Δεν γνωρίζω εάν υπάρχουν ή όχι ομοφυλόφιλοι ή διεμφυλικοί που έρχονται συχνά στην εκκλησία. Ως προς τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι αδιάφορο για την Εκκλησία. Η Εκκλησία ως «Κιβωτός Σωτηρίας» δέχεται τους πάντες ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε διαφορετικότητά τους ή ετερότητά τους, την οποία εκφράζουν, όπως ο κάθε γιατρός δέχεται τον κάθε ασθενή, χωρίς βέβαια να υιοθετεί και την άποψη ότι η κάθε ασθένεια είναι και κατάσταση υγείας.

Το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση φύλου, το οποίο ήρθε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή από την κυβέρνηση, είναι ένα νομοσχέδιο γραμμένο με αρκετή επιπολαιότητα και βιασύνη, το οποίο εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο ιδεολογικές σκοπιμότητες και ψηφοθηρικές επιδιώξεις.

Με ρωτάτε αν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ανήκει στην ελεύθερη βούληση του κάθε ατόμου. Ναι, όταν αυτό το δικαίωμα δεν λειτουργεί καταστροφικά διασπαστικά προς το όλον κοινωνικό σύνολο, γιατί σε αντίθετη θεώρηση η ελευθερία γίνεται ασυδοσία, αφού στερεί την ελευθερία του άλλου και επιβάλλει το δικό του πρότυπο ζωής.

Η επέμβαση ενός ανθρώπου στη φύση με σκοπό να βελτιώσει τη ζωή του, είναι μια διαδικασία ιατρική και επιστημονική, τόσο ως προς τη διάγνωση όσο και ως προς τη θεραπεία, και δεν επιλύεται με νομοθετήματα, όπως και όλες οι άλλες οργανικές και βιολογικές δυσλειτουργίες.

Μπορεί κάποιος να σέβεται τους ομοφυλόφιλους και να μη συμφωνεί με τη θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης. Δεν είναι δύο αντικρουόμενες απόψεις, ίσα ίσα. Ο σεβασμός στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι προϋπόθεση στη δομή και λειτουργία της κοινωνίας, με τις ιδιαιτερότητες και τις αδυναμίες του. Ο σεβασμός αυτός όμως δεν σημαίνει υιοθέτηση ή και αποδοχή των οποιωνδήποτε ιδιαιτεροτήτων και διαφοροποιήσεων, γιατί τότε θα κινούμεθα στον αστερισμό του ισοπεδωτισμού. Η αντίρρησή μου στο σύμφωνο, κάθε μορφή συμφώνου, είναι η απόρριψη του γάμου, ως σχέσης και πράξης εκκλησιαστικής – μυστηριακής, ενώ καμία αστική μορφή συμφωνίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την εκκλησιαστική πράξη.

Πρόσφατα ο Γιάννης Ραγκούσης έκανε συγκεκριμένες δηλώσεις, οι οποίες προξένησαν την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου. Η έλλειψη σοβαρότητας από μέρους του κ. Ραγκούση για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους τον εξέθεσε, ενώ σε μια δευτερολογία του προσπάθησε να δώσει και πολιτική διάσταση σε αυτήν την ανοησία του. Οπως λανθασμένες και αποπροσανατολιστικές ήταν και οι τοποθετήσεις των κ.κ. Δρίτσα και Φίλη. Η Εκκλησία δεν κινείται, ούτε ενεργεί, με ιδεολογικοποιημένες συνταγές. Κρίνει και αξιολογεί τα θέματα της κοινωνίας με κριτήρια ανθρωπολογικά και μάλιστα στη δυναμική του μέλλοντος.

Δεν θεωρώ πως, με τη στάση της στο θέμα του φύλου, η Εκκλησία χάνει την επαφή της με τη σημερινή εποχή. Η Εκκλησία λέγοντας με ειλικρίνεια και σοβαρότητα αυτά που πιστεύει, στο τέλος δικαιώνεται, έστω και αν αυτή η δικαίωση αργεί λίγο. Με ρωτούν συχνά για τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας. Οταν υπάρχουν διακριτοί ρόλοι, η έννοια του χωρισμού ή του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας είναι περιττή.

Νομίζω πως η Εκκλησία μπορεί να έρθει ξανά κοντά στη νέα γενιά. Αυτό θα γίνει μόνο όταν αλλάξει τη γλώσσα επικοινωνίας της και ασχοληθεί με θέματα που αφορούν τους νέους, δίνοντας απαντήσεις σε θέματα ζωτικά για το μέλλον τους. Πρέπει να πάψει να κοιτά προς το παρελθόν, τότε θα έχει πετύχει να δώσει μια απάντηση στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας και των νέων ανθρώπων, χωρίς να έχει εκκοσμικευθεί. Αυτό ζητούν οι νέοι και όχι τυπολατρίες ή επαναλήψεις τετριμμένων συνταγών χωρίς καμία προοπτική στα σύγχρονα προβλήματά τους. Αναζητούν έναν λόγο σύγχρονο, δυναμικό, ουσιαστικό, τολμηρό που θα δίνει απαντήσεις σε χώρους που για πολλούς είναι άγνωστοι ή απροσπέλαστοι. Η Εκκλησία μπορεί και πρέπει να ξεπεράσει τον ξύλινο λόγο του συναισθηματισμού ή του ηθικισμού και να εγκολπωθεί τον λόγο της ευαγγελικής αλήθειας που προσφέρει ζωή και ακόμη ζωή «ως εκ περισσού».