«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;» Η θλιμμένη τελετή

της περιφοράς του Επιταφίου περιέχειεγκώμια όπως αυτό, στα οποία αντιδιαστέλλεται η άνοιξη στον θάνατο. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που κυριαρχεί είναι η χαρμολύπη – η μικρή αναμονή της Ανάστασης που συνδυάζεται με την ανάσταση της φύσης και των αισθήσεων. Το ελληνικό Πάσχα είναι μοναδικό ακριβώς επειδή συνδυάζει την άνοιξη με το θρησκευτικό μήνυμα: θανάτω θάνατον πατήσας. Ζήτω η ζωή.

Η σχέση της Ανάστασης με την άνοιξη. Η γλυκιά νοσταλγία των λατρευτικών εθίμων της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα. Η κατάνυξη της Εβδομάδας των Παθών και η λυτρωτική προσδοκία της Ανάστασης: για όλα αυτά είναι γραμμένο το κείμενο που ακολουθεί. Ενα κείμενο που προσφεύγει στον «Αγιο των Γραμμάτων μας», τον Σκιαθίτη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, για να περιγράψει αυτή την ανυπέρβλητη, την πολύτιμη αίσθηση μιας παράδοσης που ακόμα παραμένει ζωντανή. Καλή Λαμπρή.

Οι μεγάλες γιορτές εντείνουν τη συναισθηματική φόρτιση. Η νοσταλγία, που δημιουργεί η αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο της γενέτειρας, γίνεται οξύτερη και οδυνηρότερη, με τη γεωγραφική απόσταση και το αντίστοιχο ψυχικό κενό.

Η λογοτεχνία αποτελεί ένα από τα δραστικότερα αντίδοτα στο άλγος του νόστου και τα συναφή αδιέξοδα που δημιουργούν οι χρονιάρες μέρες. Μπορεί να μην επουλώνει βέβαια τις όποιες «πληγές», απαλύνει όμως τα άγχη, αλλάζει την ψυχική διάθεση και χαρίζει στους εκπατρισμένους στιγμές ευφρόσυνες. Ο μεγαλύτερος αλχημιστής-μετρ αυτού του μαγικού «βοτάνου», τουλάχιστον στα ελληνικά Γράμματα, είναι αναμφίβολα ένας Σκιαθίτης –ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Για τον τελευταίο οι σημερινοί νέοι μάλλον ελάχιστα πράγματα γνωρίζουν, και αυτά μέσω διασκευών και μεταφρασμένων στη δημοτική κείμενά του…

Θυμάμαι που τη σκληρή όσο και μαγική δεκαετία του ’60, ή τα περιβόητα «σίξτις» –που δυστυχώς ή ευτυχώς σήμανε και τον δικό μου ξεριζωμό –οι καθηγητές στο γυμνάσιο μας έλεγαν ότι επρόκειτο περί ανθρώπου που υπέφερε πολλές κακουχίες και στερήσεις στη ζωή του, του άρεσε να «τα τσούζει», έζησε και πέθανε πάμφτωχος αλλά με αξιοπρέπεια. Ακόμη και στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» του ΟΕΔΒ της τότε εποχής διαβάζαμε, μεταξύ των άλλων, στο βιογραφικό του: «Εζησε πτωχός, αλλά με εγκαρτέρησιν. Φημίζεται διά την ευσέβειαν, πραότητα και την ειρηνικότητα του χαρακτήρα του […] Ο Παπαδιαμάντης ανεδείχθη εις εκ των μεγαλυτέρων διηγηματογράφων μας και ίσως ο πρώτος εξ αυτών».

Ο μελετητής του Π.Β. Πάσχος παρατηρεί: «Για άλλους είναι ο αγιασμένος τύπος της εκκλησιαστικής ελληνορθοδόξου παραδόσεως, που έψελνε και αγρυπνούσε, που νήστευε και μεταλάβαινε, που δίδασκε με τον λόγο του και το παράδειγμά του, και για άλλους είναι ο πότης, ο οινόφλυξ και ο ρακένδυτος αλήτης, που άλλο δεν έχει στον νου του παρά τους έρωτές του και την όποια ηδονή τους».

Για τον Γεώργιο Διλμπόη είναι ο «Αγιος Αλέξανδρος […], το κεράκι, το λιβάνι, το αντίδωρο, το πρόσφορο, τα βάγια, η Σαρακοστή, τα Φώτα, το Σαρανταλείτουργο, […] ο σταυρός, το Τιμιόξυλο, το Σαραντάμερο, ο αγιασμός, τα κόλυβα, το νάμα, ο Δεκαπενταύγουστος, ο εσπερινός, το απόδειπνο, η νηστεία, τα πικρά έθιμα, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, ο Νυμφίος, οι καμπάνες, τα ψαλτικά τα πανηγύρια, [είναι ένας] φτωχός άγιος αφού δεν έχει Δοξαστικό. Κι όμως αυτό που λέγεται ευωδία πνευματική, ορθόδοξη πνευματικότητα και δοξάζεται σαν γλυκασμός και αγιασμός της Ορθοδοξίας, συνάχτηκαν αργά κόμπο κόμπο σαν δάκρυ, μοσχολίβανο, και ασπασμός αγάπης στην ψυχή του».

Τι ακριβώς όμως είναι αυτός ο θρυλικός Σκιαθίτης;

Για μένα είναι όλα τα παραπάνω και κάτι ακόμα: είναι ο χαμένος Παράδεισος της παιδικής μας ηλικίας, του χαμένου χρόνου που νοσταλγούμε σφόδρα και τον ξαναβρίσκουμε μέσω μιας μισοξεχασμένης ηδονικής γλώσσας (από τη μαγική αλχημεία καθαρεύουσας και δημοτικής) τόσο μαγικής και ονειρικής που είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Είναι η ποίηση της μοναδικής ελληνικής φύσης και ο τρόπος ζωής των απλών Ελλήνων. Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης άλλωστε είχε δηλώσει απερίφραστα: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Και κάτι ακόμη σημαντικό: για μένα ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας τον οποίο απασχολεί έντονα το θέμα της «μετανάστευσης» – όπως και εμένα – σε κάπου συνολικά 32 διηγήματά του, αφού και ο ίδιος (εσωτερικός) μετανάστης υπήρξε και γεύτηκε έως τον πάτο το πικρό ποτήρι της ξενιτιάς. Γι’ αυτό και στα ασφυκτικά χρόνια της δικής μου ξενιτιάς, ο ομοιοπαθής συγγραφέας αποδείχθηκε βάλσαμο. Συχνά, θυμάμαι, τις μεγάλες γιορτές του Πάσχα, των Χριστουγέννων και των Φώτων, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να ξεφυλλίσω κάποιες σχετικές σελίδες του για να πάρω μια «γεύση πατρίδας», λες και επρόκειτο για θαυματουργό γιατρικό…

Αλλά σίγουρα δεν είμαι ο μόνος. Και άλλοι γνωστοί συγγραφείς μας συνήθιζαν να παίρνουν τις σχετικές «δόσεις» τους από αυτό το θαυματουργό «φάρμακο» του μάγου-Σκιαθίτη, όπως π.χ. ο φίλος Βασίλης Βασιλικός. Οταν βρισκόταν και αυτός ξενιτεμένος στην Αμερική, «Γράμμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη» αναγκάστηκε να γράψει για να διασκεδάσει το σαράκι της νοσταλγίας του. Το ίδιο και ο μακαρίτης Γιώργος Ιωάννου. Οταν βρισκόταν, αποσπασμένος καθηγητής, στο μακρινό Τζέλντεν της Αφρικής, στον Αγιο Αλέξανδρο προσευχόταν για να αντλήσει κουράγιο.

Μια χρονιά, θυμάμαι, καληώρα σαν τούτες τις άγιες ημέρες, που ήμουν στις μαύρες μου, αυθόρμητα προσέτρεξα κι εγώ στο σχετικό κείμενο του Σκιαθίτη και, όπως λέει ο Ιωάννου, «αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι» στο παρακάτω χωρίο:

«…Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων…».

ΥΓ: Σε αυτή την παπαδιαμάντεια ιαματική κολυμβήθρα του Σιλωάμ βαφτιζόμουν κι εγώ συχνά, προκειμένου να γευθώ αληθινή «ευωδία πνευματική» στα ξένα χώματα όπου ζούσα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Παπαδιαμάντης, για μένα, δεν είναι απλώς και μόνο ο «άγιος των ελληνικών Γραμμάτων», όπως αποκαλείται, αλλά κυρίως ο δικός μου πρωτομάστορας και μυσταγωγός, ο δικός μου προστάτης άγιος που συνεχίζει, ακόμη και σήμερα, να με εμπνέει και δυναμώνει «όπου με βρίσκει το κακό κι όπου θολώνει ο νους μου»…

Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης και συγγραφέας. Τέως συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου ΣΑΕ Ωκεανίας