Οι πρόσφατες εκλογές χαρακτηρίσθηκαν από πρωτόγνωρες μετατοπίσεις ψηφοφόρων

μεταξύ των κομμάτων σε κάθε κατεύθυνση. Επίσης από την απίστευτη ηρεμία τους

παρά την πόλωση και το αμφίρροπο αποτέλεσμα.

Σύμφωνα τόσο με τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις όσο και τα exit polls,

ψηφοφόροι από το ΚΚΕ, τον Συνασπισμό, το ΔΗΚΚΙ και το ΠΑΣΟΚ μετατοπίσθηκαν

προς τη Ν.Δ., σε ορατά ποσοστά. Αντίστοιχα φαινόμενα υπήρξαν και προς το

ΠΑΣΟΚ.

Κάτι τέτοιο από το 1974 έως σήμερα έχει εμφανισθεί, σε αυτή την ένταση, μόνο

στις τριπλές εκλογές ’89-’90 για ειδικούς και πολύ συγκεκριμένους τότε λόγους.

Τα αποτελέσματα έδειξαν μια πρωτόγνωρη πόλωση. Τα exit polls δημιούργησαν μια

αντιφατική εικόνα σε σχέση με τον νικητή. Παρ’ όλα αυτά δεν άνοιξε μύτη.

Οπαδοί των δύο κομμάτων πανηγύριζαν με διαφορά μισής ώρας στον ίδιο τόπο.

Συναντήθηκαν και δεν συνεπλάκησαν. Προφανώς δεν ήταν ξενέρωτοι. Αλλάζουμε.

Η προεκλογική περίοδος ήταν ασυνήθιστα μακρά. Από πολλούς αυτό χαρακτηρίσθηκε

ως λάθος τακτικής του κ. Σημίτη, γιατί έδωσε τη δυνατότητα και την άνεση στον

κ. Καραμανλή να αναπτύξει τη δική του στρατηγική. Με άλλα λόγια ο

«αιφνιδιασμός» στον «πόλεμο» είναι πιο αποτελεσματικός, υφαρπάζει τη νίκη.

Με μια άλλη οπτική όμως, όπου η προεκλογική περίοδος νοείται ως η εμπέδωση των

πεπραγμένων μιας τετραετίας και η ουσιαστική συζήτηση για την επόμενη, ο κ.

Σημίτης, άθελά του ή όχι, πρόσφερε στην Ελλάδα την άνεση χρόνου να διαλεχθεί,

έδωσε στους πολίτες τη δυνατότητα να συγκρίνουν και να κρίνουν. Δεν τους

εγκλώβισε, δεν τους εκβίασε. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Αυτό είναι το

μήνυμα και είναι ένα θετικό στοιχείο για την πολιτική μας ζωή, μιας και το

αντίθετο χαρακτήριζε τον λεγόμενο μεταπολιτευτικό κύκλο. Ο κύκλος έκλεισε.

Αλλάζουμε.

Οι διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς – Δεξιάς έπεσαν γιατί οι πολίτες δεν

δέχθηκαν να τοποθετηθούν στο δίλημμα Αριστερά – Δεξιά με παραδοσιακούς όρους.

Κάτι που η κοινωνία το είχε ήδη κατακτήσει, εμπεδώθηκε πολιτικά στην

προεκλογική περίοδο και εκφράστηκε μαζικά στις κάλπες και στις εκλογικές

συμπεριφορές.

Η πολιτική ζωή δεν εγκλωβίστηκε σε ένα χιμαιρικό δίλημμα μνήμης. Ζητήθηκε να

εκφρασθούν τα περιεχόμενα, να ορισθεί σε σχέση με το σήμερα η ταυτότητα

Αριστεράς και Δεξιάς.

Είναι απολύτως σαφές ότι Αριστερά και Δεξιά υπάρχουν. Το τέλος της ιστορίας

ευτυχώς δεν έφτασε ακόμη, οι πολίτες έχουν μνήμη, βιώματα, συναίσθημα. Είναι

δηλαδή άνθρωποι και συγκροτούν κάθε μέρα την πολιτική τους ταυτότητα. Ζουν

μέσω των δραστηριοτήτων της καθημερινότητας, τις εκδηλώσεις των σχέσεών τους

με ό,τι θεωρούν ως εξουσία – κράτος. Από τα περιεχόμενα της τηλεόρασης, όπου

«διαλέγονται» με το κράτος καθημερινά, για την αισθητική, τις πολιτικές, τα

πρόσωπα, έως τα εθνικά θέματα, όπου και όποτε έρχονται στην επικαιρότητα.

Το δίλημμα των εκλογών αποδείχθηκε πως ήταν Σημίτης ή Καραμανλής. Τελικά η

Ελλάδα εμπιστεύθηκε τον Σημίτη και επιβράβευσε τον Καραμανλή.

Όμως το περιεχόμενο του διλήμματος, που πριν από δύο μήνες έδειχνε άνετη

επικράτηση ΠΑΣΟΚ με την οπτική της υπεροχής του κ. Σημίτη, έναντι του κ.

Καραμανλή, ως πρωθυπουργού, άλλαξε δραστικά στην προεκλογική περίοδο. Σημίτης

και Καραμανλής απαιτήθηκε να κριθούν ως φορείς νοήματος, εκφραστές της

διαδικασίας ανασυγκρότησης αριστερής και δεξιάς ταυτότητας.

Ως πρόσωπα δηλαδή που εκφράζουν και νοηματοδοτούν, σε όλα τα επίπεδα, τις

παρατάξεις τους.

Με άλλα λόγια να δώσουν περιεχόμενο σε ένα λόγο που αλλιώς είναι ξύλινος και

απλά διαχειριστικός.

Στο νέο αυτό δίλημμα ανταποκρίθηκαν αντιμετωπίζοντας ως πρόβλημα τις ίδιες τις

παρατάξεις τους.

ΠΑΣΟΚ ή ΣΗΜΙΤΗΣ; Για τους αναποφάσιστους, το ΠΑΣΟΚ με δείγματα αλαζονείας,

φθοράς από την εξουσία, καθεστωτικής αντίληψης, το ΠΑΣΟΚ χειραγωγός της κοινής

γνώμης, το ΠΑΣΟΚ που αμήχανα και κουραστικά οργίζει επαναλαμβάνοντας «τσιτάτα»

της 3ης του Σεπτέμβρη, και παράλληλα εφαρμόζει μια σκληρή, απρόσωπη πολιτική

διαχείρισης, το ΠΑΣΟΚ που αρνείται να αναγνωρίσει σε πολλές περιπτώσεις την

πραγματικότητα (Οτζαλάν, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση), έρχεται σε αντίθεση με

τον αποτελεσματικό, σεμνό, συνεπή, ευθύ, σταθερό Σημίτη. Τον καλύτερο ίσως

πρωθυπουργό από την μεταπολίτευση. Τον πρωθυπουργό που έπεισε πως η προσπάθεια

δεν είναι Σισύφεια, που μας έβγαλε από το σύνδρομο του ανάδελφου έθνους.

Το πολιτικό στοίχημα των εκλογών ήταν αν το ΠΑΣΟΚ θα τραβήξει προς τα κάτω τον

Σημίτη ή ο Σημίτης θα υπερβεί το ΠΑΣΟΚ.

Μέχρι την τελευταία εβδομάδα των εκλογών, ο κ. Σημίτης «κρυβόταν» πίσω από το

ΠΑΣΟΚ, υπεράσπιζε ολοκληρωτικά όχι μόνο ένα αναμφισβήτητο κυβερνητικό έργο,

αλλά έναν τύπο εξουσίας.

Εμφανιζόταν παρωχημένος και αμήχανος.

Η πλάστιγγα έγειρε όταν ο κ. Σημίτης είπε «εγώ», είπε «έχω ένα όραμα», είπε

«δεσμεύομαι», είπε «δεν είμαι ικανοποιημένος».

Όταν έπεισε, με το βάρος και την ευθύνη, με την εγγύηση που συνεπάγεται η

προσωπική εμπλοκή, ότι συναισθάνεται, ότι συμμερίζεται, ότι νιώθει.

Είναι προφανές ότι η στάση αυτή δεν έχει να κάνει με τεχνικές επικοινωνίας.

Το εγώ, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, δεν αναγνωρίσθηκε ποτέ ως δικαίωμα στον

πρωθυπουργό. Ο νέος πολιτικός κώδικας, που ο κ. Σημίτης εισήγαγε τα τελευταία

χρόνια, είχε όρια ανοχής. Είχε εσωκομματική αντιπολίτευση και κοινωνική

αντίδραση στον πυρήνα της παράταξης.

Την τελευταία εβδομάδα, ο κ. Σημίτης «εκβίασε» το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ απεδέχθη μια

τέτοια στάση, μόνο όταν είδε πως αλλιώς χάνεται η εξουσία.

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ή Ν.Δ.; Ο κ. Καραμανλής δημιούργησε αναποφάσιστους! Η προσωπική του

παρουσία, η ευθύτητα, η πολιτική συγκρότηση της σκέψης του και ο

ανθρωποκεντρικός πυρήνας ήρθαν σε κατευθείαν αντίθεση με την εικόνα του

«άπειρου», του «λίγου», του «ξένου». Ο κ. Καραμανλής έκανε άγγιγμα ψυχής.

Συγκίνησε, προβλημάτισε, πάλεψε, έπεισε. Στο πρόσωπό του, πολλοί πολίτες

ανακάλυψαν με ευχάριστη έκπληξη ότι καμία παράταξη δεν έχει το μονοπώλιο της

«καρδιάς», των ιδεών, της κοινωνικής ευαισθησίας, της ανανέωσης, της αλλαγής.

Επιτέλους! Ο κ. Καραμανλής υπερέβη το κόμμα του. Όμως δεν λογαριάσθηκε μαζί

του, δεν το αντιμετώπισε, δεν επωμίσθηκε την ιστορία του, ώστε να πείσει ο

μετασχηματισμός του. Έκρυψε τη Ν.Δ. Πολιτικά, όχι απλώς επικοινωνιακά. Γι’

αυτό ο λόγος του είχε όρια στο βαθμό που ήταν δύσκολο να αντιστοιχηθεί, να

νοηματοδοτηθεί από τα πεπραγμένα, όχι μόνο του ’50 και του ’60 αλλά του

’97-’99 του κόμματός του.

Αν ο κ. Σημίτης, όσο «κρυβόταν» πίσω από το ΠΑΣΟΚ αδυνατούσε να παραδεχθεί

ορισμένα αυτονόητα, ο κ. Καραμανλής όσο «έκρυβε» τη Ν.Δ. ήταν αδύνατο να

συγκρουσθεί πολιτικά, αποδυναμωνόταν για τις πραγματικές προθέσεις του,

περιόριζε τη διεισδυτικότητα του λόγου του. Αναγκαζόταν να υπερβάλει σε

γενικολογίες ή συναισθηματικού τύπου διακηρύξεις και παραστάσεις που τα «δικά

μας παιδιά» διέψευδαν όσο πλησίαζε η Κυριακή.

Η Ν.Δ. είναι μια μεγάλη παράταξη με τη δική της ιστορία, τη δική της περηφάνια

και τα δικά της λάθη. Δεν κρύβεται γιατί ακριβώς είναι μεγάλη, υπάρχει και δρα

καθημερινά, είναι περίπου η μισή Ελλάδα.

ΕΙΝΑΙ εντυπωσιακή και ελπιδοφόρα η δυνατότητα κινητοποίησης των δύο μεγάλων

κομμάτων. Στις φλυαρίες για «εκλογές του καναπέ», στο «όλοι ίδιοι είναι», τα

κόμματα απάντησαν με μεγάλες συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.

Συγκεντρώσεις με πάθος και ενδιαφέρον. Πόσο μπορεί ακόμη να λέγεται ότι το

ενδιαφέρον για την πολιτική είναι ανύπαρκτο, ότι τα κόμματα είναι παρωχημένα,

ότι η Ελλάδα γίνεται Ευρώπη με την έννοια της απάθειας;

Ο κ. Σημίτης εξελέγη πρωθυπουργός για την επόμενη τετραετία.

Του δόθηκε η εντολή και έχει την βασική ευθύνη και τα λυμένα χέρια

εσωκομματικά για την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού.

Ο κ. Καραμανλής εδραιώθηκε ως αδιαμφισβήτητος ηγέτης μιας παράταξης που

υπόσχεται ένα νέο ξεκίνημα. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει

θεσμικά κατοχυρωμένο ρόλο και κυρίως ευθύνη να τηρήσει τη δήλωση αλλαγής που

έκανε.

Το μέλλον ξεκίνησε και αξίζουμε και θέλουμε και μπορούμε μια καλύτερη Ελλάδα.

Το πρωτοφανές 87% των δύο κομμάτων, η για πρώτη φορά στη μεταδικτατορική

περίοδο 3η νίκη ενός κόμματος, το για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική ιστορία

της Ελλάδος επίτευγμα ενός κόμματος που ήταν κυβέρνηση να πάρει μεγαλύτερο

ποσοστό από την προηγούμενη φορά (43,8% έναντι 41,5% το 1996) δεν είναι απλώς

γεγονότα, είναι μηνύματα, σημεία των καιρών.

Ας ευχηθούμε πως πέραν του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. θα το κατανοήσουν και τα

αριστερά, εντός και εκτός Βουλής κόμματα. Ώστε από φορείς μνήμης και φύλακες

παρακαταθηκών μόνο, να ανοιχθούν στην κοινωνική δυναμική που έχει ήδη

αναπτυχθεί.

Όπως επανειλημμένα τονίσθηκε στην προεκλογική περίοδο, δεν περισσεύει κανείς,

γιατί γυρίζουμε σελίδα.

Ο Γ.Γ. Αναστασάκος είναι διευθύνων σύμβουλος της AGB.