Ο Αριστείδης στάθηκε στη μέση του χωματόδρομου, έβαλε το χέρι μπρος στα μάτια και κάρφωσε το βλέμμα του στον ορίζοντα. Λίγο πιο μακριά και μέσα στη νύχτα τρεις εστίες φωτιάς είχαν μόλις ανάψει. Την ώρα που οι φλόγες υψώνονταν στον ουρανό και η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική από τη μυρωδιά καμένου λάστιχου και σκουπιδιών, εκείνος μπήκε στο δωμάτιό του. Κάθησε στο κρεβάτι και άνοιξε τη συσκευή του οξυγόνου. Φόρεσε τη μάσκα και σιγοψιθύρισε «θέλω να μείνω σε αυτόν τον τόπο, αλλά είναι σκληρή αυτή η «Παλιοζωή»».
«Παλιοζωή» ονομάζουν την περιοχή οι περισσότεροι κάτοικοι. Εδώ, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τη χωματερή της Φυλής και μόλις δέκα λεπτά από το κέντρο του Ασπροπύργου, βρίσκεται μια παραγκούπολη πνιγμένη στα σκουπίδια και περιτριγυρισμένη από εργοστάσια και εγκαταλειμμένες βιοτεχνίες.

Τριγύρω αγκαθωτά συρματοπλέγματα και πέτρινες μάντρες υψώνονται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συγκρατήσουν τους επίδοξους εισβολείς. Η πολύβουη Λεωφόρος ΝΑΤΟ το βράδυ ερημώνει και μοιάζει σαν το φυσικό σύνορο το οποίο δύσκολα διασχίζει κανείς.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, περιπολικά της Αστυνομίας, ασθενοφόρα, ταξί και λεωφορεία έχουν δεχθεί κατά καιρούς επιθέσεις στην προσπάθειά τους να μπουν στον οικισμό. Λίγα χρόνια πριν, ομάδα νεαρών ατόμων έστηνε καρτέρι στον κεντρικό δρόμο και αφού λήστευε τους οδηγούς με την απειλή μαχαιριού χανόταν στους σκοτεινούς δρόμους της «Παλιοζωής» ή, όπως ονομάζεται στην πραγματικότητα ο οικισμός, της Νέας Ζωής.

Ο χαμένος παράδεισος

Η κατάσταση δεν ήταν όμως πάντα έτσι. «Οταν ήμουν μικρός, υπήρχαν παντού χωράφια και δέντρα. Ακόμα θυμάμαι τη μητέρα μου να μαζεύει σαλιγκάρια και χόρτα απέναντι από το σπίτι μας. Τότε υπήρχαν ελάχιστα σπίτια και η Νέα Ζωή έμοιαζε με έναν επίγειο παράδεισο» λέει ο Βαγγέλης, κάτοικος της περιοχής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 εγκαταστάθηκαν εδώ μετανάστες από το Πακιστάν, την Ινδία και το Μπανγκλαντές.

Τρεις δεκαετίες αργότερα ήρθαν οι Ελληνοπόντιοι και οι Ρομά. Σήμερα, οι εγγεγραμμένοι δημότες του οικισμού είναι γύρω στους 600, ενώ αυτή τη στιγμή υπερισχύουν αριθμητικά οι Ελληνες και Αλβανοί Ρομά. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που επιβιώνουν στη σκιά της χωματερής.

Πίσω, στο απόμερο σπίτι του οικισμού, ο Αριστείδης κάθεται στα σκοτεινά αναπνέοντας ακόμα με δυσκολία. Γύρω του πολύχρωμα φωτάκια αναβοσβήνουν πάνω στους μπλε και πράσινους τοίχους του σπιτιού του. Ο Αριστείδης είναι Ελληνας Ρομά και ζει στον καταυλισμό τα τελευταία είκοσι χρόνια. Δουλεύει ως παλιατζής μαζεύοντας κυρίως παλιοσίδερα από τους δρόμους του Ασπροπύργου και των γύρω περιοχών. «Οταν λέμε ότι μένουμε στη Νέα Ζωή, όλοι μας κοιτάνε καχύποπτα. Προσωπικά, φοβάμαι να μπω μέσα στη χωματερή. Εκεί υπάρχει η μαφία των σκουπιδιών. Κάνουν κουμάντο διαφορετικές ομάδες και δεν αστειεύονται. Ιδιαίτερα τώρα που δεν υπάρχει δουλειά. Ξέρεις πόσοι έχουν εξαφανιστεί και δεν τους έχουν βρει ποτέ;».

Οι φωτιές έχουν ήδη σβήσει αφήνοντας πίσω τους το πολύτιμο λιωμένο μέταλλο, το οποίο θα πουληθεί στην πλησιέστερη μάντρα για λίγα ευρώ. Στην άλλη άκρη του οικισμού, από ένα αυτοσχέδιο τζαμί ακούγεται ο ιμάμης που καλεί σε προσευχή. Λίγο πιο μακριά, μέσα στα σκουπίδια, βρίσκεται ένα εγκαταλειμμένο κτίριο στο οποίο παλιά στεγαζόταν ο ΟΤΕ. Τριγύρω ημίγυμνα παιδιά παίζουν ή κάνουν κόντρες με αυτοσχέδια μηχανάκια, ενώ πίσω από τις ψηλές μάντρες και τα συρματοπλέγματα διακρίνεται στους τοίχους του ένα σύνθημα ανορθόγραφα γραμμένο «Η πόλη τον νεκρών».