Ο συγγραφέας Στρατής Χαβιαράς στα 32 του χρόνια, το 1967, μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Εκεί σπούδασε συγγραφική τέχνη και μετάφραση (στο πανεπιστήμιο Goddard) και εργάστηκε στις Βιβλιοθήκες του Harvard, το οποίο μάλιστα το 1974 τον έκανε διευθυντή της αίθουσας σύγχρονης ποίησης Woodberry και της βιβλιοθήκης Farnsworth. Αργότερα διηύθυνε επί πολλά χρόνια το εργαστήρι μυθιστορήματος στο θερινό πρόγραμμα του Harvard, αλλά και το λογοτεχνικό περιοδικό του πανεπιστημίου, το «Harvard Review». Τα πρώτα του μυθιστορήματα τα έγραψε στα αγγλικά, κυκλοφόρησαν στον αγγλόφωνο κόσμο και από μετάφραση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και όταν πια επέστρεψε στην Ελλάδα δίδαξε συγγραφική τέχνη στα εργαστήρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).

Κι όμως, ο διανοούμενος αυτός δεν έχει καν βγάλει το Γυμνάσιο. Δούλευε στις οικοδομές από τα 13 του χρόνια, απέκτησε την ειδικότητα του σιδερά (ίσιωνε τις βέργες για το μπετόν), δούλευε στα εργοτάξια όλης της Ελλάδας. Το 1953 δούλευε στο φράγμα του Αχελώου, στην Αιτωλοακαρνανία. Και όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο δεν άργησε να βρεθεί εκεί, στην ανοικοδόμησή τους. Πολύ αργότερα έγραψε ένα αφηγηματικό κείμενο για τα γεγονότα εκείνα που έγινε κομμάτι του σεναρίου του ντοκιμαντέρ «Σεισμός», του Γιούρι Αβέρωφ. Και σήμερα, μιλώντας στα «ΝΕΑ» ανακαλεί γεγονότα και συναισθήματα που δεν ξεχνιούνται εύκολα.

«Εμεινα περίπου ενάμιση χρόνο και δούλεψα σε Κεφαλονιά και Ιθάκη» λέει. «Ηταν όλα καταθλιπτικά. Παντού μπάζα από ερείπια. Οι μπουλντόζες έσπρωχναν τα σπίτια στη θάλασσα. Θα μεγάλωσε το νησί έτσι που μπαζωνόταν το νερό. Δουλεύαμε και μέναμε στο γιαπί. Είχαμε φτιάξει ξύλινες παράγκες, δεν είχες αλλού να μείνεις. Και τα απογεύματα ψαρεύαμε στο λιμάνι».

Ο Στρατής Χαβιαράς θυμάται ότι στο Ληξούρι, όπου δούλευε, είχαν απομείνει κάποιοι κάτοικοι ενώ στην Ιθάκη, όπου επίσης έχτιζε τα πεσμένα μαγαζιά του λιμανιού, είχαν απομείνει ελάχιστοι που τριγυρνούσαν σαν φαντάσματα.

«Οι περισσότεροι είχαν πάει απέναντι. Από Πάτρα και πάνω. Είχε έρθει και μια αμερικανική μοίρα του Εκτου Στόλου, που διέθετε και πλωτή κλινική. Τα τρόφιμα έρχονταν με καΐκια από απέναντι και αφού δεν υπήρχαν όρθια μπακάλικα, τα πωλούσαν στην παραλία».

Αύρα ευηµερίας

Παρ’ όλα αυτά, ο 18χρονος τότε Στρατής Χαβιαράς αποκόμισε την εντύπωση ότι οι Κεφαλονίτες και οι Ιθακήσιοι ευημερούσαν σε σχέση με τη στεριανή Ελλάδα. «Στην Αιτωλοακαρνανία όπου δούλευα πριν, υπήρχε φτώχεια και κακομοιριά. Μια κοπέλα κάποτε με κάλεσε στο σπίτι της. Δεν υπήρχε δάπεδο, το πάτωμα ήταν σκέτο χώμα, σκουπισμένο καλά και καταβρεγμένο. Δεν είχε τίποτα να με κεράσει εκτός από νερό. Τα ρούχα και τα σκεύη πρόδιδαν μεγάλη φτώχεια. Σε αντίθεση με τα νησιά όπου, παρά την καταστροφή, υπήρχε μια αύρα ευημερίας. Και το πολιτιστικό τους επίπεδο ήταν καλύτερο. Ηταν τα πρώτα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και η Ελλάδα μόλις τότε άρχιζε να αλλάζει. Ηταν η αλλαγή που πήρε αμπάριζα το ’60 με τα αμερικανικά λεφτά και τα δημόσια έργα του Καραμανλή».

Παρά την αύρα αυτή των Ιονίων, όμως, η καταστροφή δεν άφηνε περιθώρια για τίποτα το χαρούμενο. «Οι μάστορες και οι εργάτες δουλεύαμε οκτάωρο και καμιά φορά και υπερωρίες, γιατί υπήρχαν ποινικές ρήτρες. Η δουλειά ήταν πολύ πιο σκληρή από τώρα γιατί δεν υπήρχαν ούτε μπετονιέρες ούτε αναβατόρια. Ανακάτευες το μπετόν με το φτυάρι και μετά έπαιρνες στον ώμο τον κουβά και ανέβαινες τη σκαλωσιά.

Ομως και που είχαμε χρόνο το απόγευμα δεν υπήρχε κάτι να κάνουμε. Ολα ήταν μπαζωμένα και καταθλιπτικά. Να σκεφτείτε ότι εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε καθόλου και έρχονταν οι δικοί μας να μας δούνε εκεί. Ημασταν σαν εξόριστοι. Ο μόνος περισπασμός ήταν ένα μεγάλο καΐκι, ο «Γλάρος», που ταξίδευε νύχτα σε όλα τα Ιόνια και το άκουγες να ρίχνει τις άγκυρες. Ηταν απελπιστικά αργό. Μια φορά που είχα επιστρέψει στον Αχελώο και ήθελα να πάω μετά στην Αθήνα, αποφάσισα να πάω με τον «Γλάρο» στη Λευκάδα και από εκεί να πάρω το λεωφορείο. Εκανα δύο ημέρες να φτάσω στην Αθήνα».

Η Γκάρμπο στο Ιόνιο

Κι όμως, κάποτε υπήρξε ακόμη ένας περισπασμός. «Ημουν στην Ιθάκη και εκεί που ίσιωνα στον πάγκο μου τις βέργες, περνάει ξαφνικά μπροστά μου, στη θάλασσα, η θαλαμηγός του Ωνάση. Μαζί με την Γκρέτα Γκάρμπο που έκανε θαλάσσιο σκι. Σε λίγο η Γκάρμπο βγήκε και στο λιμάνι με κάποιον δίπλα της, ίσως σωματοφύλακα, να κάνει βόλτα στην πόλη. Πέρασε πολύ κοντά μου και μου πήρε την ανάσα. Φορούσε ένα κίτρινο μαντίλι και η ανταύγεια του κίτρινου στο πρόσωπό της, κάτω από τον δυνατό ήλιο, την έκανε πανέμορφη. Και ας ήταν σχεδόν πενηντάρα. Η αντίθεση όμως ήταν επίσης εντυπωσιακή: από τη μια μεριά η παντελής καταστροφή, από την άλλη η γκλαμουριά. Γιατί την έφερε ο Ωνάσης εκεί; Πιθανόν εκείνη να ήθελε να δει την Ιθάκη του Οδυσσέα. Και είδε ένα σεληνιακό τοπίο».

Εκείνα τα χρόνια, πάντως, λέει ο Στρατής Χαβιαράς, η απελπισία δεν ήταν μόνο υπόθεση των σεισμοπλήκτων. «Οι ορίζοντες ήταν κλειστοί. Στον κόσμο κυριαρχούσε απελπισία και φόβος. Θυμάμαι 13-14 χρονών, λίγο πριν από το 1950, δούλευα σε οικοδομές στην Αθήνα. Επίσης σκάβαμε λάκκους για τα δίκτυα του ΟΤΕ, φτιάχναμε δρόμους, γέφυρες. Μια χρονιά πήγα και στο νυχτερινό γυμνάσιο στο Κουκάκι. Εκεί είχαμε συμμαθητή έναν χωροφύλακα. Αλλά οι περισσότεροι ήμασταν 15χρονα παιδιά. Ο δάσκαλος πριν από το κανονικό μάθημα, είτε ήταν μαθηματικά είτε κάτι άλλο, έκανε πρώτα πατριωτικό και θρησκευτικό κήρυγμα. Μια φορά απευθύνθηκε στον χωροφύλακα και του είπε: «Ξέρω ότι εδώ μέσα υπάρχουν κομμουνιστές. Εχεις δικαίωμα να κάνεις συλλήψεις εδώ μέσα, στην τάξη;». Και ο χωροφύλακας απάντησε κοφτά: «Οπου δει και δήποτε»».

Αυτό ήταν το κλίμα της εποχής, όπως το περιγράφει ο Στρατής Χαβιαράς. Που πήγε τότε άλλη μια χρονιά σε τεχνική σχολή: «Λεγόταν Εθνική Ρεφορμιστική Εργατοϋπαλληλική Παράταξις –ΕΡΕΠ και ανήκε στον Φώτη Μακρή, γενικό γραμματέα της ΓΣΕΕ, κομματικό στέλεχος της ΕΡΕ και πρώην βουλευτή του Τσαλδάρη».

Μαρτυρίες εποχής

«Εσκαγαν τα πυρομαχικά»

Το ειδησεογραφικό πόρταλ της Δυτικής Ελλάδας dete.gr έχει καταγράψει μαρτυρίες συνομηλίκων του Σ. Χαβιαρά. «Ξαφνικά άρχισε να κουνάει δυνατά», λέει ο 18χρονος τότε Σπύρος Αποστολάτος. «Ενα σύννεφο σκόνης σκέπασε τα πάντα. Εφυγα τρέχοντας προς το σημείο όπου ήταν οι γονείς. Ωσπου βρήκα τον δρόμο ανοιχτό στη μέση…». Και ο 8χρονος τότε Χαράλαμπος Μακρής συμπληρώνει: «Το νησί ήταν μια μάζα ερειπίων. Η φωτιά που έπιασε στην κεντρική πλατεία ξεκίνησε από μαγειρεία της Χωροφυλακής. Ακουγες τα πυρομαχικά που είχαν ξεμείνει στις αποθήκες από τον Εμφύλιο να σκάνε».