«Βλέποντας τη βιβλική καταστροφή που έπληξε την Τουρκία και που μπορεί ανά

πάσα στιγμή να πλήξει και την Ελλάδα, αναλογίζεται κάποιος το πόσο πραγματικά

μάταιο είναι οι δύο χώρες να φθάνουν στο χείλος του πολέμου για κάποιους

ξερόβραχους, κάποια ξερονήσια είτε αυτά λέγονται Ίμια είτε λέγονται Καρντάκ».

Αυτή η καταπληκτική θέση, πέραν των προβλημάτων πολιτικής ηθικής λόγω έκφρασης

περιφρόνησης για την ελληνική κρατική κυριαρχία, είναι λανθασμένη για ένα

ακόμη λόγο: παραβλέπει ή παρακάμπτει τα αίτια των διακρατικών συγκρούσεων και

υποστηρίζει ότι οι διεθνείς αντιπαραθέσεις είναι παρεξηγήσεις και παρανοήσεις

μεταξύ ιδιωτών. Δεν πρέπει να σκοτιζόμαστε «για μια γωνίτσα κρατικής

κυριαρχίας» ή για «μερικούς ξερόβραχους ή κάποια ξερονήσια», συνεχίζει το ίδιο

επιχείρημα, αφού η παγκοσμιοποίηση καταργεί την κρατική κυριαρχία.

Η τραγικότητα των περιστάσεων και η κρισιμότητα της τουρκικής απειλής

καθιστούν απόψεις όπως τις πιο πάνω περιττές και επικίνδυνες. Αν και δεν

αντέχουν σε σοβαρή κριτική, προσφέρουν, εν τούτοις, την ευκαιρία για ορισμένα

σχόλια που αφορούν την Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική.

Πρώτον, είναι ανίερο, με την ευκαιρία ενός τραγικού συμβάντος, να γίνεται

εκμετάλλευση των ειρηνόφιλων και ανθρωπιστικών αισθημάτων του ελληνικού λαού

για να συγκαλυφθούν τα μεγάλα ιστορικά και γεωπολιτικά προβλήματα Ελλάδας –

Τουρκίας ως προς τα οποία η διέξοδος είναι τουλάχιστον δύσκολη.

Δεύτερον, η εμφανής ανικανότητα του τουρκικού κράτους να βοηθήσει τους πολίτες

του οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο γεγονός ότι επί αρκετές δεκαετίες τα

κριτήρια στρατιωτικής ισχύος υπερίσχυσαν των κοινωνικών κριτηρίων. Ο τουρκικός

στρατός ­ ένας από τους ισχυρότερους στον κόσμο ­ ενώ δεν προσφέρει οτιδήποτε

ουσιαστικό στις δεκάδες χιλιάδες θύματα των σεισμών, θα μπορούσε, εάν

χαλαρώσουμε την αποτρεπτική μας στρατηγική, να προκαλέσει καταστροφικό πλήγμα

κατά της Ελλάδας, το οποίο θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις καταστροφές ενός

πιθανού σεισμού ακόμη και 10 Ρίχτερ. Γι’ αυτό, η αξιοπιστία της αποτρεπτικής

στρατηγικής της Ελλάδας είναι θέμα υψίστης προτεραιότητας και προϋπόθεση

ευημερίας και επιβίωσης.

Τρίτον, η ελληνική πολιτεία, άλλοι πολιτικοί φορείς και οι απλοί άνθρωποι,

έμπρακτα και ένθερμα, εκδήλωσαν τη συμπαράστασή τους απέναντι στον

δοκιμαζόμενο απλό Τούρκο πολίτη. Αναμφίβολα, οι εκδηλώσεις ανθρωπιστικής

συμπαράστασης προς τον πάσχοντα συνάνθρωπό μας είναι όχι μόνο ορθότατες αλλά

και επιβεβλημένες. Αυτό επειδή τα βαθύτερα αίτια της αντιπαράθεσης δύο κρατών

είναι τα διαφορετικά συμφέροντα και όχι κάποια «φυσική εχθρότητα» μεταξύ των

απλών ανθρώπων. Η εκδήλωση ανθρωπιστικής αλληλεγγύης μεταξύ δύο οποιωνδήποτε

πολιτισμένων λαών (ακόμη και σε περιόδους ένοπλης σύγκρουσης) είναι, επομένως,

επιβεβλημένη και αναγκαία.

Τέταρτον, σε περιπτώσεις διακρατικών αντιπαραθέσεων η στρατιωτική

προετοιμασία, τουλάχιστον για το αμυνόμενο κράτος, υποτάσσεται στη λογική των

αμυντικών αναγκών και έχει ως σκοπό τη συμμόρφωση του αντιπάλου με την

πολιτική μας βούληση, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας είναι αυτονόητα

αμυντική. Η ελληνική εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία είναι, τονίζεται,

«αποτρεπτική». Με πιο απλά λόγια, δεν επιζητούμε αλλαγή του ισχύοντος εδαφικού

και κυριαρχικού καθεστώτος αλλά, σε αντίθεση με την Τουρκία, διατήρησή του.

Η «αποτροπή» του αμυνόμενου κράτους, για να είναι αξιόπιστη και επιτυχής,

καλλιεργεί τον ορθολογισμό του αντιπάλου και όχι την εχθρότητα. Χαράσσει

σύνορα ανοχής, οικοδομεί την αποτρεπτική ισχύ στον αναγκαίο βαθμό και

αποστέλλει διαρκώς αξιόπιστα μηνύματα πως ανά πάσα στιγμή υπάρχει ικανότητα

και αποφασιστικότητα απόκρουσης και τιμωρίας οποιασδήποτε επιθετικής ενέργειας

κατά της εθνικής μας επικράτειας. Μηνύματα, και μάλιστα από μόνιμα υψηλόβαθμα

στελέχη των διπλωματικών υπηρεσιών, ότι ο ελληνικός κυριαρχικός χώρος στο

Αιγαίο είναι δήθεν αναλώσιμα ξερονήσια, είναι πρόκληση για πόλεμο και

σηματοδοτεί άνευ όρων υποχωρήσεις στην εξαναγκαστική διπλωματία των Τούρκων στρατοκρατών.

Τέλος, ενώ δεν έχουμε την πολυτέλεια να παραβλέπουμε τις μακρόχρονες τουρκικές

αναθεωρητικές και ηγεμονικές συμπεριφορές και την στρατιωτική ισχύ που τις

συνοδεύει, οποιαδήποτε θρυλούμενη πιθανή εφήμερη ύφεση της τουρκικής

επιθετικότητας (λόγω κάποιων σεισμών ή λόγω κάποιων διαπραγματεύσεων

σκοπιμότητας επί δευτερευόντων θεμάτων που ως γνωστόν επιβλήθηκαν «άνωθεν»),

προσφέρεται όχι για εφησυχασμό ή έκφραση απαράδεκτης πολιτικής αδιαφορίας για

τα «ξερονήσια» μας, αλλά για ενέργειες που θα μειώσουν την ασυμμετρία

στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.