Τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά διαβάζουμε ή ακούμε κριτικές όχι και

τόσο κολακευτικές για τους βουλευτές και την απασχόλησή τους στο Κοινοβούλιο.

Ο πρόεδρος κ. Κακλαμάνης κάνει αγωνιώδεις προσπάθειες επιβάλλοντας ακόμη και

απουσιολόγιο για να αυξήσει την παρουσία των βουλευτών στις συνεδριάσεις και

τη συμμετοχή τους στον κοινοβουλευτικό διάλογο. Μάταια όμως, γιατί ενώ

συνωστίζονται σε όλα τα τηλεοπτικά παράθυρα απουσιάζουν από τη Βουλή. Όλες οι

προσπάθειες πέφτουν στο κενό.

Κατά την άποψή μου δύο είναι οι λόγοι αυτής της στάσης που κρατούν οι

βουλευτές απέναντι στο Κοινοβούλιο.

Ο ένας ότι έχουν αντιληφθεί περισσότερο από τον καθένα ότι έχουμε περάσει από

την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην τηλεοπτική. Ό,τι και να πουν στο

Κοινοβούλιο, όποια δραστηριότητα και να αναπτύξουν κανείς δεν τη λαμβάνει

υπόψη.

Γίνεται όμως πρώτη είδηση αν κάνουν κανένα στραβοπάτημα στην προσωπική τους

ζωή ή απευθυνθούν με υβριστικό τρόπο στους συναδέλφους τους στη Βουλή.

Συμπέρασμα πρώτον, γράφει μόνον το αρνητικό, το θετικό έργο μένει στα αζήτητα,

γιατί λοιπόν να κοπιάζει κανείς για τους πρακτικογράφους της Βουλής, ενώ στα

παράθυρα της τηλεόρασης ό,τι και να πει κάποιος θα επισημάνει την ύπαρξή του

ανεξάρτητα αν έχει ακούσει τι είπε. Ο κοινοβουλευτικός λόγος λοιπόν

υποκαταστάθηκε από την τηλεοπτική εικόνα.

Ο δεύτερος όμως και ο σπουδαιότερος λόγος είναι ότι η νομοθετική εξουσία δηλ.

το Κοινοβούλιο έχει εξ ολοκλήρου εκχωρήσει τις εξουσίες που έχει από το

Σύνταγμα στην εκτελεστική εξουσία, δηλ. στην κυβέρνηση.

Οι παράγοντες που συνέβαλαν προς αυτή την κατεύθυνση ήταν, πρώτον, το σύνδρομο

της αποστασίας του 1965, δεύτερον, το ότι οι κομματικές ηγεσίες επέβαλαν

σταλινική πειθαρχία στις κοινοβουλευτικές ομάδες, βάζοντας πάνω από τη

συνταγματική τάξη τον κομματικό πατριωτισμό.

Με το σύνδρομο της αποστασίας, οποιαδήποτε φωνή δεν ήταν His master

voice, ο βουλευτής γινόταν αποστάτης, προδότης, πράκτορας και δεν ξέρω και

‘γώ τι άλλο. Τώρα τελευταία η ταμπέλα άλλαξε. Η οποιαδήποτε κριτική ακόμα και

εποικοδομητική, που εκ των πραγμάτων τις περισσότερες φορές δικαιώνεται,

γίνεται εσωκομματική αντιπολίτευση, άρα αποβλητέα, έχει καταντήσει κανείς να

μη νοιάζεται για το τι λέγεται αλλά ποιος το λέει και ανάλογα να μπαίνει και η

αντίστοιχη ταμπέλα.

Αλλά ο σπουδαιότερος απ’ όλους λόγος είναι η κοινοβουλευτική διαδικασία. Έχει

από καιρό πάψει να γίνεται ουσιαστικός και αναλυτικός διάλογος επί των

νομοσχεδίων. Οι εισηγητικές εκθέσεις που συνοδεύουν τα Σ/Ν και υποτίθεται ότι

επεξηγούν τη φιλοσοφία του και τις λεπτομέρειες είναι για κλάματα. Μικρό

δείγμα αυτής της αλήθειας είναι το παρακάτω απόσπασμα εισηγητικής έκθεσης

νόμου που πρόσφατα ψηφίστηκε στη Βουλή. Το παραθέτω αυτούσιο: «Με την

παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το έβδομο εδάφιο της υποπερίπτωσης

γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 λόγω

εναρμόνισης με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2238/94».

Αυτή είναι η εισηγητική έκθεση που υποτίθεται ότι επεξηγεί λεπτομερώς την

παράγραφο του άρθρου έτσι ώστε και οι μη ειδικοί να καταλαβαίνουν τι ψηφίζουν.

«Ο ευρών τι θέλει να πει αμειφθήσεται». Πάντως ο υπουργός που υπέγραψε την

εισηγητική έκθεση δεν κατέστη δυνατόν να μας δώσει την παραμικρή εξήγηση.

Οι γραφειοκράτες του κάθε υπουργείου έχουν αναγορευθεί σε ιερατείο που

γνωρίζει την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Συντάσσουν τους νόμους και τις

εισηγητικές εκθέσεις για να τις καταλαβαίνουν μόνον αυτοί, να τις εξηγούν όπως

θέλουν και τελικά να ταλαιπωρούν τους πολίτες.

Οι συζητήσεις όλες είναι μόνον επί της αρχής. Ουσιαστικά ο διάλογος και η

συζήτηση στις κατ’ άρθρο συζητήσεις έχει καταργηθεί.

Στις κοινοβουλευτικές επιτροπές οι συνεδριάσεις είναι προκαθορισμένες. Δεν

μπορούν να ξεπεράσουν τις τρεις πλην ειδικών περιπτώσεων και κατόπιν αδείας

του προέδρου.

Στην Ολομέλεια επίσης οι συνεδριάσεις προαποφασίζονται στη διάσκεψη των

προέδρων, άρα επίσης προκαθορισμένες. Αλλά το χειρότερο όλων είναι αυτές οι

καθ’ ομάδας συζητήσεις των άρθρων, οπότε ο βουλευτής καλείται μέσα σε 5 ή

εξαιρετικά σε 10 λεπτά να σχολιάσει, να κριτικάρει και να προτείνει αλλαγές

για τις οποίες πρέπει να επιχειρηματολογήσει ώστε να πείσει για 5, 10 ή πολλές

φορές και 20 άρθρα μαζί, αν είναι δυνατόν.

Οποιαδήποτε τροπολογία κατατίθεται από βουλευτή σε ποσοστό 99%, απορρίπτεται

τις περισσότερες φορές χωρίς συζήτηση, κάθε πρόταση νόμου αν είναι από

βουλευτές της αντιπολίτευσης απορρίπτεται μετά πολλών επαίνων γιατί «η

κυβέρνηση σκέπτεται να φέρει το θέμα λίαν συντόμως στη Βουλή και να το

αντιμετωπίσει πιο ολοκληρωμένα» και μετά σιωπή!

Αν κατατεθεί από βουλευτές της συμπολίτευσης «Υπονομεύουν το κυβερνητικό

έργο».

Αποτέλεσμα; Αδιαφορία, γιατί καταλαβαίνει και ο πλέον άσχετος ότι ο

κοινοβουλευτικός διάλογος είναι κύρια για το θεαθήναι και όχι για την ουσία,

τα πράγματα έχουν προαποφασισθεί και η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι για να

καλύψουμε το τυπικό μέρος της ψήφισης και όχι το ουσιαστικό, της διαμόρφωσης

των νόμων από το Κοινοβούλιο.

Με μια τέτοια λειτουργία του Κοινοβουλίου πώς είναι δυνατόν να προκαλεί το

ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των βουλευτών όταν γνωρίζουν ότι δεν μπορούν

πουθενά, ή για να είμαι πιο δίκαιος σχεδόν πουθενά, να παρέμβουν στη

διαμόρφωση των νόμων.

Θεραπεία υπάρχει, περισσότερη ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου από τον θανάσιμο

εναγκαλισμό του από την κυβέρνηση, περισσότερο ελεύθερες οι φωνές των

βουλευτών και όχι κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής, και πιο

φιλελεύθερος και δημιουργικός κανονισμός λειτουργίας του Κοινοβουλίου και όλα

αυτά μέσα από καθαρούς κανόνες που επιβάλλει η Δημοκρατία.

Ο Δημήτρης Γεωργακόπουλος είναι βουλευτής Ηλείας του ΠΑΣΟΚ.