Στο μυαλό του Γκουστάβο Σανταολάγια τρέχουν συνεχώς μουσικές. Δεν πέφτεις πολύ έξω αν πεις πως όλα γίνονται μουσική μέσα του, είτε σκέπτεται σαν συνθέτης του σινεμά, είτε σαν ροκ ή φολκ τροβαδούρος, είτε σαν ευφυής παραγωγός, είτε σαν περιπλανώμενος μουσικός με τρελές ιδέες. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος των δύο Όσκαρ μουσικής και η ψυχή των Βajofondo, που έρχονται και παίζουν τα «πειραγμένα» λάτιν τους- και τάνγκο- στην Αθήνα.

«Πάντα ήθελα να ασχολούμαι με μουσικές που να εκφράζουν αυτό που είμαι, τον τόπο και την καταγωγή μου» λέει ο Σανταολάγια. Από 16 χρόνων που άρχισε τη σταδιοδρομία του, με το συγκρότημα Αrco Ιris, στην Αργεντινή, κρατούσε επαφή με τον τόπο του και έκανε πολλά ταξίδια. Αυτά επρόκειτο να τον πάνε πολύ μακριά- στα Όσκαρ για το «Μυστικό του Βrokeback Μountain» και τη «Βαβέλ», τις περιζήτητες πια μουσικές για ταινίες (σήμερα είναι ίσως το πιο «καυτό» χαρτί στην ακριβή πιάτσα του Χόλιγουντ).

Θα μπορούσε άνετα να περνά τον καιρό του παρέα με τους σκηνοθέτες που θαυμάζει και να μοιράζει ιδέες από το στούντιο (τις οποίες να χρεώνει ακριβά), αλλά το συγκρότημα, οι μουσικές και οι περιοδείες του είναι πολύ σοβαρή υπόθεση γι΄ αυτόν. «Μερικές φορές», λέει, «νιώθω πως όλα τα πράγματα γίνονται πολύ γρήγορα και σκέφτομαι ότι είναι απαραίτητο να παίρνουν τον χρόνο τους. Ετοιμάζεις μια δουλειά, αλλά πρέπει να δώσεις και χρόνο στους ανθρώπους να την ακούσουν». Οι Βajofondo δίνουν αυτές τις ανάσες στον Σανταολάγια. Και αυτός δεν χάνει την ευκαιρία.

ΙΝFΟ

Οι Βajofondo με τον Σανταολάγια παίζουν την Τρίτη 8 Απριλίου στο «Fuzz» (Βουλιαγμένης 22).

Επιστρέφει μαζί τους στα μέρη μας. Η κομπανία από τον Ρίο Ντε Λα Πλάτα, την Αργεντινή και την Ουρουγουάη, φέρνει μαζί της ένα παγκόσμιο τάνγκο, ενώ η δισκογραφική τους εταιρεία ετοιμάζεται να τους δώσει «χρυσό δίσκο» για τις πωλήσεις του «Μar Dulce» στην Ελλάδα. «Ο όρος «ηλεκτρονικό τάνγκο»», λένε, «δεν περιγράφει πια αυτό που είναι οι Βajofondo». Άλλωστε με αυτά τα χαρακτηριστικά κυκλοφορούν και άλλα σχήματα, με πιο διάσημους τους Gotan Ρroject. «Δεν θεωρούμε αυτό που κάνουμε ούτε τάνγκο, ούτε electronica», τοποθετούν τις διαχωριστικές γραμμές. «Πιστεύουμε ότι κάνουμε τη μουσική του Ρίο Ντε Λα Πλάτα, ή αν θέλετε, μια μουσική που αντιπροσωπεύει τον σημερινό ήχο του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο, μουσικές όπως tango, murga, milonga αλλά και rock, hip hop». Εν ολίγοις, από τη μια παίζουν η παράδοση και το λατινοαμερικάνικο DΝΑ, από την άλλη η κονσόλα του «παγκόσμιου κλαμπ» που ανακατεύει ρυθμούς με άποψη.

Σε αυτό το κομβικό σημείο, οι Βajofondo βλέπουν τη φήμη τους να πιάνει πόστο στα μεγάλα μουσικά κέντρα της Αμερικής και της Ευρώπης και έπειτα από ένα sold out που έκαναν πέρσι στην Αθήνα επιστρέφουν με επτά μουσικούς επί σκηνής (κιθάρες, πλήκτρα, βιολί, μπαντονεόν, μπάσο, τύμπανα, σαμπλς, φωνή) και «τρέιλερ» από το επόμενο έργο.

Με μια ματιά


●Γεννήθηκε το 1952 στο Μπουένος Άιρες.

●Είναι μουσικός, συνθέτης, παραγωγός.

●Έχει πάρει δύο Όσκαρ, 9 Γκράμι και 15 άλλα κινηματογραφικά βραβεία.

●Ταινίες με την υπογραφή του: «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας», «21 Γραμμάρια», «Fast Food Νation», «Βrokeback Μountain», «Βαβέλ», «Χαμένες αγάπες» κ.ά.

●Άλμπουμ με τους Βajofondo: «Βajofondo Τango Club», «Supervielle», «Βajofondo Remix», «Μar Dulce».