Μια πρώτη ιδέα του τι εστί Jon Spencer Blues Explosion, μπορεί να πάρει κανείς, σταχυολογώντας δηλώσεις, καθημερινά στιγμιότυπα ή καλλιτεχνικές επιλογές του ανθρώπου που από το 1991 δίνει στη μπάντα το πρώτο μισό του ονόματός της και τη βασική μουσική της κατεύθυνση: ο Jon Spencer λοιπόν, είναι ένας τύπος που όταν ήταν ανοικτό το κλαμπ CBGB’s, ο ναός του πανκ της Νέας Υόρκης και του κόσμου όλου, αρεσκόταν να κάθεται για ώρες στο πεζοδρόμιο πριν και μετά τις συναυλίες, πίνοντας και συζητώντας με τη γυναίκα του, την Christina Martinez των Boss Hog.

Στο τραγούδι Blues X Man, από τον πιο προσβάσιμο, αλλά εξίσου ξεσηκωτικό δίσκο Orange του 1994, η ερμηνεία του δεν διαφέρει και πολύ από μια διαφήμιση γραμμής τηλεφωνικού σεξ για γυναίκες. Όταν κάποτε του ζητήθηκε να περιγράψει τη διαφορά του τωρινού του σχήματος από την παλιότερη μπάντα του, τους φασαριόζους Pussy Galore, εστίασε στη διαχείριση του θυμού: οι μεν πρώτοι τον αντιμάχονταν, οι δε δεύτεροι, τον έχουν αποδεχθεί.

Δεν τους λες και μειλίχιους πάντως. Μεταμοντέρνοι μέχρι το κόκαλο, στο βαθμό που ανασυνθέτουν, παρά δημιουργούν εκ του μηδενός, είρωνες, αφού παρά το όνομά τους, το blues στοιχείο βρίσκεται μόνο στην αίσθηση που αφήνουν, οι Jon Spencer Blues Explosion ξεκίνησαν όπως μια μπάντα τόσο αναρχικά και διονυσιακά θορυβώδης, που οι μισοί κριτικοί χαρακτήριζαν τον μπροστάρη τους ιδιοφυή σόουμαν και οι άλλοι μισοί, εντυπωσιακό απατεώνα.

Η απουσία μπάσου, ο «σκισμένος» ήχος της κιθάρας, το αλύχτισμα του τραγουδιστή και ο υποτυπώδης ρυθμός, άρεσαν σε όσους εκτιμούσαν το πιο αυτοσχεδιαστικό κομμάτι της μουσικής. Οι αγριωπές συναυλίες τους, εξελίσσονταν σε οργιαστικά πάρτι που προσομοίαζαν σε ικανοποιητικό βαθμό την γεμάτη ιδρώτα, ποτό, σεξ, χαρές και λύπες ζωή, σε μια πόλη σαν τη Νέα Υόρκη.

Το Extra Width του 1993 τους έκανε λίγο πιο υποφερτούς στα συντηρητικά αυτιά, ενώ εκείνο το Orange που λέγαμε, τους έφερε κι άλλους θαυμαστές. Μουσικά, ενσωμάτωναν πλέον και φανκ ή ραπ στοιχεία. Ο ίδιος ο Jon Spencer, τραγουδούσε σαν ένας αποτρελαμένος μίμος του Έλβις Πρίσλεϊ.

Οι πρώτες λέξεις που ακούγονται στο «Freedom Tower –No Wave Dance Party 2015», το τελευταίο άλμπουμ μιας μπάντας που ευτυχώς, δεν θα μπορούσε να μην διατηρεί στη σύνθεσή της τους ιδρυτικούς Judah Bauer και Russell Simins, είναι κάτι του στιλ «ελάτε μάγκες, πρέπει να δείξουμε λίγο σεβασμό».

Στην πραγματικότητα, οι Jon Spencer Blues Explosion πάντα αποτελούσαν κάτι μεταξύ προδοσίας και φόρου τιμής στην μουσική παράδοση και εδώ, δεν φαίνεται να αλλάζουν. Το μόνο που έχει αλλάξει, είναι ότι ο μπροστάρης τους ας πούμε, είναι πια ένας ώριμος πενηντάρης -το πνεύμα μπορεί να θέλει, η σαρξ όμως δεν είναι βέβαιο αν θα μπορεί να επαναλάβει τα σκηνικά καμώματα του παρελθόντος.

Αν διατηρήσουν την αίσθηση του «Freedom Tower», τότε η συναυλία τους την Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου, στο Gagarin 205, θα είναι μεταξύ άλλων και μια τρυφερή νεκρολογία στη Νέα Υόρκη που τους ανέθρεψε και που τώρα έχει παραδοθεί στον αστικό εξευγενισμό. Την εμφάνισή τους, θα ανοίξουν οι δικοί μας BLML, του Γιώργου Καρανικόλα των Last Drive: ο μετα-ψυχεδελικός ήχος τους, με τις υπερηχητικές μπασογραμμές και τα κιθαριστικά κρεσέντο, φαντάζει αρκούντως ταιριαστός.