«Ημουν μόνο ένα μικρό παιδί, αλλά είχα ένα μεγάλο όνειρο. Ημουν μόλις δέκα χρονών, όταν η μαμά μου με ανάγκασε να εγκαταλείψω την εμπόλεμη Σομαλία. Ο πατέρας μου είχε ήδη σκοτωθεί κι εκείνη δεν είχε άλλον τρόπο για να με προστατεύσει από τον εμφύλιο. Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες ταξίδευα. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν βράδυ, όταν μπήκα μόνος μου σε ένα μεγάλο καράβι με προορισμό την Υεμένη. Δεν ήξερα τι να περιμένω. Ηξερα μόνο ότι έπρεπε να κάνω τα πάντα για να καταφέρω να επιβιώσω. Κι αυτό έκανα. Για έξι χρόνια έμενα στον δρόμο, ζητιάνευα και έμπλεκα συνέχεια σε καβγάδες. Ωσπου μία ημέρα, γνώρισα μια γυναίκα, η οποία μου έδωσε φαγητό και χρήματα και υποσχέθηκε να με βοηθήσει να πραγματοποιήσω το μεγάλο μου όνειρο. Να φτάσω στην Ευρώπη».

«Καθαρό τράφικινγκ»

Ενας χρόνος έχει περάσει από τότε που ο Ομάρ πραγματοποίησε το όνειρό του. Και αυτό το όνειρο δεν διαφέρει από εκείνο χιλιάδων παιδιών που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα και τις οικογένειές τους και να ξεκινήσουν μόνα τους το μακρύ και σκοτεινό ταξίδι προς την Ευρώπη. «Η ίδια η φύση του ταξιδιού είναι καθαρό τράφικινγκ. Ενα μεγάλο μέρος των παιδιών πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και βασανιστηρίων. Το ταξίδι κοστίζει κατά μέσο όρο 4.000 δολάρια. Ξεκινούν από την πατρίδα τους με τα πόδια, φτάνουν στα παράλια της Τουρκίας και εκεί με βάρκα μέσω Σμύρνης ή από τον Εβρο εισέρχονται στην Ελλάδα. Πολλές φορές υπάρχουν ανήλικοι πρόσφυγες που βρίσκονται στα κρατητήρια και παραμένουν εκεί, καθώς δεν υπάρχει χώρος φιλοξενίας. Στον ξενώνα έχουμε αρκετές περιπτώσεις παιδιών που έρχονται έπειτα από πολύμηνη κράτηση. Αυτά τα παιδιά είναι πολύ φοβισμένα και θυμωμένα. Μόλις έρχονται εδώ πιστεύουν ότι μπαίνουν σε μια δεύτερη φυλακή. Και αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με ρωτούν. Ετσι, ξεκινάμε πάντα από το μηδέν» λέει ο Φώτης Παρθενίδης, κοινωνικός λειτουργός και συντονιστής της κοινωνικής υπηρεσίας του Συλλόγου Μερίμνης Ανηλίκων στα Εξάρχεια.

Επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων δεν υπάρχουν, καθώς η καταγραφή τους κατά την είσοδό τους στην Ελλάδα είναι ελλιπής. Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μόνο κατά το τρίτο τρίμηνο του 2014, δέχθηκε 694 αιτήματα ασυνόδευτων ανηλίκων, αριθμός που είναι ο μεγαλύτερος από τη σύστασή του. Κατά την πρόσφατη επίσκεψη των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Αμυγδαλέζα διαπιστώθηκε ότι43 ασυνόδευτοι ανήλικοι διαμένουν σε πτέρυγα στο κέντρο κράτησης, ενώ επιπλέον ανήλικοι εντοπίστηκαν να διαμένουν διάσπαρτοι σε θαλάμους. Κατά τη διάρκεια του 2013 έκλεισαν δύο ξενώνες ασυνόδευτων ανηλίκων ενώ, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της Ελλάδας, οι δομές φιλοξενίας θα έπρεπε να διπλασιαστούν.

«Σε αυτό το νεοκλασικό σπίτι έχουν μείνει τα τελευταία δέκα χρόνια πάνω από 280 παιδιά. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εκταμίευση των χρημάτων γίνονται καθημερινά υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συνεχίσουμε. Η δυσκολότερη στιγμή είναι όταν ένα παιδί κλείνει τα 18 και πρέπει να φύγει. Τα ίδια όμως το γνωρίζουν και προετοιμάζονται ψυχολογικά γι’ αυτό. Προσπαθούμε να τους βγάλουμε άδεια εργασίας και να τους βρούμε δουλειά. Και μέχρι στιγμής το έχουμε καταφέρει. Ομως, με την κατάσταση που επικρατεί αυτήν τη στιγμή, πώς να εγγυηθούμε το μέλλον τους;». Οπως συνέβη και με τον Μοχάμεντ από το Πακιστάν. Ηταν μόλις 15 ετών όταν πέρασε τα σύνορα. Εκεί τον απήγαγαν ομοεθνείς του, τον οδήγησαν με τη βία σε ένα σπίτι κοντά στα Σπάτα, τον έδεσαν με αλυσίδες και τον κακοποιούσαν καθημερινά. Μία ημέρα κατάφερε να λυθεί, πήδηξε τους φράχτες και ημίγυμνος και τραυματισμένος βρέθηκε στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκεί τον περιέθαλψαν υπάλληλοι και με τα στοιχεία που έδωσε βοήθησε στην εξάρθρωση του κυκλώματος διακίνησης. Επειτα, ακολούθησε η μακρά και επίπονη διαδικασία ενσωμάτωσης και επανένταξής του.

Επιστροφή στον ξενώνα

Πίσω στον ξενώνα ο Ομάρ κοιτάζει στο πάτωμα σκεπτικός. «Ξέρεις κάτι; Μια φορά ένας αστυνομικός με σταμάτησε στο κέντρο της Αθήνας. Με κοίταξε και μου είπε να γυρίσω στην Αφρική. Εκεί όπου ανήκω. Μετά με οδήγησε σε ένα αστυνομικό τμήμα πολύ μακριά. Με άφησαν ελεύθερο αργά το βράδυ. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν. Εκείνοι με έδιωξαν με βρισιές. Τότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι κάποιος με μισεί επειδή δεν είμαι από την Ελλάδα. Ωρες αργότερα βρήκα μόνος μου τον δρόμο και επέστρεψα στον ξενώνα. Στο σπίτι μου».