Πώς σκέφτονται οι εικόνες πώς μετατρέπονται σε λόγο; για να τι τον κίνησε και / πού έφτασε να δεις… πώς και ανοίξανε τι γίνανε οι τρύπες της ψυχής / ψυχή στο τοπίο των ρημάτων ο νους ψάχνει. οιωνίσματα και αινίγματα η / εξέλιξη της παραλίας και η κληρονομιά των ερειπίων…» Νίκος Αργυρόπουλος («Με τα μάτια του Juan Rulfo»)

O Χουάν Ρούλφο γεννήθηκε το 1917 στο Χαλίσκο του Μεξικού και μέχρι τα δέκα του χρόνια είχε χάσει και τους δυο γονείς του – ο πατέρας του δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης των «κριστέρος» (1926-1929). Το 1935, έχοντας εγκαταλείψει τις νομικές σπουδές του, εγκαθίσταται στην Πόλη του Μεξικού, οπότε και αρχίζει να δημοσιεύει διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1953 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Ο κάμπος στις φλόγες» και το 1955 το πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα «Πέδρο Πάραμο», για το οποίο του απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Μεξικού το 1970 και το ισπανικό βραβείο Principe de Asturias το 1983. Πεθαίνει το 1986 χωρίς να έχει δημοσιεύσει άλλο έργο. Το «Πέδρο Πάραμο» θεωρήθηκε και θεωρείται όχι μόνο σταθμός στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία ως πρόδρομος του «μαγικού ρεαλισμού», έχοντας σαφώς και δεδηλωμένα επηρεάσει πολλούς συγγραφείς αυτού του είδους, όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Κάρλος Φουέντες, ο Οκτάβιο Πας, αλλά και ως ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του 20ού αιώνα παγκοσμίως.

Η υπόθεση τοποθετείται στα χρόνια της μεξικανικής επανάστασης (1910-1920), που ξεκίνησε ως αντίδραση στην καταπάτηση της αγροτικής γης από το κράτος και την οικονομική ελιτ, η οποία είχε οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Ο Χουάν Πρεσιάδο, εκτελώντας μια επιθανάτια επιθυμία της μητέρας του, επιστρέφει στην Κομάλα, τη γενέθλια πόλη την οποία εγκατέλειψε ως νήπιο, για να γνωρίσει τον μεγαλοτσιφλικά πατέρα του και να (ξανα)ζήσει τις νεανικές αναμνήσεις της μητέρας του. Σταδιακά συνειδητοποιεί ότι η πόλη είναι ακατοίκητη και ερειπωμένη και όλοι όσους συναντά και συνδιαλέγεται μαζί τους, στην πλειονότητά τους γυναίκες, είναι νεκροί. Οι γυναίκες αυτές – οι πιο πολλές απ’ τις οποίες αποτελούν υποκατάστατα της βιολογικής μητέρας του Χουάν, ενώ έχουν υπάρξει θύματα της ανδρικής βίας και κυρίως της βίας που εκπορεύτηκε από την πατρική του φαμίλια – συμβολικά αντανακλούν την αλωμένη και εγκαταλελειμμένη γης της Κομάλα. Τελικά πεθαίνει και ο ίδιος ζευγαρώνοντας με μια απ’ αυτές τις γυναίκες και από αυτό το σημείο και μετά η ιστορία εξελίσσεται μέσω των αφηγήσεων των γειτόνων του, στην πλειονότητά τους γυναικών και πάλι, στους τάφους της Κομάλα όπου βρίσκεται θαμμένος.

Η Κομάλα αποτελεί αφενός τον χώρο όπου υποτίθεται συμβαίνει η ιστορία (και που ταυτίζεται με την Κόλαση λόγω ζέστης, διαφθοράς αλλά και ετυμολογίας αυτής καθεαυτή της λέξης «Κομάλα») και αφετέρου την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου – ένας χώρος όμως του οποίου η «ύπαρξη» διαρκώς υπονομεύεται, αφού, όπως και όλοι οι υπόλοιποι ήρωες, υπάρχει μόνο στις αναμνήσεις των ήδη νεκρών αφηγητών – ηρώων και φυσικά στους θρύλους του συλλογικού υποσυνειδήτου. Η αφήγηση είναι πολυεστιακή, παρότι στην αρχή δημιουργείται η εντύπωση ότι αφηγητής είναι ο Χουάν Πρεσιάδο, ο οποίος – και μέχρι τον δικό του θάνατο – αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο το «παρόν» της ιστορίας. Το «Πέδρο Πάραμο», το οποίο στην αρχή επικρίθηκε από την εντόπια κριτική λόγω της έντονα νεωτερικής του φόρμας, υπονομεύει συστηματικά όλες τις συμβάσεις της παραδοσιακής αφηγηματολογίας μέσω της ακύρωσης του γραμμικού χρόνου εξέλιξης της πλοκής, του κατακερματισμένου προσώπου του αφηγητή, της ανεπαρκούς διάκρισης μεταξύ «πραγματικότητας» και φαντασίας κ.λπ.

Το «Πέδρο Πάραμο» «παίζει» σε διάφορα επίπεδα: στην (ομηρική) κάθοδο του ήρωα στον Αδη, στη συγκεκριμένη περίπτωση προς αναζήτηση του Πατέρα, του πατρικού (και πατριαρχικού) γένους. Στην (ταξική) σύγκρουση ανάμεσα στους τσιφλικάδες ενός απαρχαιωμένου φεουδαρχικού συστήματος και των εξαθλιωμένων οικονομικά, ηθικά και ψυχολογικά κολίγων. Στην έμφυλη καταπίεση, δεδομένου ότι οι τσιφλικάδες – καταπατητές της γης βιάζουν και νέμονται παράλληλα και τις γυναίκες της. Τέλος, στο μελόδραμα μέσα απ’ το θανατηφόρο τέλος ενός μεγάλου και αδιέξοδου έρωτα.

Παρότι μαρξιστής, ο Ρούλφο δεν επιλέγει μια κάθαρση στη βάση μιας επαναστατικής ταξικής πάλης, αλλά στο πλαίσιο ενός υπαρξιακού προβληματισμού. Εδώ ο θάνατος, ο μέγας αφέντης τσιφλικάδων μαζί και κολίγων, γεφυρώνει όλες τις αντιπαλότητες, κοινωνικές, ηθικές και συναισθηματικές. Ταυτόχρονα, όμως, ο θάνατος είναι αυτός που δίνει φωνή στις αναμνήσεις, που μετατρέπει τις εικόνες σε λόγο, που απογυμνώνει τις λέξεις απ’ τον ήχο τους.

«Ετούτο το χωριό είναι γεμάτο αντίλαλους. Μοιάζουνε σαν φυλακισμένοι στις ρωγμές των τοίχων ή κάτω απ’ τις πέτρες. Σαν περπατάς, νιώθεις ότι ακολουθούν τα βήματά σου. Ακούς τριξίματα. Γέλια. Γέλια τόσο παλιά πια, σαν κουρασμένα να γελάνε. Φωνές λιωμένες ήδη απ’ τη χρήση. Ολα αυτά ακούς. Σκέφτομαι πως θα ‘ρθεί μια μέρα που θα σβήσουνε αυτοί οι ήχοι».

Ο Χουάν πεθαίνει όταν εκτίθεται στα τοξικά κατάλοιπα του παρελθόντος που αποπνέει ο τόπος, στις φωνές και στους ψιθύρους των νεκρών κατοίκων της Κομάλα. «Με σκότωσαν τα μουρμουρητά», λέει ο ίδιος σε κάποιο άλλο σημείο του βιβλίου στη γυναίκα – συγκάτοικό του στον τάφο ονόματι Ντοροτέα. Αξίζει φυσικά να αναφέρουμε ότι «Τα μουρμουρητά» ήταν ο τίτλος που είχε αρχικά επιλέξει ο Ρούλφο για το βιβλίο. Ο θάνατος εδώ κατατροπώνεται μόνο μέσω της γραφής, της καταγραφής και διαιώνισης των εικόνων – αναμνήσεων και ήχων, που δεν θα τους επιτρέψουν να σβηστούν κάποτε απ’ την πολλή τη χρήση ή λόγω του φυσικού θανάτου των φορέων τους.

Το επίτευγμα του Χουάν Ρούλφο βρίσκεται στο ότι καταφέρνει να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο του τόπου του, της μεξικανικής ιστορίας και πολιτισμικής παράδοσης, μεταγγίζοντας τα πιο πολυδουλεμένα υλικά της ανθρώπινης εμπειρίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο θάνατος, ο έρωτας, η εξουσία, η βία αλλά και η γραφή η ίδια, σε νεόκοπα (τουλάχιστον για το 1955) καλούπια. Ενα συγκλονιστικό και ταυτόχρονα κλασικό μυθιστόρημα.