Πάντα έτσι τον έβλεπα τον Διονύση Σαββόπουλο. Να κόβει κίνηση στα πέριξ με το σύμβολο της φυλακής του στον κόρφο, σαν μεταβατικό αντικείμενο. Κι εκεί που νόμιζες ότι δεν σου χαλαλίζει μισό δευτερόλεπτο, εκείνος σε είχε κιόλας βαφτίσει στο όνομα της Ιστορίας, της Στιγμής και του Αγίου Πνεύματος, πανέτοιμος να λαλήσεις με έναν λόγο, σαν και τον δικό του. Δεν του χρωστάμε μόνον τη γλώσσα – σαρωτική και κυρίαρχη σαν του Βιτσέντζου Κορνάρου. Παιδιά της χούντας και μειράκια της Μεταπολίτευσης, του χρωστάμε τη σύγκλιση της ιστορικότητας με το παρόν, μια δύσκολη δεξιότητα που την αποκτούσαμε παρέα του, κι ας μην ξέραμε πού μας πάν’ τα τέσσερα. Ηταν σαν να ξέραμε. Και πράγματι ξέραμε, γιατί η μνήμη δεν παραδίδεται σε εγχειρίδιο να την ξεφυλλίσεις. Πρέπει εσύ πρώτος να ρίξεις τα φύλλα σου, διαθέσιμος να δεχτείς το διαγενεακό ράπισμα, από ‘κεί που δεν το περιμένεις. Ο πατέρας μου ο Μπάτης. Τελεία, παράγραφος.
Πολλοί ήμασταν εκείνοι που βιογραφηθήκαμε στοιχισμένοι πίσω του, με το δάχτυλο στην πρίζα. Εκεί μας βρήκε και μας κεραυνοβόλησε η μουσική του με έναν ηλεκτρισμό σαν του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη και της θυγατέρας του Θεοπούλας. Η Θράκη – μια ξένη χώρα για μας τους Πελοποννήσιους – απ΄ όπου ένα παιδί από τη Σαλονίκη προμηθευόταν ήχο και υλικό. Δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς, σκέφτομαι τώρα. Για χρόνια με απασχολούσε πώς η Ιστορικότητα βρήκε και σκάλωσε στα πάνω κλαδιά του χάρτη, σε πατρίδες εξωχώριες, και για μας τους Νότιους έμειναν μόνον κάποιες αφυδατωμένες εθνικές επέτειοι που συνωστίζονται όλες τους στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Σε μια ξεχωριστή ιστορική στιγμή ανήκει και η άνθηση της δισκογραφίας, γιατί χωρίς τη LYRA του Πατσιφά δεν θα στριφογύριζαν στα πικ απ της δεκαετίας του ΄70 οι σπείρες του Μπάλλου, να μας ρουφήξουν, σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτον τον αιώνα.
Συνάντησα τους φίλους μου, αλλά δεν ήταν χειμώνας. Αλέκο, Δήμο, Γιούλα, Μιχάλη, Γιάννη και ο άλλος Γιάννης. Είναι μια αυγουστιάτικη πανσέληνος και τρέχουμε πάνω στον λιμενοβραχίονα της Καλαμάτας προς τη γραμμή του φεγγαριού. Μαύρο ζώο και τυφλό μαστιγωμένο / σε ποιο χαντάκι σκοτεινό με κουβαλάς, βρυχώνται οι δυο Γιάννηδες και πηδάνε με τα ρούχα στη θάλασσα.







