Επτά μήνες μετά την αποφυλάκισή του, και αφού παρέμεινε πέντε χρόνια μέσα,

ο Ματθαίος Μονσελάς, χωρίς χρήματα και χωρίς δουλειά, ζει αποτραβηγμένος σ’

ένα τροχόσπιτο, σ’ ένα δάσος της Αττικής, όπου γράφει ασταμάτητα στη

γραφομηχανή του και συγκεντρώνει, όπως λέει, στοιχεία για να επανεξεταστεί η

περίπτωσή του από τη Δικαιοσύνη. Ο Μονσελάς πιστεύει πώς σκότωσε τη Γιόλα

Βαγενά τελώντας σε κατάσταση ύπνωσης.

Παράλληλα όμως αφήνει το παράπονό του να ξεσπάσει, αφού όπως υποστηρίζει η

κοινωνία αλλά και οι φίλοι του του γύρισαν την πλάτη και δεν μπορεί να βρει

δουλειά για να ζήσει:

«Ζητάω επώνυμα η ελληνική κοινωνία να μου πει να πάω να πηδήσω στον Καιάδα

ως άχρηστος γιατί με τη στάση της είναι αυτή η ελληνική κοινωνία, που

ξαναδικάζει τον Μονσελά κι αυτή τη φορά υπεράνω και ερήμην της Δικαιοσύνης…».

Λίγο πολύ ήξερε τί τον περίμενε όταν θα έκλεινε η πόρτα της φυλακής πίσω

του και θα επέστρεφε στον έξω κόσμο. Το είχε πει άλλωστε ο ίδιος στην

αποκλειστική συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» την ημέρα της αποφυλάκισής του στις 30

του περασμένου Δεκέμβρη: «Μέχρι που σκέφθηκα να κάνω λήξη της ποινής μου και

ν’ αποφυλακισθώ το 2004…».

Από τα όνειρά του, όταν θα έβγαινε, δεν είδε κανένα να πραγματοποιείται.

Κατέληξε στη λύση που τον είχε οδηγήσει η απόγνωσή του όταν, μέσα ακόμη από

την φυλακή και ύστερα από 18 μήνες προσπάθειας κανείς από τους 200 ιδιοκτήτες

που είχει επικοινωνήσει δεν δέχθηκε να του νοικιάσει διαμέρισμα να μείνει όταν

θα αποφυλακιζόταν. Έτσι ο «κατά παραγγελίαν δολοφόνος» της Γιόλας Βαγενά, όταν

βγήκε με τα λίγα χρήματα που βρήκε από την μητέρα του ­ πέθανε από τον καημό

της το 1995 ­ αγόρασε ένα παλιό «Σιτροέν» κι ένα τροχόσπιτο και πήρε τα βουνά.

Δεν διστάζει να παραδεχθεί πως κι αυτός όπως όλοι όσοι αποφυλακίζονται

διακατέχεται από κάποια μανία καταδίωξης… Λέει όμως πολλά ακόμη ενδιαφέροντα…

«Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις καταθέσεις για να διαπιστώσει ότι υπάρχουν

πολλά κενά…», λέει ο Ματθαίος Μονσελάς στον Κώστα Παπαπέτρου

«Όταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς βγήκα από τη φυλακή προσπάθησα να τα

ξεχάσω όλα και ν’ αρχίσω μια νέα ζωή. Πολλοί μου είχαν υποσχεθεί δουλειά, μέσα

μου όμως δεν περίμενα πολλά πράγματα. Ήμουν προετοιμασμένος ν’ αντιμετωπίσω τη

νέα πραγματικότητα στη ζωή μου, όμως αυτό που αντιμετώπισα δεν μπορούσα να το

φαντασθώ. Ας είναι…».

­ Ποια ήταν, λοιπόν, τα πρώτα μηνύματα που πήρες βγαίνοντας

στην προσπάθειά σου να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου;

­ Απογοήτευση, απελπισία, πίκρα. Δεν βρήκα τίποτα, μα τίποτα, από τα λίγα έστω

που περίμενα να βρω. Όλοι μού γύρισαν την πλάτη τους. Κατάφερα να πιάσω

δουλειά για δύο μήνες στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, σ’ ένα καράβι που έκανε τη

γραμμή Πειραιά – Πάρο – Θήρα. Έρχονταν, λοιπόν, οι πιτσιρικάδες να παίξουν στα

ηλεκτρονικά και όταν οι γονείς τους τα αναζητούσαν κι έρχονταν και μ’ έβλεπαν

στο ταμείο να τους δίνω τις μάρκες, τα έπαιρναν αμέσως και δεν τ’ άφηναν να

ξαναγυρίσουν, λες και ήμουν λεπρός. Ήμουν ο μπαμπούλας για τα παιδιά. Οι ίδιοι

οι γονείς τους τούς έλεγαν: «Αυτός έχει σκοτώσει». Οι εισπράξεις έπεσαν

κατακόρυφα κι όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούσα πλέον να μείνω στο καράβι… Στη

συνέχεια έβαλα μία μικρή αγγελία στην εφημερίδα! «Λαθρομετανάστη, μεροκάματο

άνευ ενσήμων, ζητάει Έλληνας, ως νυχτοφύλακας ή άλλη ελαφριά εργασία». Με πήρε

στη δουλειά του ένας κ… μικροπωλητής και αμέσως του εξήγησα πως βρισκόμουν

σε άθλια κατάσταση. Του ζήτησα να μου πληρώνει τα τσιγάρα μου και να μου δίνει

ένα πιάτο φαΐ. Μου απάντησε πως θα μου έδινε ένα πεντοχίλιαρο μεροκάματο.

Τρισευτυχισμένος ο Μονσελάς. Όταν πέρασαν έξι ημέρες, γυρίζει και μου λέει:

«Δημιουργείς ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά μου». Αυτός που έκοψε από το

σχολείο τον γιο του, 12 χρόνων, για να τον βάλει στη δουλειά του! Κι επειδή

δεν μου αρέσουν τα πολλά πολλά, γιατί πιστεύω ότι η μοναδική ελπίδα του μέσου

και του κατώτερου Έλληνα είναι η αξιοπρέπειά του, είπα ότι φεύγω και να με

πληρώσει γι’ αυτές τις έξι ημέρες, δηλαδή να μου δώσει κάποιες υπόλοιπες

14.000 δρχ. Μου απαντάει: «Ποια λεφτά; Δύο χιλιάδες ο καπνός σου, φας-πιεις

τρεις χιλιάδες την ημέρα, δεν σου χρωστάω τίποτα». Πάλι καλά που δεν μου

ζήτησε να τον πληρώσω και από πάνω…

­ Και όλοι αυτοί που σου είχαν υποσχεθεί δουλειά όταν θα αποφυλακιζόσουν;

­ Πολλοί μου είχαν υποσχεθεί πολλά. Βγήκα από τη φυλακή με την προοπτική ότι

θα εργάζομαι στην παλιά μου δουλειά και θα βγάζω, τουλάχιστον, τα μισά

φιλοδωρήματα απ’ αυτά που έβγαζα. Όμως ο Γιώργος, ο παλιός εργοδότης μου στο

πάρκινγκ, δεν με προσέλαβε. Κι αυτό, όχι γιατί δεν ήθελε όπως πιστεύω, αλλά

γιατί 5-6 πελάτες του πάρκινγκ που έχουν διπλά αυτοκίνητα τον προειδοποίησαν

πως «αν έρθει ο Μονσελάς θα φύγουμε εμείς…». Στην αρχή τον κάκιωσα, αλλά στη

συνέχεια τον κατάλαβα και τον συγχώρεσα. Είναι με το μέρος μου, αλλά δεν

μπορεί και να κάνει διαφορετικά…

­ Εκτός από τον Γιώργο, οι άλλοι;

­ Μπορεί να ήμουν γι’ αυτούς μια πολύ καλή διαφήμιση, πριν βγω. Μάλλον πολύ

καλή… αντιδιαφήμιση. Χάθηκαν όλοι όταν βγήκα… Αποφασίζω, λοιπόν, με τα

λίγα χρήματα που είχα από τη μητέρα μου, ν’ αγοράσω ένα τροχόσπιτο και ν’

αποτραβηχτώ σε κάποια ερημιά, να ζήσω μόνος μου με τα τζιτζίκια και τα πουλιά.

Αλλά κι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Δεν μπορείς να ζεις σε μια ερημιά μόνος σου

με την εγκληματικότητα που υπάρχει. Χθες το βράδυ κοιμήθηκα σε κάποιο πάρκινγκ

της εθνικής οδού, μετά τα διόδια, γιατί υπήρχαν κι άλλοι φορτηγατζήδες που

κοιμόντουσαν εκεί. Γι’ αυτό και μετακινούμαι με το τροχόσπιτο συνεχώς…

­ Και οι παλιοί σου φίλοι, χάθηκαν κι αυτοί, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε;

… Κομπιάζει για πρώτη φορά, χαμηλώνει το κεφάλι και τα λόγια του βγαίνουν αργά…

­ Όταν μπήκα στη φυλακή εμπιστεύθηκα στον πιο καλό και πιο παλιό μου φίλο να

μου πουλήσει τη μοτοσυκλέτα μου, μία 600άρα Kawasaki. Συναντηθήκαμε δέκα

ημέρες μετά την αποφυλάκισή μου και του ζήτησα τις 750 χιλιάδες από την πώληση

της μηχανής το 1995, που δεν μου τις είχε δώσει. Γυρίζει και μου λέει:

«Κοίταξε, δεν έχω λεφτά. Αλλά, επειδή εγώ γουστάρω, πάρε 20.000 τώρα και

αργότερα θα προσπαθήσω να σου δώσω τα υπόλοιπα». Κι αυτό από τον καλύτερό μου φίλο…

­ Και η οικογένειά σου;

­ Δεν έχω απαιτήσεις από την οικογένεια. Είμαι σε μια ηλικία που είναι

παράλογο να έχω απαιτήσεις βοήθειας. Ενδιαφέρον υπάρχει, αλλά δεν δέχομαι

οικονομική βοήθεια…

­ Είχες πει ότι θα δούλευες ταξί…

­ Είναι δημόσιος χώρος και ο νόμος λέει πως πρέπει να περάσει μια δεκαετία για

να μου επιτραπεί να δουλέψω ταξί. Παρόλο τον πρότερο έντιμο βίο…

­ Ψήφισες στις ευρωεκλογές;

­ Ναι, ψήφισα Αριστερά.

­ Και τώρα, ύστερα απ’ όλα αυτά, τι σκέφτεσαι να κάνεις;

­ Υπάρχουν τρεις ή και τέσσερις λύσεις… Η καλύτερη λύση, μια και δεν με

αποδέχεται το κοινωνικό σύνολο, είναι να σας δώσω ραντεβού σε όλους τους

δημοσιογράφους στον Καιάδα και να φουντάρω θεαματικά μπροστά στις κάμερες.

Λάιβ… Αυτό δεν θέλει ο ελληνικός λαός να δει; Σκοτωμούς, βία…

­ Σκέφτεσαι δηλαδή ν’ αυτοκτονήσεις;

­ Α, όχι… Δεν αυτοκτονώ, φεύγω… Μου κάνει ευθανασία η ελληνική κοινωνία.

Εγώ θα πηδήξω, δεν λέω, αλλά την ευθανασία μού την κάνει η κοινωνία, γιατί δεν

μου δίνει καμία προοπτική να ζήσω. Δεν μου δίνει εργασία, δεν μου επιτρέπει να

εργαστώ… Ξέρεις, έχω γίνει ρατσιστής. Δεν υπάρχει αριστερός που να είναι

ρατσιστής. Ε, λοιπόν, εγώ έγινα. Κι αυτό χωρίς να νιώθω κάποια κακία για

οποιονδήποτε λαθρομετανάστη. Γιατί έγινα; Γιατί ο Έλληνας εργοδότης, από τον

αγρότη στον Έβρο μέχρι τον Αθηναίο, που έχει κάποια μικρή ή μεγάλη επιχείρηση,

διακινδυνεύει να προσλάβει τον λαθρομετανάστη παρά εμένα. Τον λαθρομετανάστη

που έχει εξαντλήσει και τη 14η ευκαιρία της ζωής του στη χώρα του, χωρίς να

ξέρουμε και ποια παραπτώματα έχει κάνει στην Ελλάδα. Αλλά όχι εμένα. Και το

κάνει αυτό, γιατί ο λαθρομετανάστης είναι χαμηλόμισθος. Δεν έχουν πρόβλημα με

τον Μονσελά, αλλά με την αμοιβή που δικαιούται να πάρει. Έτσι βρίσκομαι σε αδιέξοδο…

«Με είχε υπνωτίσει η Γιόλα πριν πυροβολήσω»

Αποτραβηγμένος σε κάποια δασώδη περιοχή της Αττικής, ζει σε ένα τροχόσπιτο ο

Ματθαίος Μονσελάς

Κάποια στιγμή σταματάει απότομα την εξομολόγησή του και παίρνει κοντά από το

ανοιχτό παράθυρο του τροχόσπιτου ένα μικρό μαγνητοφωνάκι…

­ Τι έγινε, δεν με εμπιστεύεσαι πλέον και μαγνητοφωνείς τη συνέντευξη;

­ (Γελάει). Όχι, δα… Μαγνητοφωνώ τα τζιτζίκια και τα πουλιά και τα βράδια

βάζω το μαγνητόφωνο στο αργό και ακούω τους ήχους πιο καθαρά, πιο μπάσο…

Είναι οι ώρες που ακόμη και σήμερα προσπαθώ να δώσω μιαν απάντηση, τι ακριβώς,

πώς και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε αυτό που έγινε με τη Γιόλα εκείνο το βράδυ…

­ Δεν έχεις δώσει ακόμη απάντηση;

­ Όχι και ούτε πολυπιστεύω ότι θα μπορέσω να δώσω…

Σωπαίνει για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ζυγίζει αυτά που θέλει να πει…

«Στο ‘χω ξαναπεί ότι μέσα μου νιώθω αθώος… Δεν έχω παραδεχθεί ποτέ ότι

σκότωσα εν γνώσει μου… Αν ήμουν συνειδητός εκείνη τη στιγμή σίγουρα δεν θα

το έκανα. Γι’ αυτό καταλήγω στο ότι θα πρέπει να βρισκόμουν σε κατάσταση ύπνωσης…».

Ανάβει ένα τσιγάρο, αλλάζει ύφος, δείχνει να συνέρχεται…

«Όταν βγήκα, νοίκιαζα αυτοκίνητα, πήγαινα κάθε μέρα στα Μεσόγεια και

προσπαθούσα να βρω το συγκεκριμένο μέρος που έγινε το περιστατικό, μήπως και

μπορέσω να θυμηθώ τα γεγονότα. Δεν κατάφερα να βρω το σημείο. Η Αστυνομία είπε

πως ήταν κάπου μεταξύ Μαρκόπουλου, Κορωπίου, Κερατέας, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να

το βρω ώστε να με βοηθήσει να ξαναφέρω στο μυαλό μου τα γεγονότα. Εκείνο το

βράδυ στις 11 Ιανουαρίου του ’94 ήταν σαν να υπνοβατούσα. Ακόμη και τώρα,

πίστεψέ με, δεν ξέρω τι συνέβη. Λένε για τρεις πυροβολισμούς. Κάποιος που

θέλει να σκοτώσει πυροβολεί στο κεφάλι. Δεν πυροβολεί ούτε στα δάκτυλα του

χεριού, ούτε στην πλάτη, που πάει να πει πως είχε γυρίσει για να μην έχω τις

αντιδράσεις στο πρόσωπό της, ούτε πυροβολεί για τρίτη φορά στο πουθενά. Γιατί

ένας εκτελεστής να πυροβολήσει τρίτη φορά στο πουθενά; Γι’ αυτό λέω, μήπως

αυτό που λέγεται υπνοθεραπεία και που ανακοινώθηκε κάποια στιγμή από την ίδια

την οικογένειά της εφαρμόσθηκε από τη Γιόλα σε μένα;

­ Πιστεύεις δηλαδή ότι η Γιόλα σε είχε υπνωτίσει;

­ Η Γιόλα έκανε υπνοθεραπεία στους πελάτες της και γνώριζε πολύ καλά τι έκανε.

Έχω πεισθεί ότι εφάρμοσε και σε μένα την ίδια μέθοδο και με οδήγησε τελικά στο

αποτέλεσμα που αυτή ήθελε. Δεν μπορεί να μη θυμάμαι τίποτα! Εγώ ήμουν ένα

άβουλο όργανο που εκτελούσε απλά τις εντολές της. Τώρα που επανεξετάζω την

υπόθεση προσεκτικά και την έχω βάλει στο μικροσκόπιο, διαπιστώνω ότι υπάρχουν

πολλά κενά και πάρα πολλά σκοτεινά σημεία. Θέλω τη βοήθεια της Δικαιοσύνης για

να δώσω αυτές τις μη τεκμηριωμένες απόψεις μου με βάση τα όσα έχω

συγκεντρώσει. Βλέπεις, εγώ δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω τεκμηρίωση. Θα ‘πρεπε

να διαρρήξω σπίτια για να βρω τα στοιχεία ή να κάνω παρακολουθήσεις τηλεφώνων.

Όμως και μόνον από τις συγκρίσεις των καταθέσεων βγαίνουν πολλά. Μέχρι το

ποιος μπορεί να έδωσε το όπλο στη Βαγενά με το οποίο την πυροβόλησα. Είχε πει

ότι της το είχε δώσει ο δικηγόρος της, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν

αποδείχθηκε ποιος ήταν ο προμηθευτής…

­ Σκέφτεσαι καμιά φορά τη φυλακή;

­ (Γελάει). Α, όχι. Το τροχόσπιτό μου, παρόλο που είναι πιο μικρό από το κελί,

είναι πολύ πιο ωραίο. Έχω το γραφείο μου, την κουζίνα μου, το κρεβάτι μου…

­ Και από συντροφιά, εννοώ κάποια γυναίκα…

­ Εκτός από κάποιες εφήμερες σχέσεις, τίποτε άλλο… Η ίδια κατάσταση, όπως

στη φυλακή, καταλαβαίνεις… Δεν ντρέπομαι να το πω…

Όλο το εσωτερικό του τροχόσπιτου είναι γεμάτο χαρτιά. Ένα ρολό χαρτί, που

κρέμεται, καταλήγει στη γραφομηχανή και από εκεί οι γεμάτες σελίδες στο πάτωμα…

­ Πόσες ώρες την ημέρα γράφεις;

­ Από την ώρα που ξυπνάω. Έχω γίνει σχιζοφρενής. Γράφω συνέχεια μέχρι την ώρα

που κοιμάμαι. Είναι η μοναδική μου διέξοδος, αλλά και ο μόνος τρόπος να μην

καταναλώνω… βενζίνη, γιατί, αν δεν γράφω, το κόβω στις βόλτες με το

αυτοκίνητο. Μην ξεχνάς πως όλοι όσοι αποφυλακιζόμαστε έχουμε μανία καταδίωξης.

Και φυσικά την έχω και εγώ…

­ Τελικά, Μάνθο, δεν βρήκες κανέναν να σε πλησιάσει,

να σε καταλάβει;

­ Όχι, γιατί είμαι παρακατιανός. Είμαι αποκλειστικά είδος προς εκμετάλλευση.

Ίσως έχω μπει τόσο πολύ στο πετσί του ρόλου μου, που εκμεταλλεύομαι κι εγώ τον

εαυτό μου. Όσο για τα ΜΜΕ, με την περίπτωσή μου παραπληροφόρησαν τον κόσμο και

συχνά παρουσίασαν πράγματα που εγώ δεν είχα πει… Γι’ αυτό σου λέω. Σκέφτομαι

να βάλω φωτιά στο αυτοκίνητό μου, να δώσω στον ενοικιαστή μου το σπίτι μου και

να κλείσω το ραντεβού με τους δημοσιογράφους στον Καιάδα, για την τελική φάση…