Ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών ήρθε να υπογραμμίσει μια αλήθεια που τους τελευταίους μήνες έτεινε να ξεχαστεί: ότι η εκλογική πρωτοκαθεδρία δεν σημαίνει απαραίτητα και πολιτική κυριαρχία, και σίγουρα δεν μεταφράζεται σε πραγματική ηγεμονία μέσα στην κοινωνία. Δηλαδή, το γεγονός ότι έχουμε μια κυβέρνηση με μια σίγουρη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και μια εντυπωσιακή διαφορά από τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής, ξεκινώντας από μία από τις μεγαλύτερες διαφορές που έχουν καταγραφεί με την αξιωματική αντιπολίτευση, στοιχεία που της εξασφαλίζουν μια δυνατότητα απρόσκοπτης παραγωγής νομοθετικού έργου και στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού, δεν σημαίνει και ότι διαθέτει και κάποιου είδους απόλυτη πολιτική κυριαρχίας.

Αντιθέτως, οι εκλογές αποτύπωσαν ένα πραγματικό υπόστρωμα δυσαρέσκειας μέσα στην κοινωνία. Αυτό πήρε διάφορες μορφές, από την απροθυμία συμμετοχής στις εκλογές (και κυβερνητικών ψηφοφόρων) μέχρι την επιλογή υπερψήφισης στον δεύτερο γύρο του όποιου υποψηφίου αποτελούσε την εναλλακτική σε μια υποψηφιότητα που είχε το επίσημο κυβερνητικό χρίσμα. Ωστόσο, το σημαντικό δεν είναι οι μορφές αλλά το ίδιο το γεγονός της καταγραφής της αποδοκιμασίας. Πράγμα που δείχνει ότι τόσο ένα κλίμα οικονομικής επισφάλειας, που αποτυπώνεται σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης ως βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν πάνε προς την ορθή κατεύθυνση, όσο προφανώς και η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού που αποτυπώθηκε στις πυρκαγιές και τις μεγάλες πλημμύρες έπαιξαν ρόλο.

Οτι αυτή η δυσαρέσκεια δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί γύρω από μια εναλλακτική πολιτική πρόταση, δεδομένης της στρατηγικής κρίσης που αντιμετωπίζουν οι βασικοί αντιπολιτευτικοί σχηματισμοί, αφήνει περιθώρια ελιγμού στην κυβέρνηση, όμως δεν αναιρεί το ενδεχόμενο κυμάτων διαμαρτυρίας που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια διαφορετική κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι πως έχουμε μπροστά μας μια συνθήκη που επιβεβαιώνει ότι αυτό που λέμε «πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων» είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο ρευστός και ευμετάβλητος και τα περιθώρια νομιμοποίησης αρκετά πιο ισχνά από όσο μπορεί να έδειχναν την επομένη των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.