«Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους», έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις στις περίφημες «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» το 1983. Σαράντα χρόνια μετά πιο μοναχικά ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Λέντζος πιάνει το νήμα της ίδιας οδού και αναψηλαφίζει τη δική του μοναχική περπατησιά μέσα από τη συλλογική μοναξιά της πόλης και το μετουσιώνει σε ποίημα στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Ξυραφάκια» (εκδ. Μετρονόμος): «Κατεβαίνω κάθε τόσο στην παλιά Αθηνάς/ χρόνια έκανα αυτή τη διαδρομή/ κάθε μέρα/ δούλευα εκεί άλλωστε πουλώντας λάμπες κάθε είδους/ εγώ ο σκοτεινός κι ο αποτρόπαιος…».

Οι αλλαγές της πόλης και οι αλλαγές του εξομολόγου δημιουργού σε λίγους μόνον στίχους. Το νέο του δημιούργημα, μέρος μιας τετραλογίας είναι μόνον η αφορμή για να συζητήσουμε με τον Δημήτρη Λέντζο πάνω στο έργο του. Ποιητής, στιχουργός και δη παραγωγικότατος και με εμπιστοσύνη στις νέες δυναμικές συνθετικές περιπτώσεις όπως ο Καγιαλίκος, ο Μαριδάκης, ο Μαχαίρας, ο Γκότσης, ο Πλακιάς αλλά και σε παλιότερους όπως ο Μιχάλης Τερζής, θεατρικός συγγραφέας με έργα όπως «Η μεγάλη διαδήλωση του ενός» (Θέατρο «Αργώ» 2012 – 2013 και 2013 – 2014, Θέατρο «Παραμυθιάς» 2014 – 2015, Θέατρο «Αλεξάνδρεια» 2018 – 2019), «ΚΤΕΛ Πελοποννήσου» (Θέατρο «Αργώ» 2013 και 2014), «Ο γιος μου ο Ελπήνορας» (Θέατρο «Αργώ» 2014) αλλά και διηγηματογράφος με 37χρονη πια πορεία χαμηλόφωνη από το 1986 μα δυνατή στα ελληνικά γράμματα. Ο Λέντζος γράφει χωρίς να ξεχνά την ταπεινή του καταγωγή από την ορεινή Ηλεία και σε μια εποχή που απαγορεύεται να πεις πως είσαι φτωχός. Αλλά και κουβαλώντας στα κείμενά του όλη του τη ζωή στην πόλη, από τότε που ήταν έμπορος στην οδό Αθηνάς μέχρι τη δική του ενηλικίωση στο αστικό σταυροδρόμι. Στην πιο ώριμη πνευματικά του εποχή, του διακόπτω τη θερινή ραστώνη για να μάθω ορισμένα από τα μυστικά του εργαστηρίου γραφής και ζωής του. Ο Λέντζος διατηρεί και διαφυλάττει μια λαϊκότητα στην όλη δημιουργία του χωρίς να εκπίπτει σε εύκολα σχήματα αλλά παλεύοντας με τη γλώσσα και τα νοήματα κάτω από το φως μιας λάμπας.

«Ξυραφάκια» λοιπόν η νέα σας ποιητική συλλογή. Από τον Μετρονόμο του Συλιβού. Κοφτερός, παιγνιώδης, αμφίσημος τίτλος.

Είναι ο τίτλος από ένα ποίημα του βιβλίου. Και μου άρεσε. Και τον κράτησα.

Είναι σκληρά ποιήματα, αρκετά σκληρά. Κι έχουν πένθος, έχουν την πόλη μέσα, έχουν κάτι ημιτελές ή και απραγματοποίητο.

Οπως το λες, ναι. Και μέρος μιας τετραλογίας ποιητικών βιβλίων που γράφω.

Περνάει από εδώ ένα μέρος του βίου σας. Βάζετε το θέμα πως εργαστήκατε στην οδό Αθηνάς πουλώντας λάμπες. Περνάνε από εδώ οι πληγωμένοι άνθρωποι, οι πρόσφυγες, όλοι.

Πήγαινα 30 χρόνια στην οδό Αθηνάς και δεν έκατσα ποτέ να γράψω γι’ αυτό. Αλλά εκτιμώ πως βίωσα την Αθηνάς σε όλη τη μετάλλαξή της. Από τα μαγαζιά μέχρι την ερωτική Αθηνάς, αυτή με τα ξενοδοχεία της νύχτας. Σιγά σιγά άλλαξε πολύ όλο το σκηνικό. Και πήγε στον τουρισμό. Βρίσκεις πια περισσότερα καφέ ή ξενοδοχεία, κάποτε πέρναγαν όλοι από εδώ.

Βέβαια έχει ενδιαφέρον πως περνάνε από εδώ οι μεταβάσεις της ίδιας της πόλης ή και ζωής μας.

Για χρόνια έγραφα με μια ντροπή για την καταγωγή μου. Και λέω κάποια στιγμή: Τι κάνεις τώρα; Λες ψέματα. Ακόμη και στα τραγούδια μου. Είπε μια μέρα σε μια συνέντευξη ποια τραγούδια άκουγε νέος ο Νίκος Γ. Ξυδάκης ο τέως υπουργός. Και είχα τα ίδια μέσα μου. Εγώ από την Ηλεία, εκείνος από Σύρο και Μύκονο. Αυτό είναι υπέροχο.

Στα «Ξυραφάκια» έχετε μια βαθιά ειλικρίνεια και έναν υπόκωφο ερωτισμό.

Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ γιατί ο έρωτας δεν φωνάζει, έχει μια μυσταγωγία θανατερή και ένα πένθος.

Κύριε Λέντζο, όλες αυτές τις ημέρες με το λάθος ζεϊμπέκικο στο Ζάππειο εν ώρα φωτιάς του περιφερειάρχη Γιώργου Πατούλη σάς σκέφτομαι ως τον στιχουργό ενός από τα σημαντικότερα ζεϊμπέκικα: τον «Ερωτα Αρχάγγελο» που είπε συγκλονιστικά ο Μητροπάνος. Αναρωτιέμαι αν συχνά οι μεγάλες δημιουργίες έχουν λάθος παραλήπτες.

Είναι δύσκολα αυτά τα πράγματα. Ο καθένας χορεύει με το μπόι του και τον ίσκιο του. Ο χορός, και ειδικά ο ζεϊμπέκικος, είναι παραβατικός, μοναχικός, ελεύθερος και άναρχος. Είναι εν δυνάμει μια τελετουργία θανάτου. Οι έχοντες εξουσία, οι αστοί και οι νεόπλουτοι, έχουν έναν εξωτερικό τρόπο να χορεύουν, τις περισσότερες φορές, μάλιστα, ερήμην των τραγουδιών.

Είστε δημιουργός και της πόλης και της υπαίθρου. Τελικά ποιο σκηνικό προτιμάτε;

Και τα δύο. Μεγάλωσα στην επαρχία, στις Μηλιές, ένα φτωχό χωριό πλησίον της Αρχαίας Ολυμπίας. Η καταγωγή μου με καθόρισε. Εκεί τα πήρα όλα, την ιδεολογία των πραγμάτων, τη συνείδηση, τον πολιτισμό και, το σπουδαιότερο, την αξιοπρέπεια του ελαχίστου. Μετά ήρθα στην πόλη. Σχεδόν εξόριστος. Εδώ είδα πιο συλλογικά τα πράγματα. Ολες μου οι θεματικές ήταν πάντα οι ίδιες, το σκηνικό μόνο άλλαζε. Από τα μικράτα μου σε ό,τι έγραφα είχα πάρει μονομερώς το μέρος των φτωχών και των αποκλεισμένων. Αυτό με προστάτεψε έως τώρα.

Οι Μηλιές καθόρισαν την πορεία και την αγωγή σας; Αλήθεια ποια ήταν τα ακούσματα εκεί τη δεκαετία ’60 και του ’70;

Αυτές οι δεκαετίες με δίδαξαν με τρόπο μαγικό. Πρώτα πρώτα τα δημοτικά τραγούδια. Στα πανηγύρια, στους γάμους, και στις γιορτές. Εκεί ανακάλυψα και την εσωτερική ανάγκη της γραφής. Αλλαζα στίχους στα τραγούδια. Ακόμη το κάνω. Αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη σπουδαιότητα του μέτρου, και του ρυθμού, και της λιτότητας στη στιχουργία και στην ποίηση. «Να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές». Τα αγαπώ τα δημοτικά. Χορεύω κιόλας. Νομίζω τα δημοτικά τραγούδια μαζί με τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και της Νεκρώσιμης Ακολουθίας και τα μοιρολόγια μού δίδαξαν πολλά στο τραγούδι και όχι μόνο. Το ’70 μπήκαν σιγά σιγά στα πανηγύρια και στα λαϊκά τραγούδια. Αλλος κόσμος. «Κι είναι όλα μαύρα». Τότε είδα χορευτές που σε δύο τετραγωνικά γης ιχνογραφούσαν τη γεωγραφία των αισθημάτων. Εξαίσια τραγούδια και χορευτές μιας άλλης πατρίδας. Μαζί με τα τζουκ μποξ ήταν οι βιβλιοθήκες και μάθαμε γράμματα, και μάλιστα σωστά.

Νιώθετε ένας συγγραφέας και ποιητής που μεταβόλισε κυρίως τα βιώματά του ή απομακρύνθηκε από αυτά σκαρώνοντας τον νέο κόσμο;

Μεγάλη κουβέντα ο νέος κόσμος. Εγώ την αυτοβιογραφία στο έργο μου την έκλεβα από τις ιστορίες των άλλων, παλιές ή καινούργιες. Ετσι βιοπορίστηκα στην τέχνη. Δεν φτάνουν τα δικά μας βιώματα για να γράψεις. Και όσοι λένε ολόκληρες βιωματικές ιστορίες για κάποια τραγούδια τις ακούω βερεσέ. Οσοι ήθελαν να γράψουν και να δημιουργήσουν τον νέο κόσμο ήξεραν πολύ καλά και τον παλιό. Βέβαια, παραμένει πάντα ως αποστολή στην τέχνη η γέννηση του νέου σκοτώνοντας το παλιό.

Πάμε στο λίγο μακρινό πια 1986. Πρώτο βιβλίο σας και δη ποιητικό. Τριάντα επτά χρόνια μετά ποιες ακόμη επιρροές κουβαλάτε και σε ποια σχολή θα λέγατε πως εγγράφεστε;

Πολλές οι επιρροές. Δεν γίνεται αλλιώς. Στην εποχή μου η ποίηση, μετά τη μελοποίησή της κυρίως, ήρθε εμφατικά στο προσκήνιο παντού· στον δρόμο, στο εργοστάσιο, στις ταβέρνες, στα ραδιόφωνα, στον έρωτα, στη ζωή. Ονόματα ποιητών μπήκαν με φόρα στη ζωή μας. Ετσι η μελοποίηση ευεργέτησε σημαντικά την ποίηση, ίσως όμως να αδίκησε τις επόμενες γενιές ποιητών που έμειναν έξω από αυτό και έμειναν αφανείς και μεγάλοι. Οι ποιητές που με επηρέασαν περισσότερο ήταν κυρίως ο Σολωμός, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης και πιο πολύ ο Καβάφης. Φοίτησα σε πολλές σχολές, αλλά είμαι ακόμη μαθητής στη σχολή του σουρεαλισμού. Τι να κάνω, όμως, όταν έρχεται και με μαγεύει ο μέγας δεκαπεντασύλλαβος με τις ομοιοκαταληξίες του και τον λυρισμό του. Υποκύπτω και σε αυτόν γλυκά.

Αποτελείτε μια σχεδόν μοναχική περίπτωση στιχουργού και σταθήκατε σε μια εποχή που η δισκογραφία εξέπνεε. Πώς περιγράφετε αυτή την περιπέτεια;

Εγώ έζησα ως στιχουργός στην κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας. Αυτό ήταν καλό και κακό. Ορισε διαφορετικά τα πράγματα στην παραγωγή τραγουδιών, κυρίως μέσα από το Διαδίκτυο, και έκανε πιο εύκολο το να παράγει και να προβάλλει κάποιος το έργο του. Από την άλλη, όμως, απωλέσθη η όποια αξιολόγηση, έστω και για εμπορικούς λόγους, σε αυτή την ανεξέλεγκτη υπερπαραγωγή. Μέσα σε αυτό το τοπίο πάλεψα και παλεύω μόνος μου με το μόνο όπλο που έχω: τους στίχους μου. Ετσι έμαθα στη ζωή μου: με τη δουλειά μου και την αξιοπρέπειά μου. Τώρα, αν κατάφερα κάτι θα το κρίνει ο κόσμος, εγώ όμως αυτός είμαι, ένας ξεροκέφαλος επαρχιώτης με μια ωραία αφέλεια και πίστη στα θαύματα.

Χρήστος Λεοντής και Γιώργος Καγιαλίκος μερικοί από τους συνθέτες που συμπράξατε. Μητροπάνος, Νταλάρας και Μητσιάς, Βελεσιώτου και Πλακιάς αλλά και πολλοί νεότεροι από τους ερμηνευτές που είπαν τραγούδια σας. Συνεργαστήκατε με όλους αυτούς και με όλες τις γενιές. Τι παίρνετε από τον καθένα και την καθεμία τους;

Πραγματικά έχω συνεργαστεί με πολλούς συνθέτες και ερμηνευτές, και – όπως λέτε – παλαιότερους και νεότερους. Από όλους κρατώ μια καλή εικόνα. Θέλω, όμως, εδώ να πω πως αυτός που με έμαθε να γράφω τραγούδια ήταν ο Χρήστος Λεοντής. Ηταν μια μαθητεία καθοριστική για μένα, και όχι μόνο στο τραγούδι. Εδώ θέλω να σημειώσω επίσης ότι στον χώρο του τραγουδιού μπήκα με τον Μιχάλη Τερζή, και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Αλλά και με τους νεότερους έκανα όμορφα πράγματα· τον Γιώργο Καγιαλίκο, τον Νίκο Πλατύραχο και άλλους. Τώρα, τι να πω για τους μεγάλους ερμηνευτές, τον αείμνηστο Μητροπάνο, τον Νταλάρα, τον Μητσιά, αλλά και τους νεότερους Πασχαλίδη, Κότσιρα και τόσους άλλους. Μόνο ευγνώμων αισθάνομαι. Εμαθα πολλά από τις συνεργασίες αυτές· ότι δεν φτάνει να λες ένα τραγούδι, πρέπει να το στηρίζεις κιόλας, και αυτό θέλει δουλειά, πολλή δουλειά. Αυτό, δυστυχώς, δεν ισχύει για πολλούς νέους ερμηνευτές, και αυτό με λυπεί.

«Η γενιά μου κληρονόμησε μια ήττα και έζησε μια άλλη»

Διηγήματα, ποίηση, θέατρο, στιχουργία. Πώς κάθε φορά επιλέγεται πως η τάδε ύλη θα λάβει τη δείνα φόρμα; Αυτό απαιτεί μια καλή ισορροπία στον διαχωρισμό.

Ολα μαζί γίνονται. Εγώ γράφω κάθε μέρα σε κάθε είδος. Ετσι κι αλλιώς σε όλα μου τα έργα κυρίαρχη είναι η ποίηση.

Εσωστρέφεια, μελαγχολία αλλά και πίστη στο συλλογικό. Σωστά αντιλαμβάνομαι τις πνευματικές και υπαρξιακές συντεταγμένες σας;

Μπορεί να ισχύουν όλα αυτά. Αλλωστε, η γενιά μου κληρονόμησε μια ήττα και έζησε μια άλλη, με ό,τι σημαίνει αυτό. Ωστόσο, παρέμεινα συνεπής στα όνειρα και στις αυταπάτες μου και σίγουρος ότι ένα τραγούδι μπορεί να αλλάξει για μια στιγμή τον κόσμο. Θα μου πείτε πως είναι υπερβολικό αυτό· ας έχω κι εγώ μια τέτοια μικρή υπερβολή. Τέλος, να θυμίσω ότι τα τραγούδια και τα ποιήματα ευδοκιμούν συνήθως στα χωράφια του μέσα κάμπου, του πένθους, της απώλειας και της μνήμης.

Κάτι τελευταίο. Καθημερινό. Ασχοληθήκατε μακρόχρονα, πετυχημένα με το εμπόριο και το είπαμε στην αρχή της κουβέντας μας με αφορμή τα «Ξυραφάκια». Πώς καταφέρατε να ρυμουλκυθείτε στη γραφή την ίδια ώρα; Εννοώ δεν ήταν δύσκολο να αυτοσυγκεντρωθείτε;

Ναι, συνειδητά έγινε. Ετσι έμαθα. Να δουλεύω από μικρός για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία μου. Να κάνω ό,τι θέλω με τα έργα μου χωρίς συμβιβασμούς και όρια. Αυτό το κατάφερα ως έναν βαθμό και εξακολουθώ να δουλεύω σε δυο δουλειές, γιατί και στην τέχνη κολλάμε ένσημα, και μάλιστα βαρέα και ανθυγιεινά. Σας ευχαριστώ βαθιά για τη φιλοξενία.