Στη σκιά δύο σοβαρών και αλληλένδετων προκλήσεων διεξάγεται από χθες στο Μόναχο η φετινή Διάσκεψη για την Ασφάλεια στην Ευρώπη. Η πρώτη αφορά τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου και συγκεκριμένα τον υπαρκτό κίνδυνο δραματικής ενίσχυσης της Ακροδεξιάς. H δεύτερη αφορά τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου και την εφιαλτική προοπτική της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Αν προστεθούν οι δύο πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα, που συνεχίζονται χωρίς να γνωρίζει κανείς πότε θα τελειώσουν, γίνεται αντιληπτό ότι η Ευρώπη καλείται να λάβει επειγόντως μέτρα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας της και την ενίσχυση της άμυνάς της.

Η δημοκρατία απειλείται από ένα ρεύμα «εθνικοσυντηρητισμού» – κατά τη διατύπωση του «Economist» – που δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός από τον συντηρητισμό του Ρίγκαν και της Θάτσερ. Πολιτικοί όπως ο Τραμπ, ο Ορμπαν και η Λεπέν περιφρονούν τον πλουραλισμό, θέλουν να διαλύσουν τους διεθνείς θεσμούς, ισχυρίζονται ότι οι ελεύθερες αγορές έχουν αλωθεί από τις ελίτ και βλέπουν εχθρικά τη μετανάστευση. Δεν αντιστέκονται μόνο στην πρόοδο. Θέλουν να διαλύσουν και τον κλασικό φιλελευθερισμό.

Πώς μπορούν να απαντήσουν οι παραδοσιακοί συντηρητικοί και φιλελεύθεροι; Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα παράπονα των πολιτών, είτε αφορούν τις ανισότητες είτε το πρόβλημα της εγκληματικότητας, την επιρροή της Αριστεράς στα Πανεπιστήμια, την επέλαση των νέων τεχνολογιών ή την παράτυπη μετανάστευση. Διευρύνοντας τις ελευθερίες, όπως έγινε με την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια στην Ελλάδα. Αναδεικνύοντας τη δύναμη του πατριωτισμού, τον οποίο προσπαθούν να οικειοποιηθούν οι οπορτουνιστές.

Το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό – αφορά το μέλλον της Ευρώπης. Οι εθνικοσυντηρητικοί είναι σύμμαχοι του Πούτιν και υπηρετούν εκ των πραγμάτων τον διεθνή άξονα του αυταρχισμού. Εκτός από μια έξυπνη και ευέλικτη πολιτική που θα ανακόψει την προέλασή τους, η Ευρώπη χρειάζεται έτσι και μια αξιόπιστη αμυντική βιομηχανία που, όπως είπε ο έλληνας Πρωθυπουργός στην εναρκτήρια ανοιχτή συζήτηση της Διάσκεψης του Μονάχου, θα είναι προσαρμοσμένη στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις και στον νέο τρόπο με τον οποίο διεξάγονται πλέον οι πολεμικές αναμετρήσεις.