Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 7.15 π.µ. ακριβώς. Ο χειµώνας βαρύς, όχι µόνο γιατί φέτος το κρύο είναι τσουχτερό, αλλά και γιατί τα γκρίζα σύννεφα που σκεπάζουν τον γαλανόλευκο ουρανό της Ελλάδας «σκεπάζουν» και τις ελληνικές καρδιές µεγάλων και µικρών. Κοιτάζω το ρολόι. Οι σκέψεις µε συνεπήραν, η ώρα πήγε 7.30 π.µ. και θα πρέπει να φύγω για να προλάβω το κουδούνι του σχολείου. Αγαπώ πολύ το σχολείο µου, τους συµµαθητές µου, τους καθηγητές µου και ειδικά τον µοναδικό, ιδιαίτερο, ιδιόρρυθµο καθηγητή των Θρησκευτικών µου. Δεν ξέρω φέτος τι µου έχει συµβεί. Μάλλον µεγάλωσα ξαφνικά και πιάνω τον εαυτό µου να αναλύει ή και να συνειδητοποιεί καταστάσεις άγνωστες ως τώρα. Εξάλλου είµαι πια 16 χρονών!

Φτάνω στο σχολείο. Στη µεγάλη καγκελωτή πόρτα συναντώ τον κ. «Π», τον αγαπηµένο µου καθηγητή. Φαντάζει σαν µια φιγούρα από αλλοτινές εποχές. Μεγαλόσωµος, µε γκρίζα γένια, γαλανά µάτια και πρόσωπο που µοιάζει σαν να χαµογελάει πάντα. Είναι πάνω στο ποδήλατό του. Πάντα µε αυτό έρχεται. Το ντύσιµό του θυµίζει κάποιον που ζει στη δεκαετία του ’80. Τον καληµερίζω και όλο χαµόγελο µου λέει: «Καληµέρα καλό µου παιδί. Πρώτη ώρα Θρησκευτικά, θα το αντέξεις;». Το γέλιο του αντηχεί, µπλέκεται µε τις φωνές των παιδιών και τον ήχο του κουδουνιού, που φυσικά δεν µας αφήνει να ξεχάσουµε πού είµαστε.

Μπαίνουµε στην τάξη. Ο κύριος «Π» ακολουθεί. Τον κοιτάζω και δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτοµαι τις ελληνικές οικογένειες της οικονοµικής κρίσης. Θυµάµαι µια µέρα που µας είχε αναφέρει ότι είναι πατέρας εφτά παιδιών. Αλήθεια, οι γονείς µου –ο ένας δουλεύει γιατί ο άλλος είναι άνεργος –δεν τα καταφέρνουν µε ένα µόνο παιδί. Ο άνθρωπος αυτός πώς αντιµετωπίζει τα έξοδα των εφτά; Τα φροντιστήρια µόνο, γιατί ως γνωστόν η δωρεάν παιδεία δεν καλύπτει τη µόρφωσή µου, αναλογούν στο ένα τέταρτο του ενός µισθού που µπαίνει στην οικογένειά µας. Πού αλλού να αναφερθώ, στην ένδυσή µου ή στα καθηµερινά µου χαρτζιλίκια; Πραγµατικά, δεν θέλω να σκεφτώ πώς αυτός ο άνθρωπος µπορεί και µεγαλώνει, όχι ένα, ούτε δύο, αλλά εφτά παιδιά. Καταλαβαίνω λοιπόν, γιατί κάθε µέρα καταφθάνει στο σχολείο µε το πανάρχαιο ποδήλατό του. Μήπως τελικά το εισόδηµά του δεν του επιτρέπει έναν πιο πολυτελή τρόπο µεταφοράς; Είναι παρ’ όλα αυτά χαµογελαστός και χαµογελαστός παραµένει όταν ξαφνικά µε ρωτάει: «Αποστόλη παιδί µου, σου είπα ότι δεν θα αντέξεις την πρώτη ώρα, πού πλανάται το µυαλουδάκι σου πρωί πρωί;». «Συγγνώµη κύριε», του απαντώ, «απλά σκέφτοµαι κάποια πράγµατα σήµερα». Με ρωτάει τι, αλλά κοκκινίζω και ντρέποµαι να του απαντήσω. Κάθε µέρα παρατηρώ τους συµµαθητές µου. Oταν ήµασταν στο Δηµοτικό, πριν από πέντε χρόνια, τα γέλια αντηχούσαν σε κάθε διάλειµµα, αλλά όλα ήταν λίγο διαφορετικά τότε. Και τώρα γελάµε, αλλά πολλές φορές εκτός από την αγωνία των διαγωνισµάτων βλέπω συµµαθητές µου να κρυφοκοιτούν εκείνους που αγόρασαν ένα κουλούρι από το κυλικείο για δεκατιανό. Το πιο φθηνό κολατσιό και όµως κάποιοι φίλοι µου δεν µπορούν ούτε αυτό να αγοράσουν. Aλλοτε συνδράµω εγώ και άλλοτε συνδράµουν αυτοί εµένα, κυρίως όταν είναι το τέλος του µήνα, γιατί η µητέρα µου τότε τα φέρνει πιο δύσκολα, καθώς περιµένει τις αρχές του µήνα για να πληρωθεί.

Οι συµµαθητές µου ξεκαρδίζονται στα γέλια και ο κύριος «Π» προσπαθεί να επιβάλει την τάξη µέσα στην αταξία. «Ελάτε παιδιά µου, µη γελάτε µε τον συµµαθητή σας. Σήµερα µπορεί να κατάλαβε κάτι για την πραγµατική ζωή». Τον κοιτάζω στα µάτια µε απορία. Μα καλά, είναι δυνατόν να διαβάζει το µυαλό µου, αναρωτιέµαι. Τον παρατηρώ που πλησιάζει µια από τις συµµαθήτριές µου και της πιάνει τον ώµο. Εκείνη κατεβάζει το κεφάλι. «Eλα κορίτσι µου, άλλαξε θέση µε τη διπλανή σου για να είσαι πιο κοντά στο καλοριφέρ». Μόλις σήµερα παρατήρησα τη συµµαθήτριά µου. Δεν είχα προσέξει ότι όλο τον χρόνο έρχεται µε το πιο λεπτό πανωφόρι από όλους µας. Στο διάλειµµα θα πω διακριτικά σε όλους να βρούµε ό,τι ρούχα µπορούµε και να της τα φέρουµε. Η αφορµή θα είναι τα γεννέθλιά της, θα είναι το δώρο µας. Δεν θα ήθελα να το δει σαν ελεηµοσύνη.

Με αυτά και αυτά, πραγµατικά δεν παρακολούθησα το µάθηµα. Το πρώτο διάλειµµα έφθασε και εγώ τελικά πήρα ένα µάθηµα ζωής. Κατ’ αρχήν, από έναν καθηγήτη – γονιό της Ελλάδας του 2015, της Ελλάδας της οικονοµικής κρίσης. Οι σκέψεις µου όµως µε οδήγησαν και στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι συµµαθητές µου, αλλά και εγώ. Είµαστε παιδιά οικογενειών που κάποια είναι τυχερά αν ο ένας γονιός τους έχει δουλειά. Τι κι αν λοιπόν όλοι τα φέρνουµε δύσκολα; Oταν έχουµε θέληση και αγαπάµε ο ένας τον άλλο, όταν είµαστε κοντά και βοηθάµε τους συνανθρώπους µας, η ελπίδα µάς δίνει το χέρι της. Πρέπει να µάθουµε να πολεµάµε, να προσπαθούµε, και ας πηγαίνουµε κάθε πρωί στις δουλειές µας µε τα πόδια ή µε το ποδήλατο όταν δεν έχουµε χρήµατα να βάλουµε βενζίνη και… ας φοράµε χαρισµένα πανωφόρια!