Ο «Αγριος σπόρος», ένα από τα πιο αιχμηρά έργα της σύγχρονης δραματουργίας, ανεβαίνει στο Θέατρο Μικρό Χορν σε σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη και πρωταγωνιστές τους Ηλία Βαλάση, Δημήτρη Μαμιό και Ανθή Σαββάκη. Με όχημα το κείμενο του Γιάννη Τσίρου, αποτυπώνεται με κοφτή γλώσσα και σπαρακτική τρυφερότητα ένας κόσμος που υποτάσσει, ταξινομεί κι αποκλείει τον αδύναμο. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την εξαφάνιση ενός νεαρού γερμανού παραθεριστή σε μια έρημη παραλία με μια παράνομη καντίνα και κοιτάζει κατάματα τον μηχανισμό της κοινωνικής κρίσης, εκεί όπου η ανάγκη για κάθαρση βαφτίζει τη βία σε ηθική πράξη.

Γιατί επιλέξατε να καταπιαστείτε με τον «Αγριο σπόρο»;

Την πρόσκληση μου την έκανε ο Γιάννης Τσίρος, η πρώτη του φράση ήταν πως έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που δεν προσφέρεται για σκηνοθετικά καμώματα και όταν το διάβασα κατάλαβα τι εννοούσε. Το κείμενο του Γιάννη μοιάζει με τη χώρα που όλοι προσποιούμαστε πως δεν βλέπουμε, όλα είναι κανονικά, έχουμε ήλιο, ωραίες παραλίες και κρυμμένη αγωνία να βγάλουμε το δάνειο. Η πορεία του ήρωα του, του Σταύρου, σε καλεί σε μια δική σου προσωπική απολογία και αυτή πιστεύω πως είναι και η δύναμη αυτού του έργου. Δεν χαρίζεται σε κανέναν ο «Αγριος σπόρος», οι χαρακτήρες του είναι τόσο εκτεθειμένοι που εύλογα βάζουν τον θεατή σε μια διαδικασία αναρώτησης ποιος είναι ο «θύτης» και ποιος το «θύμα» και από αυτή την αμηχανία γεννιέται η πραγματική σκέψη. Για αυτή την αμηχανία το επέλεξα, γιατί είναι σύμφυτη με την αμηχανία και το μούδιασμα που αισθάνομαι πως βιώνουμε ως κοινωνία.

Αν θεωρήσουμε ότι κάθε σκηνοθέτης «προσθέτει» κάτι δικό του σε ένα έργο, ποιος είναι ο δικός σας «άγριος σπόρος» μέσα σε αυτή την παράσταση;

Είναι η προσωπική μου αγωνία για το αν έχει τέλος αυτό το συλλογικό λιντσάρισμα, γιατί λειτουργούμε ως παρατηρητές σε όλα τα αδιανόητα που συμβαίνουν γύρω μας και τελικά γινόμαστε συμμέτοχοι χωρίς να το παραδεχτούμε. Θα σταθούμε, επιτέλους, δίπλα στα θύματα ή θα σιωπήσουμε από φόβο; Αυτό το άβολο ερώτημα του έργου θα ήθελα να διαχειριστεί ο θεατής και ας αργήσει να έρθει η απάντηση.

Το έργο μιλάει για τον αποκλεισμό και την ανάγκη να βρεθεί ένας φταίχτης. Πώς αποφεύγετε να δείξετε με το δάχτυλο, κρατώντας τον θεατή σε εγρήγορση χωρίς διδακτισμό;

Το έργο του Γιάννη Τσίρου δεν είναι κήρυγμα, ούτε αθωώνει ούτε καταδικάζει, δεν δείχνει τον δρόμο στον θεατή και, το σημαντικότερο, τον αφήνει ελεύθερο να αναμετρηθεί με τη βία και τις προκαταλήψεις μιας κοινωνίας ως προσωπικές πιθανότητες, γι’ αυτό πιστεύω πως έχουμε να κάνουμε με ένα βαθύ έργο.

Ο ήρωας γίνεται «φορέας μιας ενοχής που δεν του ανήκει». Σας ενδιέφερε να τον υπερασπιστείτε, να τον αποδομήσετε ή να τον παρατηρήσετε από απόσταση;

Επειδή μεγάλωσα στην επαρχία, μου είναι αρκετά οικεία και το τοπίο του έργου, αλλά και ο χαρακτήρας του Σταύρου. Τον έχω συναντήσει σε καφενεία αλλά και σε οικογενειακά τραπέζια. Είναι αυτός που κουβαλάει όλη τη δυσκολία του συστήματος, χωρίς όμως να έχει φτιάξει ο ίδιος το σύστημα. Δεν με ενδιέφερε ούτε να τον υπερασπιστώ, ούτε να τον αποδομήσω. Κυρίως με ενδιέφερε να τον παρακολουθήσω τη στιγμή που μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο, αυτή τη στιγμή που όλα τα βλέμματα γυρνάνε πάνω του, όχι επειδή είναι πραγματικός φταίχτης, αλλά επειδή είναι ο πιο βολικός φταίχτης.

Ο Τσίρος γράφει πως το θέατρο δεν μπορεί να αποτρέψει τα δεινά του κόσμου, αλλά μπορεί να διατηρήσει την προσδοκία για δικαιοσύνη. Συμφωνείτε;

Ναι, φυσικά και δεν μπορεί να αποτρέψει τα δεινά του κόσμου, αν μπορούσε, με τόσες θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν κάθε χρόνο στην Αθήνα θα είχαμε αλλάξει δέκα φορές το Σύνταγμα και ειδικά τους νόμους που προστατεύουν τους υπουργούς από την ευθύνη τους. Δεν μπορεί η σκηνή να κάνει αυτά που δεν τολμά η πολιτική, μπορεί όμως το θέατρο να κρατήσει ζωντανή την προσδοκία για δικαιοσύνη και να δημιουργήσει την ανάγκη στον θεατή να υπερασπιστεί κάτι κι αυτός για τον εαυτό του.

Θεωρείτε ότι η ανάγκη για «κάθαρση» έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη κοινωνία από την ανάγκη για «εκτόνωση»;

Η ανάγκη για «εκτόνωση» δεν είναι πραγματική αλλά πλαστή και ελεγχόμενη, είναι πολύ βολικό να αφήνεις την κοινωνία να ξεσπάει με τρόπο που δεν αμφισβητεί την εξουσία, το σύστημα της δικαιοσύνης και τους κανόνες της. Καμιά φορά σκέφτομαι πως όσο μεγαλύτερη είναι η οργή, τόσο η κάθαρση δεν έρχεται ποτέ. Και επειδή αυτή η αντίληψη δεν με αφήνει να ελπίζω, με βοηθάει να σκέφτομαι πως μέσα μας βράζει ένας θυμός, που όταν βρει το πραγματικό νόημα και στόχο, τίποτα δεν θα τον σταματήσει.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά