Αγοράζουμε καινούργιο υπολογιστή με τη δικαιολογία ότι είναι ταχύτερος αυτού που αγοράσαμε πέρυσι και αλλάζουμε κινητό τηλέφωνο για ένα που βγάζει καλύτερες φωτογραφίες. Μόνο το 2006, περί τα 700 εκατ. κινητά τηλέφωνα βρέθηκαν στα σκουπίδια διότι οι χρήστες τους τα αντικατέστησαν με νέα προηγμένης τεχνολογίας. Ο κόσμος, ακόμα και ελλείψει χρημάτων, διατίθεται να αγοράσει το «καινούργιο» πετώντας το «παλιό» και όπως διαφαίνεται ο ρυθμός τεχνολογικής ανάπτυξης παρακολουθεί τη δίψα, αν όχι υπολείπεται αυτής, για κάτι έστω και ελάχιστα διαφορετικό. Μήπως τελικά οι σύγχρονες οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, εκτός από μείζον επίτευγμα της επιστημονικής κοινότητας, μπορούν να ενταχθούν και στις βάσεις των σύγχρονων κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων;

Χρησιμοποιήσαμε τη δίψα του ανθρώπου για πρόοδο για να κατασκευάσουμε μία γιγαντιαία παραγωγική μηχανή, η οποία τρέφεται με πρώτες ύλες, παράγει τεράστιες ποσότητες ρύπων και έχει κύκλο λειτουργίας συνυφασμένο με το κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι. Το πρόβλημα τώρα ανάγεται στη διατήρηση αυτής της παραγωγικής μηχανής κάτω από οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς περιορισμούς.

Η αγοραστική δύναμη του καταναλωτή αποτελεί τον πρώτο περιοριστικό παράγοντα. Δεν αρκεί κάποιος να θέλει αλλά και να μπορεί να αγοράσει. Έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, τα καταναλωτικά δάνεια, η πιστωτική κάρτα και γενικά ο «βίος επί πιστώσει» μπήκαν στη ζωή μας. Ο καταναλωτής δύναται να αγοράζει, χωρίς μέτρο, με το τίμημα ενός χρέους που συνεχώς μεγεθύνεται.

Όμως, το ξεζούμισμα του αγοραστικού κοινού δεν επαρκεί για τη διατήρηση του παραγωγικού γίγαντα. Η μείωση του κόστους παραγωγής και η εξασφάλιση υψηλού ποσοστού κέρδους υπό καθεστώς μειούμενων τιμών είναι οι νέοι στόχοι των μεγάλων βιομηχανιών. Εν ολίγοις, τώρα που τελειώσαμε με το άρμεγμα του καταναλωτή, ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τον εργάτη και το περιβάλλον. Μάλιστα, για να μη μας βλέπουν, μετακομίσαμε την παραγωγική μηχανή μακριά από τον πολιτισμό, εκεί που ο εργάτης δουλεύει για ένα πιάτο ρύζι και οι κυβερνήσεις θυσιάζουν τον φυσικό πλούτο στον βωμό μιας, χωρίς όρους, υποσχόμενης ανάπτυξης.

ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΕΛΟΥΜΕ

για να καταλάβουμε ότι η ξέφρενη ανάπτυξη εις βάρος του περιβάλλοντος και του ανθρώπου πρέπει να αποκτήσει επιτέλους ένα όριο;

Έτσι, οι σκληροί περιβαλλοντικοί νόμοι του πολιτισμένου κόσμου όχι μόνο δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν το περιβάλλον, αλλά έδωσαν το κίνητρο για ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας σε χώρες όπου η ρύπανση είναι οικονομικά συμφέρουσα. Δηλαδή, εκμεταλλευτήκαμε τη δίψα του υπανάπτυκτου κόσμου για μία αξιοπρεπή διαβίωση με στόχο την παράκαμψη νόμων που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε για ένα καλύτερο αύριο.

Τελικά όλα αυτά συνέβησαν κατά τύχη ή μήπως ήταν ένα καλοσκηνοθετημένο σενάριο με στόχο τη συγκάλυψη των προβλημάτων μιας οικονομίας που μεγεθύνεται προς όφελος του μεγάλου; Ο παραγωγικός κόσμος τρέμει την ανέχεια, ενώ ο πολιτισμένος κόσμος εργάζεται ασταμάτητα για τη διατήρηση του καταναλωτικού του χρέους εντός ανεκτών ορίων. Το μόνο που φαίνεται να αντιδρά είναι το περιβάλλον.

Πολλοί ονομάζουν αυτήν την αντίδραση «κλιματική αλλαγή», ένας όρος που ακούγεται στα αυτιά μου αρκετά αισιόδοξος. Δυστυχώς, το κλίμα δεν μπορεί να αλλάξει, δεδομένου ότι συνεχώς μεταβάλλεται: Ο καιρός πέρυσι δεν ήταν ίδιος με τον καιρό φέτος και αυτό συνέβαινε και πριν από 2.000 χρόνια. Όσοι λοιπόν ισχυρίζονται κλιματική αλλαγή, πρέπει πρώτα να εξηγήσουν πώς την ορίζουν στα πλαίσια ενός φυσικού συστήματος που συνεχώς μεταβάλλεται. Αυτό που εγώ βλέπω είναι μία αύξηση της αβεβαιότητας (εντροπίας) του συστήματος. Το κλίμα δεν άλλαξε, αλλά μεταβάλλεται σε περισσότερες από μία χρονικές κλίμακες υπό συνθήκες αυξημένης αταξίας· κάτι παρόμοιο με το νερό που βράζει. Υπό σιγανή φωτιά ο κύκλος παραγωγής και καταστροφής των φυσαλλίδων είναι αργός και η θέση μιας φυσαλλίδας στην επιφάνεια σχετικά προβλέψιμη. Όταν η φωτιά δυναμώσει, η αταξία του συστήματος αυξάνει, οι φυσαλλίδες αλληλεπιδρούν άτακτα και, καμιά φορά, το νερό βγαίνει έξω από την κατσαρόλα.

Το περιβάλλον δεν άλλαξε, η αλλιώς το νερό συνεχίζει να βράζει στους 100 C. Αυτό που επιτύχαμε με τους υπερεντατικούς ρυθμούς τεχνολογικής ανάπτυξης, την ασύστολη κατανάλωση φυσικών πόρων, τη θερμική ρύπανση, την αύξηση της συγκεντρώσεως του διοξειδίου του άνθρακα και πολλά άλλα, είναι να δυναμώσουμε τη φωτιά κάτω από την κατσαρόλα, να επιταχύνουμε τους περιβαλλοντικούς μηχανισμούς και τελικά να αυξήσουμε την αβεβαιότητα του όλου συστήματος. Μάλιστα, το νερό έχει αρχίσει να βγαίνει έξω από την κατσαρόλα, δεδομένου ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα κάνουν την παρουσία τους όλο και πιο έντονη. Φέτος η Ελλάδα δεν έζησε χειμώνα, το καλοκαίρι στην αρχή δεν έλεγε να ζεστάνει και μετά είχαμε καύσωνα, στο Περού είχαμε νεκρούς από το κρύο, ενώ πλημμύρες ξέσπασαν σε Κολομβία, Αργεντινή, Άμστερνταμ, Κίνα και τώρα Γαλλία. Ο καιρός παρουσιάζει χωρική και χρονική μεταβλητότητα που υπερφαλαγγίζει τις κλιματικές ζώνες και την εποχική διακύμανση. Τι άλλο θέλουμε για να καταλάβουμε ότι η ξέφρενη ανάπτυξη εις βάρος του περιβάλλοντος και του ανθρώπου πρέπει να αποκτήσει επιτέλους ένα όριο;

Ο Ανδρέας Λαγγούσης είναι διπλωματούχος πολιτικός και περιβαλλοντολόγος μηχανικός, υποψήφιος διδάκτωρ Τομέα Πολιτικών και Περιβαλλοντολόγων Μηχανικών, Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης, ΜΙΤ.