Μεταβιβάσεις ακινήτων μπορούν και πάλι να κάνουν από αύριο οι φορολογούμενοι ύστερα από τέσσερις μήνες απόλυτης απραξίας στην αγορά ακινήτων εξαιτίας των διορθώσεων στον νόμο και των καθυστερήσεων στην έκδοση των απαραίτητων αποφάσεων για την ενεργοποίηση του φόρου υπεραξίας.

Ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Μαυραγάνης και ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Χ. Θεοχάρης υπέγραψαν την περασμένη Παρασκευή τις απαραίτητες αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ενώ από αύριο ενεργοποιείται η σχετική εφαρμογή στο taxis και οι συμβολαιογράφοι και οι μεσίτες ξαναπιάνουν δουλειά.

Ο φόρος επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου με αφορολόγητο όριο 25.000 ευρώ, συντελεστές απομείωσης ανάλογα με τον χρόνο διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26) και πλήρη απαλλαγή για όσους έχουν αποκτήσει ακίνητα πριν από το 1995 εφόσον τα μεταβιβάσουν εφεξής.

Οι τιμές κτήσης και μεταβίβασης είναι αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά η τιμή κτήσης υπολογίζεται με βάση τον φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές – γονικές παροχές).

Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ. αυτεπιστασία ή αντιπαροχή) υπολογίζεται με βάση έναν μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπόψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση (τιμή κτήσης = τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών του έτους κτήσης διά του ΔΤΚατ του προηγουμένου της μεταβίβασης έτους. Ο Δείκτης Τιμών Κατοικιών δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την Τράπεζα της Ελλάδος).

ΜΕ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ. Ας δούμε πρακτικά τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτεπιστασίας. Εστω μονοκατοικία η οποία χτίστηκε με αυτεπιστασία το 1996, όταν ο Δείκτη Τιμών Κατοικιών ήταν 91,2. Σήμερα πωλείται έναντι 270.000 ευρώ. Η τιμή κτήσης υπολογίζεται στα 138.181 ευρώ (270.000 επί 91,2 διά 178,2 ο περυσινός δείκτης), άρα η υπεραξία είναι (270.000 – 138.181 ευρώ) 131.819 ευρώ. Το ποσό αυτό απομειώνεται με συντελεστή 71,7% (επειδή έχει διακρατηθεί για 18 χρόνια) στα 94.514 ευρώ. Αφαιρείται το αφορολόγητο των 25.000 ευρώ και στα 69.514 ευρώ επιβάλλεται συντελεστής 15%, επομένως ο φόρος υπεραξίας είναι 10.427 ευρώ.

Αν οι τιμές κτήσης και πώλησης προκύπτουν από τα συμβόλαια, ο υπολογισμός του φόρου είναι πολύ πιο απλός. Για παράδειγμα, διαμέρισμα αγοράστηκε το 2003 έναντι 120.000 ευρώ και πωλείται σήμερα έναντι 160.000 ευρώ. Στην αρχική υπεραξία των 40.000 ευρώ επιβάλλεται συντελεστής απομείωσης 82,8% επειδή το ακίνητο έχει παραμείνει στην ιδιοκτησία του φορολογούμενου 11 χρόνια. Ετσι η υπεραξία περιορίζεται σε 33.120 ευρώ. Από το ποσό αυτό αφαιρείται το αφορολόγητο όριο 25.000 και η υπεραξία μειώνεται σε 8.120 ευρώ. Με την επιβολή φορολογικού συντελεστή 15%, ο φόρος που προκύπτει είναι 1.218 ευρώ.

Ο ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ. Ο φόρος βαρύνει τον πωλητή του ακινήτου και υπεύθυνος για την απόδοσή του είναι ο συμβολαιογράφος. Επί της ουσίας, όπως προκύπτει από τις οδηγίες που έστειλε ο κ. Θεοχάρης στις ΔΟΥ, όλη τη δουλειά για τον υπολογισμό και την απόδοση του φόρου θα την κάνουν οι συμβολαιογράφοι οι οποίοι θα παρακρατούν με τη σύνταξη του συμβολαίου τον φόρο που αναλογεί.