Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι δεν έχω ψυχή. Ότι δεν έχω μνήμη. Απλώς

καταγράφω, λένε, κάθε τι που περνάει από μπροστά μου κι αυτό είναι όλο.

Αυτό που οι άνθρωποι αγνοούν, είναι ότι εκείνοι δίνουν ψυχή σε ό,τι επιλέγουν.

Φυσούν την ενέργειά τους, συνειδητά ή ασυνείδητα, μέσα σε διάφορα αντικείμενα.

Τα χρωματίζουν με ιδιότητες. Κι όσο τις πιστεύουν, οι ιδιότητες αυτές

συνεχίζουν να υπάρχουν.

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», ρωτούσε, κάθε πρωί που ξυπνούσε, εκείνη η εγωπαθής

στρίγγλα, «ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο;». «Εσύ, πάντα εσύ!», απαντούσε

ο καθρέφτης. Κι επειδή ένας καθρέφτης από μόνος του δεν ψεύδεται ποτέ: «Η

Χιονάτη» απάντησε μια μέρα ο καθρέφτης. «Όχι εσύ. Όχι πια!».

Τον έσπασε, γιατί δεν άντεχε την αλήθεια του. Ήταν όμως ο καθρέφτης που της

είχε δώσει τη μοιραία απάντηση ή η ίδια η ψυχή της; Εκείνον έκανε κομμάτια ή

την ψυχή της; Ή μήπως η ψυχή της είχε από καιρό περάσει στον καθρέφτη;

Μυστήρια πλάσματα οι άνθρωποι. Κάθε καινούργια μέρα είναι απαράλλαχτα οι

ίδιοι, μα και τελείως άλλοι.

Στέκεται απέναντί μου, γυμνός και στάζει. Μόλις βγήκε απ’ το μπάνιο, μα δεν

έκανε τον κόπο να σκουπιστεί. Τον άλλο μήνα κλείνει τα δεκαεφτά. Με κοιτάζει

επίμονα. Μοιάζει ψηλότερος από χτες και θυμωμένος. Μ’ έναν λυπημένο τρόπο

θυμωμένος, εμένα δεν μπορεί να μού κρυφτεί. Έχω την ιδιότητα αυτόματα να

συγχρονίζομαι μαζί του. Να παίρνω κατευθείαν τις εκφράσεις, τα χαρακτηριστικά

του, τις διαθέσεις του. Ο ίδιος άλλωστε διάλεξε να με κουβαλήσει απ’ την

κρεβατοκάμαρα της μάνας του στο δωμάτιό του. Από κείνη τη μέρα μ’ έκανε

αποκλειστικά δικό του. Έμπιστο της εικόνας του.

Έχουμε σχεδόν το ίδιο μπόι και στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο. Το βλέμμα

μου αντιγυρίζει το δικό του, τα μάτια μας πετάνε σπίθες. Θέλει να με χτυπήσει;

Να με κάνει χίλια κομμάτια; Τι έχει πάθει; Πρώτη φορά ξεστομίζει τέτοιες

λέξεις δυνατά: «Αρχίδι! Κατουρημένε! Αποτυχημένε!». Του τις επιστρέφω

ταυτόχρονα, μα μέσα στο δωμάτιο ακούγεται μόνο η δική του φωνή. Ξαφνικά,

παίρνει μια απαίσια έκφραση και μου δείχνει τα δόντια του. Με φτύνει. Ακριβώς

την ίδια στιγμή τον έχω φτύσει κι εγώ, όμως το σάλιο του με βρίσκει

καταπρόσωπο και κυλάει πάνω μου. Τρελαμένος τρέχει, ανοίγει ένα συρτάρι,

βγάζει τον σουγιά του και ξανάρχεται. Πιέζει το κουμπί και το ελατήριο τινάζει

τη λεπίδα έξω. «Σκουλήκι! Θα σε κόψω χίλιες φέτες! Θα σε χαρακώσω, έτσι για να

με θυμάσαι πάντα!».

Χτυπάει το κινητό του. Τ’ αρπάζει πάνω απ’ το κρεβάτι, αναγνωρίζει την κλήση.

Απαντάει, αλλά κρατάει το δολοφονικό του βλέμμα καρφωμένο πάνω μου και στο

άλλο χέρι τη λεπίδα να αστράφτει:

«Τώρα τι θες; Τά ‘παμε, δεν τά ‘παμε; Βγες με τις φίλες σου, βγες μ’ όποιον

μαλάκα θέλεις… Εγώ τρελάθηκα; Να μην ξαναπάρεις ποτέ, τ’ ακούς; Θα την κάνω

ρε, δεν θα μπορέσεις να με ξαναβρείς!».

Μόλις κλείνει, πετάει το κινητό πάλι πάνω στο κρεβάτι. Εκείνο ξαναχτυπάει. Ο

διαπεραστικός ήχος επιμένει.

«Άντε χέσου λοιπόν!».

«Τοκ, τοκ». Η πόρτα του δωματίου του. «Τοκ, τοκ, τοκ» η πόρτα, ενώ το κινητό

συνεχίζει να καλεί.

«Χέσου!!!». Το κινητό σταματάει. Η πόρτα μισανοίγει, ίσα που να φανεί το χέρι

της, δύο χρόνια μεγαλύτερης αδελφής του, της Τάνιας. Τα νύχια της, αν και

κοντά, είναι βαμμένα σκούρα μπλέ. Ανάμεσα στον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο με

το μεγάλο δαχτυλίδι καπνίζει ένα μακρύ στριφτό τσιγάρο:

– Χέστηκε κανείς; ακούγεται χαχανιστή η φωνή της.

– Ναι, ο Βούδας!, της απαντάει καθώς παίρνει το τσιγάρο.

Κάθονται πάνω στο κρεβάτι:

– Αύριο πετάω Λονδίνο.

Ξεφυσάει τον καπνό που είχε κρατημένο:

– Καλά, εσύ… Συνέχεια ιπτάμενη είσαι…

– Α, ρε νιάναρο! Φέρ’ το τσιγάρο!

– Σιγά ντε! Πότε γυρνάς;

– Όταν δώσω το μάθημα.

– Καλά πώς τ’ αντέχεις τα κωλοναυτιλιακά; Θέλεις να γίνεις σαν τον μαλάκα;

– Μαλάκας ο πατέρας;

– Θα τον δεις;

– Ε, δεν θα τον δω;

– Θα σου δώσει λεφτά;

– Πάντα κάτι δίνει.

– Τριπάκια θα φέρεις;

– Θα φέρω.

– Ξέρεις, όταν γυρίσεις, μπορεί και να μη με βρεις εδώ…

– Γιατί, πού θα ‘σαι;

– Δεν ξέρω…

Έγειρε ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι. Η Τάνια βγήκε, ξαναμπήκε ύστερα από ώρα

ντυμένη για έξοδο. Κοιτάχτηκε και για λίγο πάνω μου σουφρώνοντας τα χείλια

της. Κάτι του είπε, εκείνος είχε ανοιχτά τα μάτια στο ταβάνι. Η Τάνια έφυγε

από το σπίτι. Το κινητό άρχισε να ξαναχτυπά. Σηκώθηκε, άνοιξε την ένταση της

μουσικής στη διαπασών. Το έβαλε στην ολική επανάληψη, ξαναξάπλωσε κι έκλεισε

τα μάτια του. Μπουπ μπουπ, ντάπα ντουπ μποπ. Μια χαώδης φωνή σε ανατολίτικα

ηλεκτρονικά. Παγωμένα φορτία να περνάνε σε αλλεπάλληλα ηχητικά βαγόνια, μπιτ,

μπάπα μπουπ ντοπ. Σε συνεχή επανάληψη.

Κράτησε τα μάτια κλειστά, ώσπου άρχισε να σουρουπώνει. Αποκοιμήθηκε;

Η πόρτα του δωματίου ανοίγει κι ένα γυναικείο χέρι ψάχνει μέσα στο σκοτάδι τον

διακόπτη. Ηλεκτρικό φως.

– Σβήσ’ τοοο!

– Εσύ να κλείσεις τη μουσική! Ακούγεται μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας!

– Ωχ, ρε μάνα!, χασμουριέται.

Σηκώνεται τρεκλίζοντας και χαμηλώνει την ένταση.

– «Ωχ ρε μάνα», ε; (Το επαναλαμβάνει, λες και θέλει να το ξανακούσει η ίδια).

Τι κάνεις εδώ στα θεοσκότεινα;

– Τη νυχτερίδα! Τι να κάνω ρε μάνα; Κοιμάμαι!

Σηκώνει τη μύτη της μυρίζοντας τον χώρο:

– Τεκέ το κάναμε εδώ μέσα; Τι κάπνισες; Μυρίζει μαύρο!

– Το μυαλό μου μυρίζει!

Τον πλησιάζει και του πιάνει το πρόσωπο. Εκείνος τραβιέται:

– Κοίτα με στα μάτια!

– Άσε με! Κι εσύ πού ξέρεις πώς μυρίζει το μαύρο, μου λες;

– Κοίτα με στα μάτια, είπα! Παίρνεις κρυφά τ’ αυτοκίνητο;

– Ναι, το παίρνω.

– Καιρό;

– Το ‘χω πάρει δυο φορές…

– Για να σκοτωθείς; Αφού δεν ξέρεις να οδηγείς!

– Ξέρω!

– Γι’ αυτό έγδαρες το φτερό;

– Ωχ, παράτα με…

– Και καλά όλ’ αυτά! Τουλάχιστον δεν μπορούσες ν’ αδειάσεις το τασάκι απ’ τις

τζιβάνες;

– Τζιβάνες;

– Ναι, ο Άρης τις μύρισε και είπε…

Την αρπάζει από τα χέρια και τη σπρώχνει μακριά:

– Χέσε με με τον Άρη σου! Τι είναι δηλαδή ο Άρης; Πιο μάγκας από μας; Ούτε καν

ο πατέρας μου δεν είναι!

– Το αυτοκίνητο δεν θα το ξαναπάρεις μέχρι να βγάλεις δίπλωμα! Μ’ ακούς;

Βγαίνει και κλείνει πίσω της με πάταγο την πόρτα.

Εκείνος ουρλιάζει:

– Να πεις του Άρη να ‘ρθεί και να μας κλάσει τ’ αρχίδια!!!

Σηκώνει το κινητό:

«Έλα ρε, τι έγινε; Πάλι χάθηκες στο Δίκτυο; Καινούργια διεύθυνση με τσόντες;

Πού τη βρήκες; Στείλ’ τη, αν και δεν θα μπω. Όχι σου λέω ρε, βαριέμαι. Δεν

ξέρω, είμαι σκασμένος απόψε. Είσαι για καμιά βόλτα; Όχι, δεν μπορώ να το πάρω.

Πάρε το εξ τι του αδελφού σου. Πού γυρνάει ο χαμένος; Καλά, πέρνα από τον

Χρήστο κι αν δεν σου δώσει το παπί, ελάτε μαζί. Τι πειράζει, μωρέ μαλάκα,

τρικάβαλο! Ξέρω ‘γώ πού να πάμε; Πλατεία, παραλία, στα Γυμνάσια για μπάσκετ,

έχει σημασία; Πάμε να βάψουμε κάναν τοίχο… Σε μισή ώρα από κάτω, ‘ντάξει;».

Πάει στην πόρτα. Την ανοίγει και φωνάζει:

– Μάνα! Ρε μάνααα!

– Τι θες; ακούγεται η φωνή της.

– Το παντελόνι μου πού είναι;

– Ποιο παντελόνι πάλι;

– Εκείνο το σκισμένο! Δεν είναι ‘δώ!

– Το ‘βαλα στο πλυντήριο!

– Πού;

– Στο πλυντήριο!! Είχε γίνει κατάμαυρο! Άσε με, μιλάω στο τηλέφωνο!!

Μένει για λίγο σκεφτικός στην πόρτα. Ακούει τη φωνή της χαμηλωμένη να συζητάει

στο τηλέφωνο. Ύστερα κάποια χαχανητά της. Κλείνει με δύναμη την πόρτα.

Στέκεται πάλι μπροστά μου. Με το ένα χέρι ανακατεύει τα μαλλιά, με το άλλο μου

δείχνει τα γεννητικά του. Τον παίζει λίγο να μεγαλώσει. Θεέ μου, όχι ξανά!

Τουλάχιστον να με σκουπίσει αμέσως μετά! Απόψε όμως δεν φαίνεται σε πλήρη

ερωτική ανάπτυξη.

Πάει στην ντουλάπα, βρίσκει μια μακριά βερμούδα και τη φοράει. Δυο

διαφορετικές κάλτσες και τ’ αθλητικά παπούτσια. Ένα μπλουζάκι κομμένο στους

ώμους από πάνω.

Φουσκώνει το στήθος. Σφίγγει τα μπράτσα να φανούνε τα ποντίκια. Δεξί προφίλ.

Αριστερό. Μου στέλνει ένα κακό χαμόγελο και παίρνει το σπρέι. Βγάζει το

καπάκι, το κουνάει λίγο συλλογισμένος. Απευθυνόμενος σε μένα επαναλαμβάνει τα

τελευταία λόγια που είπε με την Τάνια:

– Ξέρεις, όταν γυρίσεις, μπορεί και να μη με βρείς εδώ…

– Γιατί πού θα ‘σαι; μιμούμενος τη φωνή της αδελφής του.

– Δεν ξέρω…

Κουνάει την μπίλια πιο δυνατά, με πλησιάζει και βάζει επάνω μου με μαύρη

μπογιά την υπογραφή του: CRUEL.