Πέθανε την Τετάρτη σε ηλικία 86 ετών, έχοντας ζήσει μια από εκείνες τις ζωές που τις χαρακτηρίζουμε μυθιστορηματικές. Η ίδια βέβαια είχε αποφασίσει να τα πει όλα στην πολύτομη αυτοβιογραφία της, προσφέροντας στον κόσμο κάτι παραπάνω από ένα απολαυστικό ανάγνωσμα.

Δεν πρέπει να είναι πολλοί οι συγγραφείς που εκτιμήθηκαν όχι μόνο από το πρώτο τους κιόλας βιβλίο, αλλά και ενώ αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αφήγηση της ζωής τους. Η αυτοβιογραφία προϋποθέτει θεωρητικά μια ιστορία άξια να ειπωθεί και το ποια είναι αυτή, δεν τους βρίσκει όλους σύμφωνους. Αν μιλάμε μάλιστα για το 1969 και για μια Αφροαμερικανίδα, τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο. Στην περίπτωση ωστόσο τού «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» (Εκδ. Πατάκη) της Μάγια Αγγέλου, τα παραπάνω δεν πολυϊσχύουν. Ενα δηκτικό αλλά και σαρδόνιο κατηγορητήριο για τις φυλετικές διακρίσεις που βίωσε η συγγραφέας του ενώ μεγάλωνε στο Αρκανσο και την Καλιφόρνια, έχει προφανές συλλογικό πρόσημο. «Αν το μεγάλωμα είναι επώδυνο για μια μαύρη κοπέλα του Νότου» παρατηρούσε χαρακτηριστικά η συγγραφέας, «η συνειδητοποίηση του εκτοπισμού της είναι η σκουριά στη λεπίδα που απειλεί τον λαιμό. Είναι μια περιττή προσβολή».

Δεν έχουμε πάντως να κάνουμε με μελόδραμα. Μεταξύ των άλλων, μάλλον για ύμνο πρόκειται στη δύναμη και στην ακεραιότητα Αφροαμερικανίδων όπως η γιαγιά της Αγγέλου, που αντιμετώπιζε περήφανα τους καταπιεστικούς λευκούς και ανεχόταν υπομονετικά τις αναίδειες των παιδιών τους. Οχι, δεν ανήκε στους «μπαρμπαθωμάδες». Αντίθετα όμως με εξιστορήσεις όπως το «Black Boy» του Ρίτσαρντ Ράιτ, τόσο εκείνη όσο κατόπιν και το βιβλίο της εγγονής της συνδύαζαν τη σπλαγχνική προσέγγιση στην αφροαμερικανική κοινότητα με μια χιουμοριστική δραματοποίηση των προσπαθειών ορισμένων μελών της (όπως της ίδιας της συγγραφέως) να βρουν την αυτοπραγμάτωση έξω από τα όριά της. Ισως για αυτό το βιβλίο γοήτευσε και γοητεύει ένα νεαρό, άρα πιο ανήσυχο γυναικείο κοινό. Ή για αυτό ή για την τελικά όχι και τόσο ανάξια να ειπωθεί ζωή που αφηγούνταν.

Τόσο το «Ξέρω γιατί…» όσο και οι πέντε τόμοι που το ακολούθησαν (στα ελληνικά έχει εκδοθεί και ο δεύτερος, «Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας» επίσης από τις Εκδ. Πατάκη) περιγράφουν τον αγώνα της Αγγέλου να μεγαλώσει ένα γιο που απέκτησε στα δεκαεπτά της και κυρίως να επιβιώσει μέσα από δουλειές, μάλλον αδιανόητες για λευκούς συνομηλίκους της. «Αποφασισμένη να τον αναθρέψω» έλεγε στο «Singin’ and Swingin’…», «είχα εργαστεί σαν χορεύτρια σε νυχτερινά κλαμπ, μαγείρισσα σε χαμπουργκεράδικα ή ρεστοράν με κρεολούς και κάποτε, είχα μια δουλειά σε ένα φανοποιείο, όπου αφαιρούσα την μπογιά από τα αυτοκίνητα με τα χέρια μου». Σε άλλα σημεία, διηγείται τη σύντομη και αποτυχημένη καριέρα της ως πόρνη ή την επίσης σύντομη αλλά κάπως πιο επιτυχημένη πορεία της σε οίκο ανοχής, αυτή τη φορά ως «διαχειρίστριά» του.

Μνημονεύει φυσικά τον βιασμό της σε ηλικία επτά ετών από τον τότε σύντροφο της άστατης μητέρας της. Το λιντσάρισμά του μέχρι θανάτου που την έκανε να αισθανθεί υπεύθυνη, περνώντας τα επόμενα πέντε χρόνια χωρίς να βγάζει μιλιά. Τον σύντομο γάμο της με έναν πρώην ναυτικό και φιλόδοξο μουσικό, τον ελληνικής καταγωγής Αναστάσιο Αγγελόπουλο, του οποίου το όνομα κράτησε. Την περιοδεία της στην Ευρώπη ως ερμηνεύτρια ενός θιάσου που ανέβαζε την όπερα «Porgy and Bess» ή τις συμμετοχές της σε ταινίες και θεατρικά. Τη γνωριμία της με τον Malcolm X ή τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τη δολοφονία του δεύτερου που, συμπίπτοντας με τα γενέθλιά της, την έκανε να μην τα ξαναγιορτάσει για χρόνια. Τη ζωή της στην Γκάνα, στην Αίγυπτο, τον ακτιβισμό υπέρ των Αφροαμερικανών και όλα αυτά, με μια γραφή που εξερευνούσε την έννοια της ταυτότητας μέσα από τον πολυεστιακό φακό της φυλής, του φύλου, της οικογένειας, της κοινότητας, του συλλογικού παρελθόντος.

Το ποιητικό της έργο, εξίσου λυρικό αλλά και άμεσο, συγκεντρώθηκε σε συλλογές όπως «Just give me a cool drink of water ‘fore I Diiie» και «Shaker, why don’t you sing?». Μέχρι και ποίημα για τον Μπιλ Κλίντον έγραψε στην τελετή της ορκωμοσίας του, κίνηση που αντέχεται αν σκεφτεί κανείς ποιους προέδρους είχε αντέξει η Αγγέλου από τον Κένεντι και έπειτα. Ηταν πάντως η εποχή που η συγγραφέας είχε διδάξει ήδη σε τμήματα αμερικανικών σπουδών ενός ή περισσότερων πανεπιστημίων και που απομακρυνόταν από τον αγγλοσαξονικού τύπου φεμινισμό, προτιμώντας αντί για την έλλειψη χιούμορ που του καταλόγιζε, τη δύναμη, την αφοσίωση, τη σεξουαλική εκπλήρωση και το αίτημα για ισότητα των μαύρων γυναικών. Ηταν όμως και η εποχή που προοικονομούσε την όχι ακριβώς απαραίτητη ιεροπρέπεια με την οποία θα αντιμετωπιζόταν από μίντια ή πολιτικούς, η οποία περιλάμβανε τα συνήθη βραβεία και τελετουργικά.