ΟΠΩΣ όταν κάτι λαχταράς πολύ και θες με μιας να το χορτάσεις. Δεν γίνεται. Όσο

και αν προσπαθείς να σταματήσεις τον χρόνο. Όπως και αν πασχίζεις να

αιχμαλωτίσεις τις εικόνες, να τις χαράξεις βαθιά μέσα σου και ν’

αποθησαυρίσεις το σκίρτημα της ψυχής. Δεν γίνεται να χορτάσεις.

Καταμεσήμερο στο νησί, τα μαλακά παπούτσια δεν ταράζουν τη γαλήνια ακινησία

του τοπίου, το ζευγάρι από το Σινσινάτι ρωτάει χαμηλόφωνα, η γιαγιά από την

Κύπρο με την κόρη και την εγγονή συμπορεύονται αργά, η Έφη με τη βερμούδα, το

κασκέτο, τα μαύρα αθλητικά μποτάκια και το καρτελάκι της ξεναγού στον λαιμό

περιμένει υπομονετικά να μαζευτούμε πριν ξεκινήσει την αφήγησή της από τον

μύθο: την περιπλάνηση της κυνηγημένης από την Ήρα Λητώς που απελπισμένη και

ετοιμόγεννη πια βρήκε, καταμεσής στο πέλαγο, τον βράχο όπου έφερε στον κόσμο

τον Απόλλωνα και ο βράχος με μιας αναδύθηκε, έγινε Δήλος.

Τρεις ώρες περιήγησης στους αιώνες, το γεωπολιτικό κέντρο της αρχαιότητας

ασάλευτο μας αλέθει στα πέτρινα πατητήρια των πλουσιόσπιτων, όμοια με των

σημερινών νησιών η κοινωνική διάταξη των κτισμάτων, τα άπειρα αναθήματα

σπαρμένα στον ιερό χώρο, ο ναός της Ίσιδας στην πλαγιά του Κύνθου μαρτυρία της

θρησκευτικής ανοχής στον πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικο αφαλό των Κυκλάδων.

Ο Τάσος δεν θέλει να φορέσει καπέλο, ο ήλιος τον χτυπάει κατακούτελα, σχεδόν

τον ξεχνώ και αφήνομαι στον ψίθυρο των πραγμάτων, στο άγγιγμα της πέτρας, στη

συγκίνηση στο Άνδηρο των Λεόντων ­ Ναξίων προσφορά ­ που ανεμοδέρνονται πάνω

από 2.500 χρόνια και ωστόσο κρατούν την υπέροχη αιωνιότητα στην καμπύλη της

ράχης τους.

«Θα τα πάρουν τα λιοντάρια ως τον Μάιο». Το ξέρω. «Για να τα προστατέψουν».

Αλήθεια; Το βαποράκι σφυρίζει, οι μικρές σαύρες τρέχουν στα πέτρινα σκαλιά και

στις βάσεις των κιόνων. Τον ψίθυρο τον άκουσες;