοικητική αλλά και πνευματική με σκοπό «τη συνέχιση των προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής». Ο Λε Κορμπιζιέ άφησε 500.000 έγγραφα, 38.000 χάρτες, 6.000 σχέδια, καθώς και έργα ζωγραφικής, γλυπτά, ταξιδιωτικές σημειώσεις, φωτογραφίες, βιβλία. Ουδέποτε σταμάτησε να αρχειοθετεί το μέλλον του. Σαν να ήθελε να διατηρήσει όλα τα ίχνη της δουλειάς του με την απόλυτη επίγνωση ότι μια μέρα όλα αυτά θα ήταν σημαντικά. Και άρχισε πολύ νωρίς, δημοσιεύοντας τον πρώτο τόμο με το πλήρες έργο του το 1929, σε ηλικία 42 ετών.

Στο Ιδρυμα ανήκει επίσης το παρισινό διαμέρισμα του αρχιτέκτονα στην οδό Ναζεσέ – ε – Κολί και η βίλα Λε Λακ που είχε χτίσει για τους γονείς του κοντά στο Βεβέ της Ελβετίας. Ωστόσο, τα έσοδά του είναι ελάχιστα. Εκτός από τις πωλήσεις ταπισερί και τα πνευματικά δικαιώματα για την αναπαραγωγή φωτογραφιών σε βιβλία, αυτοχρηματοδοτείται κυρίως από τα δικαιώματα (36% επί της τιμής) των επίπλων του Κορμπί που παράγει κατ’ αποκλειστικότητα από το 1964 η ιταλική εταιρεία Cassina. Η επιτυχία της συλλογής LC – περιλαμβάνει άνετες πολυθρόνες, καρέκλες, σκαμπό και γραφεία – συνεχίζεται αμείωτη. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πρόβλημα το οποίο, σύμφωνα με τον διευθυντή της εταιρείας Τζιανλούκα Αρμέντο, έγκειται «στις απομιμήσεις, ειδικά τώρα πια που το Ιντερνετ ενισχύει την πειρατεία».

Το όνομα Le Corbusier είναι ένα εμπορικό σήμα, το οποίο προστατεύεται σε πολλές χώρες. Υπάρχουν πολλές συγκρούσεις για το αν κάτι είναι πλαστό ή όχι, ενώ μερικές φορές τα πράγματα αγριεύουν ακόμη περισσότερο όπως στην περίπτωση της ινδικής πόλης Τσαντιγκάρ – ο Λε Κορμπιζιέ τη θεωρούσε ως το «επιστέγασμα της δουλειάς του» -, η οποία έχει αρχίσει να λεηλατείται και πολλά αντικείμενα, ξύλινα παγκάκια, φωτιστικά δρόμων, ακόμη και καπάκια φρεατίων καταλήγουν να πωλούνται από διεθνείς εμπόρους έργων τέχνης και οίκους δημοπρασιών σε τιμές πολύ υψηλές. Στη διάρκεια του βίου του, ο Λε Κορμπιζιέ περνούσε τα πρωινά του ζωγραφίζοντας. Και μέχρι το 1928 υπέγραφε τα έργα του ως Ζανερέ. Ο Μισέλ Ζλοτόφσκι, διευθυντής γκαλερί στην οδό Ντε Σεν και βασικός έμπορος έργων του Λε Κορμπιζιέ στο Παρίσι, υπολογίζει ότι υπάρχουν περίπου 450 πίνακες, 8 τοιχογραφίες, 350 prints, 40 ταπισερί, 50 γλυπτά, 7.000 έργα σε χαρτί και μερικές εκατοντάδες κολάζ, τα οποία σπάνια εμφανίζονται σε αίθουσες δημοπρασιών. Πριν από τρία χρόνια, ο Ζλοτόφσκι αγόρασε από τον οίκο Κρίστι’ς έναντι 700.000 ευρώ έναν πίνακα με έναν ταύρο ύψους 2 μέτρων, τον οποίο πούλησε στη συνέχεια σε έναν πολύ μεγάλο συλλέκτη. Το 1987 όλα τα μουσεία του κόσμου ήθελαν να κάνουν επετειακές εκθέσεις για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Στη συνέχεια ξεχάστηκε, όμως το 2015 όταν θα συμπληρωθούν πενήντα χρόνια από τον θάνατό του προβλέπεται ότι θα γίνει «έκρηξη». Ηδη έχουν αναγγελθεί εκθέσεις που αρχίζουν φέτος το φθινόπωρο στη Μόσχα, για να συνεχιστούν στην Αγία Πετρούπολη, τη Στοκχόλμη, τη Ρώμη, τη Μασσαλία και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης πριν από την αποθέωση του μοντερνιστή καλλιτέχνη στο Κέντρο Πομπιντού το 2015. Στο μεταξύ, ένας μεγάλος διεθνής έμπορος έργων τέχνης (Landau Fine Art) εγκατεστημένος στον Καναδά παρουσιάζει σε όλες τις φουάρ έργα του Λε Κορμπιζιέ σε τιμές εξωφρενικές, τα λάδια του για παράδειγμα κυμαίνονται από 2 έως 4 εκατ. δολάρια. Ο Λε Κορμπιζιέ άρχισε ως χαράκτης διακοσμήσεων σε ρολόγια τσέπης, διέπρεψε όμως ως αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, ζωγράφος, γλύπτης και σχεδιαστής επίπλων. Εγραψε μαζί με τον ζωγράφο Αμεντέ Οζανφάν το μανιφέστο «Μετά τον κυβισμό» και ανέπτυξε τις θεωρίες του για μια νέα μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολεοδομία με άρθρα του στο περιοδικό «Λε Εσπρί Νουβό» και στα 38 βιβλία που εξέδωσε και τα οποία αποτελούν τη βίβλο πολλών νεότερων αρχιτεκτόνων.

Δεν σπούδασε αρχιτεκτονική. «Την εκπαίδευσή μου εγώ την πήρα μέσα από τα ταξίδια μου και τα μουσεία που επισκεπτόμουν. Στη συνέχεια πήγα να εργαστώ. Ανοιξα ένα γραφείο και πήρα τις πρώτες μου αναθέσεις. Και έτσι έγινα αρχιτέκτονας χωρίς να διαβάσω ούτε ένα αρχιτεκτονικό βιβλίο, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει τους επτά ρυθμούς της αρχιτεκτονικής» έχει πει σε συνέντευξή του που παραχώρησε στο αμερικανικό περιοδικό «Μόντουλους» έναν μήνα προτού πεθάνει.

Κατασκεύασε κατοικίες στις οποίες εφάρμοσε τα πέντε αξιώματα της αρχιτεκτονικής του (πιλοτή, επίπεδη οροφή, ελεύθερη κάτοψη, οριζόντιο παράθυρο, ελεύθερη πρόσοψη), εκκλησίες, μοναστήρια και πέντε οικιστικές ενότητες – «κάθετα χωριά», δηλαδή πολυκατοικίες γιγαντιαίων διαστάσεων με διαμερίσματα-μεζονέτες, αλλά και παιδικούς σταθμούς, ξενοδοχεία, μαγαζιά, βιβλιοθήκη, αίθουσα προβολών ακόμη και γυμναστήριο στην ταράτσα – στη Μασσαλία (όπου βρίσκεται και η πιο διάσημη), τη Ναντ, στο Φερμινί, στην κοινότητα του Μπριγιέ και στο Βερολίνο. Οι πολυκατοικίες του στεγάζουν χιλιάδες ανθρώπους και σε αντίθεση με τα εκλεπτυσμένα λευκά κτίρια της προπολεμικής περιόδου είναι από άγριο εμφανές μπετόν, βαμμένες με έντονα βασικά χρώματα.

Ο Λε Κορμπιζιέ έχει όμως κατηγορηθεί και για πολιτικό οπορτουνισμό. Το 1931 βρέθηκε στη Μόσχα προσπαθώντας να αναλάβει τη μελέτη του Παλατιού των Σοβιέτ και μία δεκαετία αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνεργάστηκε με το καθεστώς του Βισί. Υπήρξε συμπαθών των Ακροδεξιών, φιλοναζιστής και έχει κατηγορηθεί για αντισημιτισμό. «Ηταν και παραμένει ένας αποδιοπομπαίος τράγος, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη για κάθε αστική νεωτερικότητα, ακόμη και την πιο δογματική» λέει στη «Μοντ» ο αρχιτέκτονας Μαρκ Μιμράμ, ενώ ο Φρεντερίκ Εντελμάν, παλαιός κριτικός αρχιτεκτονικής της γαλλικής εφημερίδας, αν και γοητευμένος από το έργο του ιδιοφυούς αρχιτέκτονα δεν θεωρεί λιγότερο «καταστροφικές» τις συνέπειες του δογματισμού του και του πολεοδομικού σχεδιασμού του. Γιατί μπορεί ο Λε Κορμπιζιέ να μην είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία των μεγαλουπόλεων, είναι όμως ένας από τους μεγάλους εμπνευστές τους.