Ηταν κεραυνός εν αιθρία η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008; Κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Ηταν όμως απλά και γενικά μία ακόμη κρίση του καπιταλισμού;

Ο Φιλίπ Ασκεναζί, καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών του Παρισιού (PSE) και διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, καλείται να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Στην Ελλάδα είναι ήδη γνωστός από τα βιβλία του «Οικονομική κρίση: αίτια και προοπτικές» και το «Μανιφέστο των ανήσυχων οικονομολόγων» (με τους Thomas Coutrot, André Orléan, Henri Sterdyniak) –όλα από τις εκδόσεις Πόλις.

Κύριο αντικείμενο του βιβλίου είναι οι εξελίξεις στη γαλλική κοινωνία και οικονομία από το 1970 και μετά. Μα θα μου πείτε έχει ελληνικό ενδιαφέρον ένα βιβλίο που επικεντρώνεται στα γαλλικά προβλήματα και λύσεις; Σίγουρα ναι, γιατί ο έλληνας αναγνώστης θα δει εδώ την αποτυχία των μέτρων για την ενίσχυση της απασχόλησης, μέτρων ίδιων με αυτά που λαμβάνονται και στη χώρα μας, θα δει την ενοχοποίηση του δημόσιου τομέα, το κυνήγι των «μαγισσών» μεταναστών, τα σύμφωνα απασχόλησης, την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων με τις επιδοτούμενες από το κράτος –στο όνομα μάλιστα του αντικρατισμού –προσλήψεις ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης, την αύξηση των ανισοτήτων. Και όλα αυτά στο όνομα της αντιμετώπισης της πτώσης της ανταγωνιστικότητας. Ολοι αυτοί, τονίζει ο Ασκεναζί, που δαιμονοποίησαν την παροχή δημόσιων υπηρεσιών και την εργασία ξεχνούν ότι η ανταγωνιστικότητα, εκτός από το κόστος εργασίας, στηρίζεται στις επενδύσεις και στη νέα τεχνολογία. Και δυστυχώς η Γαλλία αλλά και η ΕΕ αδιαφόρησαν για αυτούς τους δύο τομείς της ανταγωνιστικότητας.

Η γαλλική πολιτική και οικονομική τάξη αντί να χρησιμοποιήσει τις νέες τεχνολογίες για να δημιουργήσει τη μεταβιομηχανική οικονομική βάση αναλώθηκε σε μέτρα αποδόμησης του κοινωνικού κράτους. Σε μέτρα αμφίβολης αποτελεσματικότητας όσον αφορά το κοινωνικό αγαθό, αλλά υπερπολύτιμα για την υπέρβαση της τάσης για πτώση του ποσοστού κέρδους. Μόνο που ήταν πολύτιμα για λίγους, πολύ λίγους. Παρότι, θα πρόσθετα, τα πίστεψαν πολλοί, πάρα πολλοί. Στην Ελλάδα μάλιστα όσο μερικοί έβλεπαν πριν από λίγα χρόνια την αγορά ως δαίμονα τόσο σήμερα βλέπουν τους δαίμονές τους στον δημόσιο τομέα και στο κράτος πρόνοιας.

Ο συγγραφέας τονίζει ότι από το πρώτο μισό του ’70 οι ανεπτυγμένες οικονομίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με φαινόμενα όπως: πτώση της μεγέθυνσης, στάσιμη παραγωγικότητα, μαζική ανεργία. Η απάντηση ήταν αντιπληθωριστικές και δημοσιονομικές πολιτικές, κατάργηση των τιμαριθμικών αναπροσαρμογών, λιτότητα, μείωση φόρων για τα υψηλά εισοδήματα αλλά αυξήσεις για τους μισθωτούς, αναποτελεσματικές επιδοτήσεις επιχειρήσεων για την απασχόληση, στοχοποίηση των μεταναστών ως υπευθύνων για τα οικονομικά δεινά και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.

Η επταετία Ζισκάρ ντ’ Εστέν (1974-1981) κληροδότησε μια δομική αποδυνάμωση των μισθωτών απέναντι στους εργοδότες. Οι σοσιαλιστές του Μιτεράν προχώρησαν σε εθνικοποιήσεις και τιμαριθμικές αναπροσαρμογές, αλλά γρήγορα έκαναν στροφή προς μια πολιτική λιτότητας και από εκεί σε πολιτικές του λεγόμενου ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού. Πολιτικές που τελικά ανάγκασαν τον Μιτεράν να δηλώσει ότι στο ζήτημα της ανεργίας «δοκιμάσαμε τα πάντα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, ούτε εσείς ούτε εγώ».

Αυτή η αδυναμία εξόδου από το υπερφιλελεύθερο παράδειγμα έστρωσε τον ιδεολογικό δρόμο στις αποδομητικές για τον κόσμο της εργασίας πολιτικές των Μπαλαντίρ και Ζιπέ. Η άνοδος του Ζοσπέν (1997), παρά τα όποια μέτρα (35ωρο, στροφή προς τη νέα οικονομία και την έρευνα), δεν κατόρθωσε να υπερβεί το κυρίαρχο μοντέλο για την απασχόληση. Ετσι η Γαλλία έφθασε στην περίοδο της αποσύνθεσης (δεύτερη θητεία του Σιράκ 2002-2007). Και από εκεί στη φούσκα των διαδικτυακών εταιρειών και των χρηματιστηρίων, από την οποία λίγα διδάγματα αντλήθηκαν, έτσι ώστε η γαλλική κοινωνία και ο παγκόσμιος ιστός να δουν ξαφνικά μπροστά τους το 2008 τη χιονοστιβάδα της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Φθάσαμε «αισίως» στην κρίση του μοντέλου συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Σήμερα οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ στην Ευρώπη κοιτούν να αναπροσαρμόσουν αυτό το μοντέλο και όχι να προχωρήσουν σε ριζική αλλαγή παραδείγματος.