«Πέρασα μια δεκαετία στο πιο τολμηρό σύγχρονο πολιτικό πείραμα της Ισπανίας. Στα 33 μου, με γέρασε με τρόπους που μόλις άρχισα να κατανοώ». Η Λίλιθ Βερστίνχε ήταν μέλος του Podemos, αργότερα γραμματέας του κόμματος και για κάποιο διάστημα βουλευτής. Κατέληξε, όπως λέει, «να εγκαταλείψω την πολιτική απογοητευμένη». Σε ένα μακροσκελές άρθρο της στην «Guardian» αφηγείται τι συνέβη – η άνοδος και η πτώση του Podemos συμπίπτει χρονικά με την αντίστοιχη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο διαπιστώνει κοινές επιρροές.
Τον Μάιο του 2014, μόλις τέσσερις μήνες μετά την ίδρυσή του, το Podemos κέρδισε πέντε έδρες στην Ευρωβουλή και εκείνη προσλήφθηκε να συνεργαστεί μαζί τους. «Τα επόμενα χρόνια ταράξαμε το δικομματικό σύστημα και στις εκλογές του Νοεμβρίου 2019, κερδίσαμε αρκετές έδρες για να ενταχθούμε στον πρώτο κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ».
Ο επικεφαλής του Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας της ζήτησε να επιστρέψει στη Μαδρίτη, για να βοηθήσει. Δέχτηκε. Θυμάται ότι «το κόμμα είχε εμμονή με τη μετάδοση μηνυμάτων μέσω οποιουδήποτε δυνατού μέσου και έβλεπε την τηλεόραση ως βασικό πεδίο πολιτικής πάλης. Το 2015, ο Ιγκλέσιας είχε γράψει: “Οι άνθρωποι δεν ασχολούνται πλέον πολιτικά μέσω κομμάτων αλλά μέσω των μέσων ενημέρωσης“».
«Οι ηγέτες μας, όπως και εκείνοι του ΣΥΡΙΖΑ, επηρεάστηκαν βαθιά από τον αργεντινό πολιτικό θεωρητικό Ερνέστο Λακλάου, ο οποίος υποστήριζε ότι τα λαϊκιστικά κινήματα μπορούσαν να παρακάμψουν τις παραδοσιακές κομματικές δομές μέσω της έξυπνης χρήσης των μέσων ενημέρωσης. Αυτή η ιδέα ήταν προφανώς σαγηνευτική: γιατί να επενδύσουμε στην αργή δουλειά της οργάνωσης όταν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε εκατομμύρια μέσω της τηλεόρασης; Αλλά υπήρχε μια παγίδα που δεν βλέπαμε πραγματικά εκείνη την εποχή: μπορούσες να κερδίσεις την εξουσία μέσω του χρόνου μετάδοσης, αλλά δεν μπορούσες να κυβερνήσεις με αυτόν. Και ίσως η δική μας αλλαγή στην κοινωνική μας θέση, από καινούργιους στην πολιτική σε ανθρώπους στην εξουσία, είχε συμβεί πολύ γρήγορα για να εσωτερικεύσουν οι ηγέτες μας την επιτυχία μας», αφηγείται η Βερστίνχε, η οποία θυμάται στις αρχές της δεκαετίας του 2010 πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση στην Ισπανία, για το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού. «Σε απάντηση, στις 15 Μαΐου 2011, περισσότεροι από 50.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην Puerta del Sol, μία από τις κεντρικές πλατείες της Μαδρίτης, και χιλιάδες άλλοι “αγανακτισμένοι” διαδήλωσαν στη Βαρκελώνη, τη Γρανάδα, το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα και αλλού. Για τους νέους, η πολιτική είχε γίνει επείγουσα και προσωπική από τη μια μέρα στην άλλη, αισθανόμασταν ότι είχαμε λόγο για το μέλλον μας».
Τον Ιανουάριο του 2014 δημιουργήθηκαν οι Podemos και λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκαν στην εξουσία και στη δύσκολη διαχείρισή της. Ομως τα προβλήματα είχαν αρχίσει από νωρίς. «Μετά τον πρώτο χρόνο οι Podemos, ξεπερνώντας κάθε παρωδία αριστερής διάσπασης, είχαν ήδη διχαστεί σε ζητήματα πολιτικής στρατηγικής. Η διαφωνία ήταν: πρέπει να διαφοροποιηθούμε από τους σοσιαλιστές ή να προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνίες μαζί τους; Δύο μεγάλες παρατάξεις αναδύθηκαν: η μία, υπό τον Ιγκλέσιας, υποστήριζε ότι οι Podemos έπρεπε να συμμαχήσουν με την παραδοσιακή Αριστερά, ενώ η άλλη, υπό τον Ινίγκο Ερεχόν, τον πρώτο υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας του κόμματος, πίεζε για μια “λαϊκιστική” προσέγγιση που δεν συμμαχούσε με κανένα παραδοσιακό εργατικό κόμμα. Οι βουλευτές μας προέρχονταν και από τις δύο πλευρές, και ορισμένα στελέχη των κομμάτων δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους στο κυλικείο».
Τον Ιούνιο του 2021 η Βερστίνχε εξελέγη γραμματέας του κόμματος. Θυμάται έντονα πως λίγο καιρό μετά, «ένα στέλεχος του κόμματος πρότεινε να κλείσουμε τα τοπικά γραφεία – στάση χαρακτηριστική ενός κόμματος που είναι αδιάφορο για την υποδομή που το κρατά ζωντανό μεταξύ των εκλογικών κύκλων». Επίσης διαπιστώνει ότι «δεν είχαμε παρακολουθήσει το πώς άλλαζε η βάση μας. Η αρχική δύναμη των Podemos ήταν ότι έβγαλαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από την απάθεια. Αλλά μέσα σε μια δεκαετία, η κύρια εμπειρία της εργασίας τους στους Podemos ήταν η συρρίκνωση της πολιτικής συζήτησης και η αυξανόμενη εσωτερική παράνοια».
Η 33χρονη, που διατέλεσε βουλευτής για έξι μήνες πριν παραιτηθεί, κάνει και άλλες διαπιστώσεις: «Η εξωτερική κριτική μας πλήγωσε. Σε λίγα μόνο χρόνια, το Podemos είχε αντιμετωπίσει τόσο πολλές ψευδείς επιθέσεις – κατηγορίες για διαφθορά, χρήση λογαριασμών σε φορολογικούς παραδείσους, λήψη χρημάτων από το Ιράν και τη Βενεζουέλα – που πολλά μέλη έχασαν τον αρχικό τους ιδεαλισμό. Η μαχητική στάση που κάποτε είχε μετατρέψει το σκάνδαλο των ταμπλόιντ σε εκλογικό καύσιμο είχε τα όριά της. Σχεδόν κάθε σημαντική προσωπικότητα των Podemos σύντομα είχε κάποιο είδος δικαστικής υπόθεσης ανοιχτής εναντίον του – πολλές από αυτές στημένες και ψεύτικες, αλλά παρ’ όλα αυτά κουραστικές. Αρκετά συνεχόμενα χρόνια άσκησης πολιτικής σε κατάσταση μόνιμης εγρήγορσης μας οδήγησαν προς την παραδοσιακή ζώνη άνεσης της Αριστεράς: την ιδιότητα του θύματος».
«Η συνεχής, απειλητική παρουσία του φασισμού», σχολιάζει, «και η αναζήτηση εσωτερικών εχθρών μετέτρεψαν την πολιτική σε άσκηση τυφλής πίστης. Η συνωμοσία ήταν ευρέως διαδεδομένη και κατηγορούσαμε αδιακρίτως τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης, σε σημείο που δηλώναμε ανοιχτά ότι ήταν καλύτερο να έχουμε ψηφοφόρους που δεν διάβαζαν καθόλου τις ειδήσεις. Τα μέσα ενημέρωσης δεν ήταν πλέον εργαλείο, αλλά εχθρός. Κατά τη σύντομη θητεία μας στην εξουσία, καταφέραμε να πετύχουμε κάποιες απτές πολιτικές και νομοθετικές επιτυχίες, όπως καλύτερο κατώτατο μισθό, έναν προοδευτικό νόμο για την ευθανασία, βελτιωμένη πρόσβαση στις αμβλώσεις και τα εργασιακά δικαιώματα, και μια τηλεφωνική γραμμή για την ενδοοικογενειακή βία. Αλλά ο τρόπος της αναχώρησής μας επισκίασε αυτές τις νίκες».
Και καταλήγει: «Η πολιτική πρέπει να είναι ένα στάδιο, όχι μια ζωή. Πρέπει να γνωρίζουμε πότε μπορούμε ακόμα να συνεισφέρουμε – και πότε είναι η ώρα να αφήσουμε τους άλλους να ηγηθούν».


