Στο τραγούδι Blues X Man, από τον πιο προσβάσιμο, αλλά εξίσου ξεσηκωτικό δίσκο Orange του 1994, η ερμηνεία του δεν διαφέρει και πολύ από μια διαφήμιση γραμμής τηλεφωνικού σεξ για γυναίκες. Όταν κάποτε του ζητήθηκε να περιγράψει τη διαφορά του τωρινού του σχήματος από την παλιότερη μπάντα του, τους φασαριόζους Pussy Galore, εστίασε στη διαχείριση του θυμού: οι μεν πρώτοι τον αντιμάχονταν, οι δε δεύτεροι, τον έχουν αποδεχθεί.
Η απουσία μπάσου, ο «σκισμένος» ήχος της κιθάρας, το αλύχτισμα του τραγουδιστή και ο υποτυπώδης ρυθμός, άρεσαν σε όσους εκτιμούσαν το πιο αυτοσχεδιαστικό κομμάτι της μουσικής. Οι αγριωπές συναυλίες τους, εξελίσσονταν σε οργιαστικά πάρτι που προσομοίαζαν σε ικανοποιητικό βαθμό την γεμάτη ιδρώτα, ποτό, σεξ, χαρές και λύπες ζωή, σε μια πόλη σαν τη Νέα Υόρκη.
Το Extra Width του 1993 τους έκανε λίγο πιο υποφερτούς στα συντηρητικά αυτιά, ενώ εκείνο το Orange που λέγαμε, τους έφερε κι άλλους θαυμαστές. Μουσικά, ενσωμάτωναν πλέον και φανκ ή ραπ στοιχεία. Ο ίδιος ο Jon Spencer, τραγουδούσε σαν ένας αποτρελαμένος μίμος του Έλβις Πρίσλεϊ.
Στην πραγματικότητα, οι Jon Spencer Blues Explosion πάντα αποτελούσαν κάτι μεταξύ προδοσίας και φόρου τιμής στην μουσική παράδοση και εδώ, δεν φαίνεται να αλλάζουν. Το μόνο που έχει αλλάξει, είναι ότι ο μπροστάρης τους ας πούμε, είναι πια ένας ώριμος πενηντάρης -το πνεύμα μπορεί να θέλει, η σαρξ όμως δεν είναι βέβαιο αν θα μπορεί να επαναλάβει τα σκηνικά καμώματα του παρελθόντος.
Αν διατηρήσουν την αίσθηση του «Freedom Tower», τότε η συναυλία τους την Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου, στο Gagarin 205, θα είναι μεταξύ άλλων και μια τρυφερή νεκρολογία στη Νέα Υόρκη που τους ανέθρεψε και που τώρα έχει παραδοθεί στον αστικό εξευγενισμό. Την εμφάνισή τους, θα ανοίξουν οι δικοί μας BLML, του Γιώργου Καρανικόλα των Last Drive: ο μετα-ψυχεδελικός ήχος τους, με τις υπερηχητικές μπασογραμμές και τα κιθαριστικά κρεσέντο, φαντάζει αρκούντως ταιριαστός.