Αγνοείται η τύχη 660.000 τόνων τοξικών αποβλήτων επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία. Αυτό προκύπτει από τη σύγκριση των ποσοτήτων που παρήγαγαν οι ελληνικές βιομηχανίες και αυτών που αποθηκεύονταν προσωρινά κατά την περίοδο 1998-2004.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ, τα επικίνδυνα απόβλητα που ήταν αποθηκευμένα σε αυλές και χώρους βιομηχανιών το 2004 ανέρχονταν συνολικά σε 600.000 τόνους. «Πηγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνουν λόγο για πάνω από 1 εκατομμύριο τόνους- γι΄ αυτό τον λόγο τέθηκε και το ζήτημα της παραπομπής της Ελλάδας για τα τοξικά απόβλητα. Προσωπικά πιστεύω

ΟΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ

Συνήθως τα τοξικά δίνονται σε ανειδίκευτους για να τα απομακρύνουν «όπου να ΄ναι»

ότι μεγάλο μέρος τους έχει καταλήξει σε χωματερές, όπου βρίσκονται αναμεμειγμένα με τα αστικά απορρίμματα», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Ευάγγελος Γιδαράκος, διευθυντής του Εργαστηρίου Διαχείρισης Τοξικών και Επικίνδυνων Αποβλήτων στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι οι ορφανές ποσότητες τοξικών αποκλείεται να έχουν μεταφερθεί στο εξωτερικό, καθώς στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 οι αποστολές ανέρχονταν στους 1.450

τόνους ανά έτος, ενώ το 2004 έφταναν τους 1.500.

Στην απόφαση για την έγκριση του Εθνικού Σχεδιασμού Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων αναφέρεται ότι οι προσωρινά αποθηκευμένες ποσότητες είναι μικρότερες από αυτές που είχαν εκτιμηθεί κατά το παρελθόν. Αυτό «μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθεί υπόψη ότι σε πολλές περιπτώσεις αποθήκευσης δεν είχε γίνει ορθός διαχωρισμός των αποβλήτων σε επικίνδυνα ή δυνάμει επικίνδυνα και μη επικίνδυνα». Όπως όμως επισημαίνουν στα «ΝΕΑ» άνθρωποι που εργάζονται σε εξειδικευμένες εταιρείες για τη συλλογή και μεταφορά τοξικών αποβλήτων, «660.000 τόνοι είναι πάρα πολλοί ώστε να πρόκειται για λάθος εκτίμηση».

Άνθρωποι που ενεργοποιούνται στον χώρο μεταφοράς και συλλογής τοξικών καταλοίπων επισημαίνουν ότι στον Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων το ΥΠΕΧΩΔΕ έχει υποεκτιμήσει τις ποσότητες που παράγει η Ελλάδα τουλάχιστον κατά 30%. «Η μόνη πηγή πληροφόρησης του υπουργείου για τις ποσότητες αποβλήτων είναι αυτά που δηλώνουν οι βιομηχανίες. Φυσιολογικό είναι λοιπόν να έχουν δηλωθεί λιγότερα από αυτά που παράγονται», ενώ επισημαίνουν ότι η ετήσια παραγωγή τοξικών αποβλήτων σήμερα ίσως να ξεπερνά τους 450.000 τόνους. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, περίπου το 85-90% της ετήσιας παραγωγής προέρχεται από 20 έως 25 βιομηχανικές μονάδες μεγάλης δυναμικότητας που ανήκουν στους κλάδους της μεταλλουργίας, της διύλισης του αργού πετρελαίου και της παραγωγής χημικών προϊόντων και λιπασμάτων. «Γιατί δεν προχωρούν σε ισοζυγιακούς ποσοτικούς ελέγχους;», αναρωτιέται ο χημικός μηχανικός κ. Θανάσης Παντελόγλου. «Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν να βρουν πόσα ακριβώς τοξικά απόβλητα παράγει κάθε βιομηχανία. Όταν μιλάμε για τοξικά απόβλητα, μόλις μερικά γραμμάρια είναι ικανά να προκαλέσουν κακοήθεις όγκους. Και εδώ μιλάμε για χιλιάδες τόνους!».

Λίμνες καρκινογόνων χημικών στο Σχηματάρι και την Αυλίδα


«ΟΤΑΝ ΤΑ ΤΟΞΙΚΑ συσσωρεύονται στις αυλές των βιομηχανιών, το σίγουρο είναι ότι ενοχλούν. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι υπεύθυνοι βρίσκουν κάποιους και τους πληρώνουν για να τα ξεφορτωθούν- και δεν θέλουν να γνωρίζουν καν πού θα τα πάνε», λέει ο χημικός μηχανικός με πολυετή εμπειρία σε βιομηχανικές μονάδες και πρόεδρος του Ινστιτούτου Τοπικής Αειφόρου Ανάπτυξης και Πολιτισμού κ. Θανάσης Παντελόγλου:.

«Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο δημιουργήθηκαν τους τελευταίους πέντε μήνες τοξικές λίμνες βάθους περίπου 4 μέτρων, στην περιοχή ανάμεσα στο Σχηματάρι και την Αυλίδα.

Όμως οι επιτήδειοι δεν σταματούν εκεί. Τα πετούν όπου βρουν- σε ποτάμια, λίμνες, στη θάλασσα ακόμα και απευθείας στον υδροφόρο ορίζοντα μέσα από πηγάδια και γεωτρήσεις».

Όπως υποστηρίζουν άνθρωποι με γνώση του χώρου, ένα από τα πλέον διαδεδομένα κόλπα για την παράνομη διοχέτευση των επικίνδυνων αποβλήτων είναι το εξής: στους πάτους μεγάλων κάδων απορριμμάτων, κυρίως αυτούς των 35 κυβικών μέτρων, αφήνονται οι λάσπες με τα βαρέα μέταλλα και από πάνω μπαίνουν τα στερεά απόβλητα. «Όσον αφορά στα απόβλητα πετρελαιοειδών η μεγαλύτερη πληγή στον τομέα της διαχείρισης είναι οι βόθροι. Έχουμε μάθει για περιπτώσεις μη σοβαρών εταιρειών που απορρίπτουν στους αγωγούς κατάλοιπα πετρελαιοειδών, καθώς υπάρχει χαλαρή αντιμετώπιση του νόμου από μέρους τους. Οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία είναι μεγάλοι από τέτοιου είδους ενέργειες», προειδοποιεί ο κ. Ηλίας Ορφανίδης από την εταιρεία Νorth Αegean Slops που εξειδικεύεται στη διαχείριση και επεξεργασία αποβλήτων πετρελαιοειδών.

Έως 150.000 τόνοι αποθηκεύονται κάθε χρόνο


ΑΠΟ 100.000

έως 150.000 τόνοι επικίνδυνων τοξικών αποβλήτων συσσωρεύονται ετησίως στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις ανθρώπων του χώρου συλλογής και μεταφοράς των επικίνδυνων παραπροϊόντων της βιομηχανίας.

Από τους 333.000 τόνους που παράγει η βιομηχανία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, «μόλις 4.000 τόνοι αποστέλλονται στο εξωτερικό αυτή την περίοδο», επισημαίνουν υπάλληλοι των εταιρειών διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων. Μάλιστα, το κόστος μεταφοράς ενός τόνου- ανάλογα με το είδος τοξικού παραπροϊόντος- κυμαίνεται από 1.000 έως 2.000 ευρώ, ποσό που θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό «για να αποτρέπει την παράνομη διάθεσή τους από αυτούς που θέλουν να τα ξεφορτωθούν».

Όπως καταγγέλλει στα «ΝΕΑ» ο κ. Μιχάλης Κουντουδιός από την εταιρεία Εnvirochem, «απ΄ όλα τα επικίνδυνα απόβλητα που παράγονται στην Ελλάδα, το 50% αφορά τα λιπαντικά έλαια και ορυκτά καύσιμα, σημαντικό μέρος των οποίων ανακυκλώνεται επαρκώς εντός της χώρας. Άλλοι 45.000 τόνοι είναι σκωρίες, μεγάλο ποσοστό των οποίων ανακυκλώνεται από την εγχώρια βιομηχανία ενώ εκτιμάται ότι έως 5.000

τόνοι εξάγονται. Οπότε μόλις ένα μικρό μέρος αποθηκεύεται προσωρινά. Υπολείπονται 120.000 τόνοι, εκ των οποίων 5.000 εξάγονται προς ανακύκλωση από εταιρείες επειδή δεν μπορούν να ανακυκλωθούν στην Ελλάδα και πάνε προς τελική καταστροφή. Πάνε κυρίως στη Γερμανία και λιγότερα στη Γαλλία. Άλλοι 10-15.000 τόνοι εκτιμάται ότι αξιοποιούνται για την παραγωγή καυσίμων και άλλων υλικών. Έτσι, πάνω από 100.000 τόνοι ετησίως αποθηκεύονται προσωρινά στη χώρα μας».

Αποθήκευση σε ακατάλληλους χώρους


ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΗ του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας προκύπτει ότι κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000 η παραγωγή των επικίνδυνων αποβλήτων ανερχόταν σε περίπου 290.000 τόνους ανά έτος, ενώ από το 2001 έως το 2004 εκτιμάται ότι η ετήσια παραγωγή της Ελλάδας δεν ξεπέρασε τους 333.000 τόνους τον χρόνο. Σύμφωνα με την έκθεση του ΤΕΕ, κατά την τριετία 1998-2000 αποθηκευόταν προσωρινά το 76% των παραγόμενων αποβλήτων. Από το 2001 έως το 2004 το ποσοστό προσωρινής αποθήκευσης μειώθηκε, φτάνοντας έως και το 62%.

Αυτό σημαίνει ότι κατά την περίοδο 1998-2004 αποθηκεύτηκαν σε χώρους που δεν είχαν τέτοιες προδιαγραφές, 1.260.000 τόνοι τοξικών, ενώ το ΥΠΕΧΩΔΕ στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων αναφέρει ότι ανέρχονται σε 600.000 τόνους.

Επικίνδυνες ζώνες οι περιοχές γύρω από τις μεταλλουργικές εγκαταστάσεις


ΣΥΜΦΩΝΑ με τους ειδικούς, τα πλέον επικίνδυνα απόβλητα που παράγονται στην Ελλάδα είναι οι λάσπες με βαρέα μέταλλα, που προέρχονται κυρίως από τις μεταλλουργικές βιομηχανίες και τα επιμεταλλωτήρια, και τα οποία προκάλεσαν το πρόβλημα με το εξασθενές χρώμιο στο νερό της Βοιωτίας και της Βορειοανατολικής Αττικής.

«Οι γύρω περιοχές από τους χώρους όπου αποθηκεύονται προσωρινά τα επικίνδυνα απόβλητα διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να ρυπανθούν ανεπανόρθωτα σε περίπτωση που συμβεί κάποιο ατύχημα- είτε πρόκειται για απλή διαρροή που μολύνει το έδαφος και τα υπόγεια ύδατα είτε για πυρκαγιά όπου θα υπάρξει πρόβλημα λόγω της ρύπανσης του αέρα. Στον τομέα της προσωρινής αποθήκευσης σαφώς υπάρχει έλλειμμα νομοθετικής ρύθμισης με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται μία κατάσταση που είναι επικίνδυνη για τους κατοίκους των γύρω περιοχών», λέει στα «ΝΕΑ» ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χημικών κ. Μιχάλης Χάλαρης και επισημαίνει ότι ουσιαστικοί έλεγχοι από την πλευρά της πολιτείας δεν γίνονται λόγω έλλειψης προσωπικόυ. «Η εμπειρία από τις ΗΠΑ αποδεικνύει πως το κόστος των μέτρων για την εκ των υστέρων αντιμετώπιση ενός περιβαλλοντικού προβλήματος με επικίνδυνα απόβλητα είναι από 10 έως 100 φορές μεγαλύτερο από αυτό της σωστής και έγκαιρης διαχείρισής τους», λέει ο διευθυντής του Εργαστηρίου Διαχείρισης Επικίνδυνων και Τοξικών Αποβλήτων του Πολυτεχνείου Κρήτης κ. Ευάγγελος Γιδαράκος.

Οι εξαγωγές

αφού υπολογίζουν ότι η καθυστέρηση των επικίνδυνων φορτίων προς εξαγωγή καθυστερεί έως και 1-2 χρόνια. Γι΄ αυτούς τους λόγους επισημαίνουν ότι η δημιουργία ειδικών χώρων υγειονομικής ταφής επικινδύνων αποβλήτων (ΧΥΤΕΑ) είναι υψίστης σημασίας.

Πρόβλημα προκαλούν και οι κινητοποιήσεις στα λιμάνια της χώρας, καθώς τα περισσότερα τοξικά απόβλητα ταξιδεύουν στο εξωτερικό με πλοία. «Η συσσώρευσή τους οφείλεται και στην κακή λειτουργία των λιμανιών. Για παράδειγμα, από το λιμάνι του Πειραιά μέσα στο 2008 δεν πραγματοποιήθηκε καμία εξαγωγή επικίνδυνων αποβλήτων.

Πλοίο εταιρείας που δραστηριοποιείται στη διαχείρισή τους και το οποίο θα μετέφερε φορτία στο εξωτερικό δεν παραλάμβανε γιατί η παραμονή στο λιμάνι πάνω από μία μέρα κρινόταν ασύμφορη. Λόγω της κακής λειτουργίας του λιμανιού, δεν ήταν εφικτό να φορτωθούν σε μία ημέρα τα απόβλητα», αναφέρει ο κ. Βασίλης Θωμόπουλος από τη Fortes.

Όπως τονίζει ο δρ Χρήστος Βατσέρης, τεχνικός διευθυντής της εταιρείας Ιntergeo, «η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που αναγκάζεται να εξάγει επικίνδυνα απόβλητα στην Ε.Ε. Η διαδικασία αποστολής αποβλήτων είναι ιδιαίτερα δαπανηρή καθώς κοστίζει έως και 2.000 ευρώ για κάθε τόνο». Επιπλέον, οι ειδικοί αναφέρουν ότι μεγάλο πρόβλημα αποτελεί και η γραφειοκρατία «του αθηνοκεντρικού συστήματος αδειοδοτήσεων»,