ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ μ’ εντυπωσίασε το όνομα ­ ούτε που το ‘χα ξανακούσει, γι’ αυτό και

δυσκολεύτηκα να το συγκρατήσω. Βρασίδα τον έλεγα. Βησσαρίωνα και Βελισάριο.

Φευ, δεν είχε καμία σχέση με τον Σπαρτιάτη στρατηγό και αλίμονο ούτε στον

Βυζαντινό ουμανιστή ούτε στον γενναίο πολέμαρχο επί Ιουστινιανού προσομοίαζε.

Ο Βαρσάμης είναι ένας και μοναδικός, έγραφε αφανώς τη δική του ιστορία και θα

παρέμενε αφανής ­ όπως τόσοι άλλοι «λάθρα βιώσαντες» και δημοσίως επαινούμενοι

­ αν η περί τα ερωτικά πολυπραγμοσύνη του δεν συνοδευόταν από την απώλεια

παντός μέτρου.

Διότι άντε και να του αναγνωριστεί πως ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος

«παρασυρθείς» από τα αβυσσαλέα πάθη της ανθρώπινης φύσης. Ο αναμάρτητος πρώτος

τον λίθον βαλέτω.

Να φθάσει, όμως, ο αθεόφοβος, στην παραγωγή διαζευκτηρίων για να πείθει περί

των αγαθών προθέσεών του τις «κατακτήσεις» του, ε, αυτό μάλλον εμπίπτει στην

άλλη, εκ διαμέτρου αντίθετη προς τη χριστιανική κατανόηση και επιείκεια, ρήση

­ «ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί».

Αχ, ρε Βαρσάμη. Σαν να μην έφθαναν όλα τα λειψά, χρειαζόταν και η έσχατη

ξεφτίλα με τον ξυλοδαρμό της νεαράς; Και ύστερα είναι αντριλίκι η υπόσχεση ­

άνωθεν επιβληθείσα ­ για παραίτηση από τη βουλευτική ασυλία;

Να πω και την πάσα αλήθεια, απεχθάνομαι τις συνοπτικές διαδικασίες, αλλά τα

παιχνιδάκια πότε με την Επιτροπή Δεοντολογίας της Ν.Δ. και πότε με το

Πειθαρχικό κάπως με ανακατεύουν. Στομαχικώς. Όπως και με τους άλλους δύο… άντρακλες.