Είναι φανερό ότι πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις που στοίχισαν μιαν ακαδημαϊκή χρονιά υπάρχει μπόλικο άγχος και ανασφάλεια. Το ότι τα συναισθήματα αυτά μπλέχτηκαν με κάθε είδους πολιτικούς υπολογισμούς περιέπλεξε περισσότερο τα πράγματα. Οι φοιτητές έχουν πράγματι λόγους να ανησυχούν: βλέπουν τους αριθμούς τους να αυξάνονται δραματικά χωρίς ανάλογη αύξηση στις ευκαιρίες απασχόλησής τους.

Οι μεγάλοι αριθμοί, όντως, αλλάζουν τα δεδομένα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ένα πανεπιστήμιο που παίρνει μόνο την ελίτ της Μέσης Εκπαίδευσης δεν είναι το ίδιο πράγμα με ένα πανεπιστήμιο που παίρνει την πλειονότητα των αποφοίτων της. Οι μεγάλοι αριθμοί επηρεάζουν το πού μπαίνει ο πήχυς τόσο στη διδασκαλία όσο και στις εξετάσεις. Θέτουν εκ νέου ερωτήματα όπως τι σκοπούς υπηρετούν οι προπτυχιακές σπουδές και τι αποφοίτους καλούνται να παράγουν. Κυρίως, θέτουν το ζήτημα της απορρόφησης των πτυχιούχων. Το μαζικό πανεπιστήμιο, όμως, είναι μια αμετάστρεπτη πραγματικότητα. Υπάρχει γιατί αυτό θέλησε η ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημά μας είναι να λογαριαστούμε με τις συνέπειες.

Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό όταν μετατρέπουμε σύνθετα προβλήματα- που απαιτούν λεπτές διακρίσεις- σε συνθήματα. Ιδιαίτερα, όταν πολλά από αυτά χτυπούν τη λάθος πόρτα. Ας δούμε μερικά από τα συνθήματα των κινητοποιήσεων.

1«Όχι στην αγορά». Έτσι διατυπωμένο, το σύνθημα είναι ανοησία. Όλοι μας απευθυνόμαστε σε κάποια αγορά. Προσπαθούμε να πείσουμε κάποιον εργοδότη (ιδιώτη ή Δημόσιο) ότι είμαστε κατάλληλοι για τη δουλειά του. Ή- αν δουλεύουμε για λογαριασμό μας- να πείσουμε κάποιον πελάτη να μας προτιμήσει. Κανένας εργοδότης ή πελάτης δεν θα πεισθεί εάν δεν έχουμε να προσφέρουμε κάτι που ενδιαφέρει αυτόν, όχι εμάς.

Ας μην παρεξηγούμαστε. Τα πανεπιστήμια δεν είναι γραφεία ευρέσεως εργασίας. Ούτε καλούνται να προσφέρουν τις γνώσεις που ζητάει η αγορά σήμερα. Η αυριανή αγορά μπορεί να ζητάει κάτι άλλο. Εκείνο που λέω είναι ότι τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να αδιαφορούν για την απασχολησιμότητα των αποφοίτων τους. Το όχι στην αγορά, προερχόμενο από τους φοιτητές, είναι αυτοκτονικό σύνθημα. Προερχόμενο από τους διδάσκοντες είναι μια πολιτικά μη υπερασπίσιμη θέση. Υποδηλώνει ότι αδιαφορούμε για το αν θα βρουν δουλειά τα παιδιά που έχουμε μπροστά μας. Τα πανεπιστήμια οφείλουν να παρακολουθούν τις μακροχρόνιες τάσεις της αγοράς και να προσφέρουν εφόδια που δεν χάνουν την επαφή με αυτές. Το πώς θα

ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ

πανεπιστήμιο είναι μια αμετάστρεπτη πραγματικότητα.

Υπάρχει γιατί αυτό θέλησε η ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημά μας είναι να λογαριαστούμε με τις συνέπειες

γίνει τούτο χρειάζεται συζήτηση. Το «όχι στην αγορά», όμως, κλείνει κάθε συζήτηση.

2 Πίσω από το «όχι στην αγορά» υποκρύπτεται ένα άλλο αίτημα: οι απόφοιτοι των ΑΕΙ να απορροφηθούν από το Δημόσιο. Τούτο δεν μπορεί να γίνει και δεν θα γίνει. Οι περισσότεροι από τους πτυχιούχους μας θα πάνε στον ιδιωτικό τομέα και το ίδιο το Δημόσιο θα έχει, στο μέλλον, περισσότερες απαιτήσεις. Συνεπώς, το πτυχίο ως απλό τυπικό προσόν θα γίνεται όλο και παραπάνω παρελθόν. Τα πανεπιστήμια, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να επανεξετάσουν τη χρηστικότητα των εφοδίων που παρέχουν και οι φοιτητές μας να αντιληφθούν ότι η γενιά τους έχει κάθε δυνατότητα να ευημερήσει παραπάνω από τη δική μας αλλά θα χρειαστεί να κοπιάσει περισσότερο από εμάς για να το πετύχει. Το να καλλιεργούμε την αυταπάτη ότι με λίγο σπρώξιμο το κράτος θα απορροφά τους πάντες είναι ανευθυνότητα. Θα θυσιάσουμε μια-δυο γενιές για κάτι που δεν θα γίνει.

3«Έξω οι εταιρείες από τα ΑΕΙ». Έτσι διατυπωμένο, το σύνθημα αυτό σημαίνει πανεπιστήμιο αποκομμένο από το περιβάλλον του. Χωρίς κεραίες για τα προσόντα που ζητούνται, χωρίς επαφή με την έρευνα που χρειάζεται η παραγωγική μηχανή (ιδιωτική και δημόσια). Τι είδους έρευνα είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο «έξω κόσμος» είναι χρήσιμος μπούσουλας για κάθε πανεπιστήμιο.

Πάλι ας μην παρεξηγούμαστε: κανένα εμπορικό συμφέρον δεν θα υπαγορεύσει στα πανεπιστήμια τι θα διδάσκουν ή πώς θα διεξάγουν έρευνα. Αλλά ο αποκλεισμός- ως θέμα αρχής- κάθε συμπληρωματικής χρηματοδότησης ενός ερευνητικού προγράμματος ή μιας έδρας από μη κρατικές πηγές είναι καθαρή προκατάληψη. Το πρόβλημα είναι ότι ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας δεν ενδιαφέρεται αρκετά για την έρευνα, όχι ότι θα τη χρησιμοποιήσει ως δούρειο ίππο για να μας κατασπαράξει. Και ποια είναι η εναλλακτική λύση; Έρευνα χρηματοδοτούμενη αποκλειστικά από το κεντρικό κράτος όπου τα κονδύλια κατανέμονται από πολιτικούς με βάση την επιρροή κάποιων πανεπιστημιακών που δεν λογοδοτούν σε κανένα; Το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης είναι η δεοντολογία που πρέπει να διέπει τις έξωθεν χρηματοδοτήσεις, όχι ο αποκλεισμός τους. Το «έξω οι εταιρείες» όμως κλείνει κάθε συζήτηση.

4 Αρκετοί πανεπιστημιακοί συγχέουν την έννοια της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων με αυτήν της πλήρους αυτοαναφορικότητας. Φυσικά, κανείς δεν θα μας πει πώς θα διδάξουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε να κριθούμε για τα αποτελέσματα της δουλειάς μας. Κανείς δεν θα μας πει πώς θα κάνουμε έρευνα και τι συμπεράσματα θα βγάλουμε. Αλλά δεν μπορούμε να απαιτούμε να χρηματοδοτείται, εν λευκώ, οτιδήποτε μάς κατέβει στο κεφάλι. Όταν ζητούμε δημόσιους πόρους δεν μπορούμε να αρνούμαστε την ιδέα της κοινωνικής λογοδοσίας. Είναι πολιτικά αδύνατο να λέμε στον φορολογούμενο πολίτη να «στάξει» τα λεφτά και να φύγει γιατί δεν μπορεί να μας κρίνει. Ας μην ξεχνάμε: ο φορολογούμενος πληρώνει τους μισθούς μας. Δεν οφείλει να μας θρέφει χωρίς ανταλλάγματα.

Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.