Οταν συμβαίνουν καταλυτικά γεγονότα, όταν μια εποχή τελειώνει χωρίς να έχει εγκατασταθεί ακόμη το καινούργιο που θα σταθεροποιηθεί για ένα επόμενο διάστημα, η γλώσσα κάποτε αδυνατεί να περιγράψει την αλλαγή. Ιδίως όταν μιλάμε για πολιτικό λόγο, που έχει και διπλό ρόλο: να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τα συμβαίνοντα αλλά και για να τα επιβάλει. Η σχέση γλώσσας και εξουσίας είναι, άλλωστε, τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος.

Σε μια τέτοια φάση ζούμε και σήμερα. Το παλιό πολιτικό λεξιλόγιο της Μεταπολίτευσης μοιάζει πολύ φτωχό για να περιγράψει, αποδώσει, ερμηνεύσει όσα τώρα συμβαίνουν. Και είναι ίσως αυτός ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας ότι η Μεταπολίτευση έχει πλέον παρέλθει.

Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, οι παλιοί όροι γίνονται δεσμοφύλακες, όπως λέει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Γιάννης Μεταξάς, ο οποίος έχοντας για πολλά χρόνια επικεντρωθεί στη μελέτη του πολιτικού λόγου (όπως επίσης και στις σχέσεις τέχνης και εξουσίας με μια ορολογία όχι συνήθη), έχει απόλυτη συνείδηση του γεγονότος. Και δημοσίευσε μόλις ένα μικρό βιβλίο για το θέμα, με τίτλο «Τα όρια των όρων. Δοκίμιο για τη σημειωτική αποφυλάκιση της πολιτικής πράξης» (εκδ. Ι. Σιδέρης).

Οπως λέει ο ίδιος στο «Βιβλιοδρόμιο»: «Πολλοί όροι, πολλές επίσημες λέξεις –γενικά στις Κοινωνικές Επιστήμες και όχι μόνο στην Πολιτική Επιστήμη -, ενώ κάποια στιγμή τη ζωή την καταγράφουν με αποτυπωτική αξιοπιστία, μετά, εκείνη προς άλλες κατευθύνσεις και μορφές δείχνει να πηγαίνει. Και οι λέξεις, τώρα πια, δεν απεικονίζουν τα συμβαίνοντα. Οσο οι παλιές λέξεις θα χρησιμοποιούνται μόνο από συνήθεια ή ακόμα και από διανοητική αμέλεια, θα εγκλωβίζουν αφοριστικά την πραγματικότητα μέσα σε λεκτικά δηλώματα του «τότε». Το «τώρα» θα έχει αδικαιολόγητα παραμεληθεί ή και υπαιτίως αγνοηθεί. Πρέπει, νομίζω, κατά καιρούς, να απεξαρτώμεθα από τις ισχύουσες «φραστικές στρατηγικές» –για να θυμηθούμε και τον μεγάλο Φουκό που φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από την πρόωρη βιολογική του απόσυρση –και να επινοούμε όρους που να μπορούν την πραγματικότητα να τη φιλοξενούν, τόσο την ορατή όσο και την αθέατη».

Στο βιβλίο δεν παραθέτει πολλά παραδείγματα κατασκευής ορολογίας. «Εχετε δίκιο, τα παραδείγματα είναι ελάχιστα. Απόντα ίσως. Εχει όμως την αιτία της η παράλειψη. Ο λόγος, ίσως, κάποτε, είναι χρήσιμο να είναι ελλειπτικός, ώστε ο αναγνώστης, ο ακροατής του λόγου, να συμπληρώνει εκείνος, ακόμα και μέσα από τη διαμαρτυρία του για το ελλείπον, ό,τι δεν του λέγεται. Είναι αυτός ένας τρόπος να σεβαστείς τον θεατή του κειμένου σου, προσκαλώντας τον να σκεφτεί τη δική του ανησυχία μέσα από το δικό σου μισοκοίταγμα» λέει.

Βέβαια, παραγωγή όρων υπήρχε πάντα. Ετσι, όταν τον ρωτάμε, ως τυχαίο παράδειγμα, για τη «Μικρασιατική Καταστροφή», όρο παλιό που επελέγη κάποτε ανάμεσα σε άλλους με πολιτικά κριτήρια, για να περιγράψει στη δημόσια σφαίρα όσα συνέβησαν το 1922, δεν διστάζει να πει:

«Πώς λειτουργεί ως όρος η «Μικρασιατική Καταστροφή»; Δυο πράγματα κάνει ταυτόχρονα στην ελληνική του δημόσια χρήση: συγκαλύπτει την ήττα τού ενός και αποδυναμώνει τη νίκη του άλλου και μάλιστα με αδιόρατη την επίκληση του αντικειμενικώς άδικου σε διεθνές επίπεδο. Ο όρος δεν αποκρύπτει ό,τι συνέβη αλλά το μεταγράφει. Γι’ αυτό η εννοιολογική αξιοπιστία ενός όρου εξαρτάται και από τις συγκείμενες προθέσεις εκείνων που τον παρήγαγαν».

Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στη Γαλλία και στην Ελλάδα –εισηγητής της ίδρυσης του αντίστοιχου τμήματος στο Καποδιστριακό της Αθήνας –έχει σχεδόν δημιουργήσει «σχολή» μελετώντας και διδάσκοντας (με συμμετοχική και αλληλοδιαδραστική διδασκαλία στα μεταπτυχιακά τμήματα στην Αθήνα και στο Στρασβούργο, στην Ecole Doctorale), πέραν της καθιερωμένης θεματικής των πολιτικών επιστημών, ιδιαίτερα τον πολιτικό λόγο.

«Η επιλογή αυτή», σχολιάζει, «συγγραφική ή σεμιναριακή, προϋποθέτει τη διακλαδική και διεπιστημονική διερεύνηση του πολιτικού φαινομένου. Εστω ως απόπειρα. Ο καθένας μας προσφέρει πολύ περισσότερα όταν είναι ανοικτός σε πολλά πεδία. Ενας πολιτικός επιστήμονας που ασχολείται, παραδείγματος χάριν, με τη μελέτη του «εγκοινωνισμού» στην πολιτική, με τη μάθηση των πολιτικών φαινομένων, δεν μπορεί να αγνοεί, ας πούμε, τα ύφη των προσόψεων, των επιβλητικών προσόψεων. Υφη δεν έχουν μόνο τα πρόσωπα αλλά και οι κλίμακες των κτιρίων της εξουσίας, των δημοσίων κτιρίων. Αν παρέλειπε αυτή την περιοχή έκφρασης, θα άφηνε έξω από το πεδίο επιρροών πολλές από τις εμπράγματες συμβολικοποιήσεις. Και για να το κάνει όμως σωστά, με τρόπο που να φανερώνει την επιζητούμενη εντύπωση, με την οποία η εξουσία προσπαθεί να μας προσεταιριστεί, χρειάζονται και οι κατάλληλοι λεκτικοί όροι ώστε όλα αυτά να περιγραφούν».

Αλλωστε «η πολιτική υπάρχει μέσα από τον λόγο –γενικότερα μέσα από την έκφραση. Με λέξεις σκεφτόμαστε και με λέξεις πράττουμε. Ο πολιτικός λόγος είναι παντού. Και στην τέχνη ιδιαιτέρως, και ευτυχώς. Η τέχνη, ως πράξη προσδοκώμενης ελευθερίας, γιατί αλλιώς δεν νοείται, είναι λόγος κριτικός και την εξουσία μπορεί να αμφισβητεί. Η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική, ο χορός, το θέατρο, η λογοτεχνία είναι παρακείμενα και διασυνδεόμενα πεδία από τα οποία εκπορεύονται ενστάσεις και σκεπτικισμοί. Απόψεις του καλλιτέχνη, του συγγραφέα, όπου με τις λέξεις και τις απεικονίσεις τους, τις παραλλακτικές ή και τις ανεικονικές ακόμα, επερωτούνε την πολιτική και άλλοτε την απονομιμοποιούν, άλλοτε όχι».

Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης για την πολιτική επιστήμη, ο Γιάννης Μεταξάς επιμελείται την έκδοση ενός δεκάτομου συλλογικού έργου (με τίτλο «Πολιτική Επιστήμη. Διαθεματική και συγχρονική διερεύνηση της πολιτικής πράξης») που βρίσκεται στο στάδιο της εκτύπωσης και αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά.

«Αφορά στο «τώρα» της πολιτικής ζωής» λέει. «Δεν πρόκειται όμως για ένα πολύτομο εγχειρίδιο με τη συστηματική έννοια του όρου. Από αυτά έχουμε αρκετά. Και αναγκαία. Αυτό που ζητήθηκε από όσους συμμετέχουν είναι να μας πουν ποια είναι τα κρίσιμα θέματα του καιρού μας, από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται οι προϋποθέσεις διεκδίκησης της ευτυχίας μας στο πλαίσιο μιας πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή δημοκρατικής».